Πλημμελειοδικείο: Τι κατέθεσε κομβικό πρόσωπο για τις παράνομες παρακολουθήσεις

Στον μάρτυρα επισημάνθηκε από την έδρα ότι, με βάση τα στοιχεία, δεν αποκλείεται να βρεθεί στη θέση του κατηγορουμένου.

NEWSROOM
Πλημμελειοδικείο: Τι κατέθεσε κομβικό πρόσωπο για τις παράνομες παρακολουθήσεις

Σε φορτισμένο κλίμα πραγματοποιήθηκε σήμερα στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών η εξέταση του κομβικού προσώπου στην υπόθεση των παράνομων παρακολουθήσεων. Ο ιδιωτικός υπάλληλος σούπερ μάρκετ, στο όνομα του οποίου είχε εκδοθεί η προπληρωμένη κάρτα που φέρεται να χρησιμοποιήθηκε για την πληρωμή του μολυσμένου μηνύματος προς τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Νίκο Ανδρουλάκη και ακόμη 25 πρόσωπα, εμφανίστηκε για να καταθέσει.

Μετά την ολοκλήρωση της κατάθεσής του, το δικαστήριο αποφάσισε να ζητήσει από το πιστωτικό ίδρυμα που εξέδωσε την επίμαχη κάρτα την πλήρη αναλυτική κίνηση για την περίοδο 2019–2024, κρίνοντας προφανώς ότι τα μέχρι τώρα δεδομένα δεν επαρκούν. Παράλληλα, στον μάρτυρα –ο οποίος δεν περιλαμβανόταν στην αρχική λίστα μαρτύρων αλλά κλήθηκε με πρωτοβουλία της έδρας– επισημάνθηκε ευθέως ότι, με βάση τα στοιχεία, δεν αποκλείεται να βρεθεί στη θέση του κατηγορουμένου.

Ο ίδιος υποστήριξε ότι η κάρτα τού είχε αποσταλεί ως «δώρο» από εταιρεία κινητής τηλεφωνίας το 2010, λόγω της ιδιότητάς του ως «καλού συνδρομητή», χωρίς ωστόσο να την ενεργοποιήσει ποτέ. Ισχυρίστηκε ότι δεν έλαβε PIN, δεν υπήρξε καμία ανανέωση και ότι οι φάκελοι που κατά καιρούς έφταναν στο σπίτι του από την εταιρεία ήταν –όπως είπε– απλώς διαφημιστικοί και δεν τους άνοιγε.

Εντύπωση προκάλεσε η στάση πλήρους αδιαφορίας που περιέγραψε ο μάρτυρας, ακόμη και όταν, όπως κατέθεσε, ενημερώθηκε από δημοσιογράφο ότι το όνομά του εμπλέκεται στην υπόθεση των υποκλοπών. Παρά το γεγονός αυτό, δήλωσε ότι δεν κατάφερε να λάβει επίσημα στοιχεία για την κίνηση της κάρτας και ότι δεν επέμεινε, όταν –κατά τους ισχυρισμούς του– η τράπεζα αρνήθηκε να του δώσει απαντήσεις.

Κατά τη διάρκεια της εξέτασης, οι απαντήσεις του προκάλεσαν επανειλημμένα την έντονη αντίδραση της έδρας. Ο πρόεδρος και ο εισαγγελέας αμφισβήτησαν ευθέως την αξιοπιστία των ισχυρισμών του, υπογραμμίζοντας ότι κάρτα στο όνομά του δεν θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί χωρίς συγκεκριμένες διαδικασίες και κωδικούς που συνδέονται με τον ίδιο. Σε αρκετά σημεία, του κατέστη σαφές ότι η θέση του μόνο ακίνδυνη δεν είναι.

Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε και σε πλευρές της προσωπικής του καθημερινότητας, όπως το γεγονός ότι στο κουδούνι της κατοικίας του δεν αναγράφεται το ονοματεπώνυμό του, στοιχείο που σχολιάστηκε δηκτικά από τον πρόεδρο ως ένδειξη ότι «καλύπτει τα νώτα του». Ο μάρτυρας απάντησε πως οι αρχές γνωρίζουν πού εργάζεται και πού διαμένει.

Όταν ρωτήθηκε γιατί δεν διερεύνησε περαιτέρω τι συνέβη με την κάρτα του, ανέφερε ότι άκουσε για μικροποσά –20 ή 500 ευρώ– που είχαν κινηθεί, υποστήριξε ότι διαθέτει λογαριασμό μισθοδοσίας στην Εθνική Τράπεζα εδώ και 15 χρόνια, ο οποίος είναι «άδειος», και επέμεινε ότι δεν είχε κανένα όφελος.

Ο εισαγγελέας της έδρας, παρεμβαίνοντας, προειδοποίησε τον μάρτυρα ότι είναι πιθανό να βρεθεί στη θέση του κατηγορουμένου όχι μόνο για την υπόθεση αυτή, αλλά και για όσα καταθέτει σήμερα, επισημαίνοντας ότι «η αλήθεια εκτιμάται από τα δικαστήρια ακόμη κι όταν έρχεται αργά». Η αναφορά αυτή προκάλεσε την αντίδραση της υπεράσπισης, η οποία διερωτήθηκε αν ο εισαγγελικός λειτουργός έχει ήδη καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Σταμάτης Τρίμπαλης έλεγε την αλήθεια περί του ρόλου του ως αχυράνθρωπου της εταιρείας Krikel.

Η εικόνα που αποτυπώθηκε στην αίθουσα ήταν εκείνη ενός μάρτυρα που επιχειρεί να αποστασιοποιηθεί πλήρως από μια υπόθεση με βαριά πολιτική και θεσμική φόρτιση, χωρίς ωστόσο να καταφέρνει να απαντήσει πειστικά στα κρίσιμα ερωτήματα που τέθηκαν από την έδρα.

Η ακροαματική διαδικασία για την υπόθεση των υποκλοπών συνεχίστηκε με μια κατάθεση που ανέδειξε τον τρόπο λειτουργίας του μηχανισμού των παρακολουθήσεων και τα ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα. Στο βήμα του μάρτυρα βρέθηκε η Άρτεμις Σίφορτ, ένα από τα πρόσωπα των οποίων η παρακολούθηση έχει επιβεβαιωθεί τόσο μέσω του κακόβουλου λογισμικού Predator όσο και μέσω νόμιμης επισύνδεσης από την ΕΥΠ.

Η Άρτεμις Σίφορτ εργαζόταν την επίμαχη περίοδο στο Facebook (Meta), ως στέλεχος ιδιωτικής εταιρείας στον τομέα της πολιτικής χρηστών. Όπως κατέθεσε, παρότι η βάση της εργασίας της ήταν στις Ηνωμένες Πολιτείες, η πανδημία την ανάγκασε να περνά μεγάλο μέρος του χρόνου της στην Ελλάδα. «Εκείνη την περίοδο δούλευα στην Αμερική στο FB, ωστόσο λόγω κοβιντ περνούσα πολύ χρόνο και στην Ελλάδα», ανέφερε, εξηγώντας ότι το αντικείμενό της ήταν «να διαμορφώσω τους κανόνες τι επιτρέπεται να κάνει ένας χρήστης και να τα εφαρμόσω».

Η μάρτυρας εξήγησε ότι έμαθε πως υπήρξε στόχος παρακολούθησης στα τέλη του 2022, γεγονός που –όπως είπε– της προκάλεσε σοκ. Τότε απευθύνθηκε στο Citizen Lab για έλεγχο της συσκευής της, όπου διαπιστώθηκε ότι το κινητό της είχε μολυνθεί με το κακόβουλο λογισμικό Predator. Περιγράφοντας τη διαδικασία που προηγήθηκε της μόλυνσης, ανέφερε: «Εγώ έκλεισα ραντεβού μέσω του gov.gr. Εγώ έβαλα επιβεβαίωση με email και sms. Μετά από λίγες ώρες μου ήρθε κι άλλο sms που επιβεβαίωνε, και πάτησα το σύνδεσμο και μετά ήρθε και τρίτο. Το πρώτο και το τρίτο ήταν τα κανονικά».

Σε ερώτηση του προέδρου για το πώς εξηγεί το γεγονός ότι βρέθηκε στη λίστα των παρακολουθούμενων, η απάντησή της ήταν κατηγορηματική: «Δε το γνωρίζω, εγώ έπαθα σοκ. Είπα να πάω στο Citizen Lab να κοιτάξω το κινητό μου και μου το επιβεβαίωσε». Όπως υπογράμμισε, μέχρι και σήμερα δεν της έχει δοθεί καμία απάντηση για τον λόγο της παρακολούθησής της. «Εγώ εμένα το ενδιαφέρον είναι να βγάλω την αλήθεια, να μάθω γιατί με παρακολουθούσαν, δεν μπορώ να καταλάβω», ανέφερε, σημειώνοντας ότι δεν είχε καμία σχέση με τα υπόλοιπα πρόσωπα που περιλαμβάνονταν στη σχετική λίστα.

Η ίδια κατέθεσε ότι η ύπαρξη διάταξης παρακολούθησης από την ΕΥΠ αποκαλύφθηκε κατόπιν προσφυγής στην ΑΔΑΕ. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στη χρονική σειρά των γεγονότων, λέγοντας: «Θυμάμαι ότι η επισύνδεση από την ΕΥΠ είχε ξεκινήσει πριν από το μήνυμα με κακόβουλο λογισμικό. Ένα – δύο μήνες πριν. Το μήνυμα του Predator ήρθε λίγες ώρες μετά το κανονικό μήνυμα. Ο μόνος τρόπος να γίνει αυτό είναι να διαβάσει αυτά τα μηνύματα. Η ΕΥΠ μπορούσε να το κάνει, ένα και ένα ίσον δύο».

Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με τη χρήση του κινητού της όταν βρισκόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες, η μάρτυρας διευκρίνισε ότι το είχε πάντα μαζί της και ότι διέθετε συσκευή με διπλό αριθμό. Όπως εξήγησε, όλα τα επίμαχα μηνύματα εστάλησαν στο ελληνικό της νούμερο. «Η επισύνδεση της ΕΥΠ έχει πρόσβαση μόνο στο ελληνικό νούμερο. Το Predator έχει πρόσβαση στη συσκευή, μπορεί να ανοίξει την κάμερα, να κάνει τα πάντα», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Σε ερώτηση του προέδρου για το report της Meta σχετικά με τα κακόβουλα λογισμικά, η Άρτεμις Σίφορτ δήλωσε ότι «η ομάδα που έφτιαξε το report της Meta είναι κοντά σε εμένα», διευκρινίζοντας ωστόσο ότι η συγκεκριμένη έρευνα πραγματοποιήθηκε μεταγενέστερα των γεγονότων. Κλείνοντας την κατάθεσή της, επανέλαβε ότι εξακολουθεί να αγνοεί τον λόγο για τον οποίο παρακολουθήθηκε: «Δε ξέρω με βεβαιότητα γιατί με παρακολουθούσαν. Όλη η έμφαση στα πρόσωπα που παρακολουθούσαν ήταν ενδοχώρια. Αν ήθελαν να παρακολουθήσουν κάποιον από τη Meta, θα παρακολουθούσαν κάποιον άλλον, όχι εμένα».

Στο βήμα του μάρτυρα βρέθηκε η Αλεξάνδρα Ρογκάκου, η οποία την επίμαχη περίοδο ήταν επικεφαλής της ομάδας επιθεωρήσεων και ελέγχων στην ΕΑΔ και σήμερα ασκεί καθήκοντα διοικήτριας της Αρχής.

Η μάρτυρας ξεκαθάρισε εξαρχής ότι η εμπλοκή της ΕΑΔ δεν προήλθε από κάποια επίσημη καταγγελία, αλλά από τα δημοσιεύματα που είχαν προηγηθεί. «Δεν ήρθε κάποια καταγγελία, μέσω δημοσιευμάτων προβήκαμε αυτεπάγγελτα στην έκδοση εντολής ελέγχου. Ορίστηκε κλιμάκιο ελέγχου», ανέφερε, προσθέτοντας ότι μετά την κατάθεση του Θανάση Κουκάκη κρίθηκε αναγκαίο να διερευνηθεί και η εταιρεία Krikel. Όπως σημείωσε, η ίδια δεν είχε άμεση εμπλοκή στην έρευνα, αλλά γνώση μόνο του τελικού αποτελέσματος: «Έχω εικόνα μόνο για την έκθεση των ελεγκτών».

Στη συνέχεια, η Αλεξάνδρα Ρογκάκου αναφέρθηκε στο θεσμικό πλαίσιο και στα όρια αρμοδιοτήτων της ΕΑΔ σε σχέση με την ΕΥΠ. Όπως εξήγησε, ο έλεγχος της Αρχής περιορίζεται σε διοικητικά ζητήματα, όπως οι συμβάσεις, και δεν εκτείνεται σε επιχειρησιακές λειτουργίες. «Μας έστειλε στοιχεία εισαγγελέας εφετών, η οποία προέβη σε έρευνα με παρουσία προανακριτικών υπαλλήλων», κατέθεσε, διευκρινίζοντας ότι η ΕΑΔ ζήτησε να διαπιστωθεί «εάν υπάρχουν συμβάσεις με Intellexa και Krikel και οποιαδήποτε άλλη εταιρεία».

Η μάρτυρας, ωστόσο, τόνισε ότι υπάρχουν συγκεκριμένοι περιορισμοί ως προς το εύρος του ελέγχου, ιδίως σε ό,τι αφορά τα μυστικά κονδύλια της ΕΥΠ. «Η ΕΑΔ δεν μπορεί να ελέγξει άτυπες πληρωμές που γίνονται από τα μυστικά κονδύλια της ΕΥΠ», ανέφερε, συμπληρώνοντας ότι από τον έλεγχο που διενεργήθηκε δεν προέκυψε σύμβαση για παράνομο λογισμικό. «Εμείς ψάξαμε εάν υπάρχει σύμβαση με ένα παράνομο λογισμικό, αυτό δεν προέκυψε από τα στοιχεία μας», είπε, επισημαίνοντας ότι για τον τρόπο σύναψης των απόρρητων συμβάσεων «θα πρέπει να κάνουμε νέα έρευνα».

Όπως διευκρίνισε, το αντικείμενο του ελέγχου της ΕΑΔ ήταν σαφώς προσδιορισμένο: να διαπιστωθεί αν είχε συναφθεί σύμβαση μεταξύ του Δημοσίου και κάποιας από τις εμπλεκόμενες εταιρείες για παράνομο λογισμικό. Στο πλαίσιο αυτό, η ίδια παραδέχθηκε: «Είχαν συναφθεί επτά συμβάσεις με τη Krikel».

Η παραδοχή αυτή προκάλεσε σειρά ερωτήσεων από τον πρόεδρο του δικαστηρίου. Όταν ρωτήθηκε αν δεν έπρεπε να ελεγχθούν αυτές οι συμβάσεις, η μάρτυρας απάντησε: «Το αντικείμενο του ελέγχου ήταν εάν υπάρχει σύμβαση με παράνομο λογισμικό». Στην επισήμανση του προέδρου ότι θα έπρεπε να εξεταστεί το πραγματικό περιεχόμενο των συμβάσεων και τα φυσικά πρόσωπα πίσω από τις εταιρείες, η Αλεξάνδρα Ρογκάτου αντέτεινε ότι «οι επιθεωρητές αναζήτησαν επαφή με τους εκπροσώπους της εταιρείας και έκαναν τις συναντήσεις που έπρεπε, φοροτεχνικοί, λογιστές, νόμιμοι εκπρόσωποι».

Η συζήτηση κλιμακώθηκε όταν ο πρόεδρος έθεσε το ερώτημα αν, σε περίπτωση καταγγελίας ότι μια σύμβαση υποκρύπτει διαφορετικό αντικείμενο, δεν θα έπρεπε αυτό να ελεγχθεί. Η μάρτυρας απάντησε ότι σε μια τέτοια περίπτωση «θα έπρεπε να προσλάβουμε εμπειρογνώμονες». Στην παρατήρηση του προέδρου ότι δεν ζητήθηκε να εντοπιστεί το Predator, αλλά να εξεταστεί αν μια σύμβαση «υποκρύπτει κάτι άλλο», υπογραμμίζοντας τον ρόλο της ΕΑΔ ως Αρχής Διαφάνειας, η μάρτυρας απάντησε: «Βεβαίως το κάναμε».

Ωστόσο, σε τελική ερώτηση για το αν από τον έλεγχο που διενεργήθηκε μπορούσε να προκύψει διαφορετικό συμπέρασμα, η Αλεξάνδρα Ρογκάτου παρέμεινε σταθερή στη θέση της: «Εμείς κοιτάξαμε τα τεχνικά χαρακτηριστικά και την περιγραφή του φυσικού αντικειμένου. Από αυτά δεν προέκυψε τέτοιο συμπέρασμα».

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr