Τρίτη 05 Νοεμβρίου 2024

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ – Ευτύχης Φυτράκης: «Η αυστηροποίηση των ποινών συμβάλλει ελάχιστα στην πρόληψη του εγκλήματος»

Ο γνωστός ποινικολόγος και πρώην γ.γ. Αντεγκληματικής Πολιτικής μιλάει στο dikastiko.gr για το βιβλίο του «Sex, νόμος, έγκλημα» – Πώς κρίνει την πρόθεση της κυβέρνησης να αυστηροποιήσει τις ποινές για την ανήλικη παραβατικότητα.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ – Ευτύχης Φυτράκης: «Η αυστηροποίηση των ποινών συμβάλλει ελάχιστα στην πρόληψη του εγκλήματος» Ευτύχης Φυτράκης / EUROKINISSI

Συνέντευξη Ευτύχη Φυτράκη: Ο δικηγόρος, διδάκτωρ Νομικής και πρώην γ.γ. Αντεγκληματικής Πολιτικής Ευτύχης Φυτράκης, από τους πιο καταρτισμένους επιστήμονες στον τομέα του, έχει γράψει ή επιμεληθεί έξι βιβλία και έχει δημοσιεύσει δεκάδες μελέτες, άρθρα, παρατηρήσεις στη νομολογία και βιβλιοκρισίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Το τελευταίο βιβλίο του «Sex, νόμος, έγκλημα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Τόπος», αποτελεί ένα χρηστικό εργαλείο που απευθύνεται σε κάθε ενδιαφερόμενο πολίτη. Είναι, επίσης, εξαιρετικά επίκαιρο καθώς απαντάει σε ερωτήματα που πλέον μονοπωλούν την ειδησεογραφία, όπως: Τι είναι, τελικά, βιασμός και τι δεν είναι; Ήταν ποτέ πλημμέλημα; Μπορεί μια 12χρονη να συναινέσει σε σεξουαλική πράξη; Πώς τιμωρείται η κατάχρηση ανηλίκου; Τι σημαίνει «μαστροπεία»; Είναι κακούργημα η «παιδική πορνογραφία; Πώς εξετάζεται ένα κακοποιημένο παιδί; Πώς αποφασίζουν τα δικαστήρια;

Ο κ. Φυτράκης μάς μιλάει για το βιβλίο του, αλλά και για τα περιστατικά ανήλικης παραβατικότητας που βλέπουν πια καθημερινά το φως της δημοσιότητας. Πώς κρίνει την πρόθεση της κυβέρνησης να αυστηροποιήσει το νομικό πλαίσιο για την αντιμετώπισή τους και ποια είναι η γνώμη του για την επικείμενη τροποποίηση σχετικά με την προφυλάκιση υπότροπων κατηγορούμενων.

Συνέντευξη Ευτύχη Φυτράκη

– Το εξαιρετικά χρηστικό βιβλίο σας, “SEX-NOMOΣ-ΕΓΚΛΗΜΑ”, από τις εκδόσεις «Τόπος», εξηγεί μέσα από 176 ερωταπαντήσεις όσα πρέπει να γνωρίζουμε για το νομικό πλαίσιο των σεξουαλικών εγκλημάτων. Ποια ήταν η αφορμή για τη συγγραφή αυτού του εγχειριδίου;

Τα σεξουαλικά εγκλήματα προκαλούν μεγάλο κοινωνικό, δημοσιογραφικό αλλά κάποιες φορές και πολιτικό ενδιαφέρον. Στην εποχή του διαδικτύου το ενδιαφέρον αυτό έχει εκτοξευτεί. Η απάντηση της πολιτείας στο σεξουαλικό έγκλημα οργανώνεται μέσα από το ποινικό δίκαιο: αυτό ορίζει ποια ποινή θα επιβληθεί σε ποιες περιπτώσεις αλλά και ποια διαδικασία θα ακολουθηθεί. Συχνά, ωστόσο, επικρατεί η άγνοια, η παραπληροφόρηση ή η αδυναμία κατανόησης τόσο του νόμου όσο και των ενεργειών της δικαστικής εξουσίας. Οπότε τα ερωτήματα, ιδίως από τους δημοσιογράφους,ήταν πολλά και η ανάγκη για σύντομες, εύληπτες αλλά και ακριβείς απαντήσεις μεγάλη.  Τα τελευταία 15 χρόνια ασχολούμαι εντατικά με το συγκεκριμένο πεδίο για την έκδοση (με τον καθ. Ν. Παρασκευόπουλο) του μοναδικού στην Ελλάδα σχετικού νομικού βιβλίου με τον τίτλο «Αξιόποινες σεξουαλικές πράξεις» (εκδόσεις Σάκκουλα) που ήδη βαδίζει στην 3η του έκδοση. Αυτό όμως απευθύνεται στους ειδικούς, δηλ. δικηγόρους, δικαστές και εισαγγελείς. Χρειαζόταν λοιπόν η «μετάφραση» ενός καθαρά νομικού «εγχειριδίου» σ’ ένα μικρό βιβλίο με άμεση δομή, απλή γλώσσα χωρίς ορολογία και υποσημειώσεις. Με ειλικρίνεια και ακρίβεια και, κάποιες φορές, με κριτική διάθεση.Το βιβλίο μου «SEXNOMOΣ ΕΓΚΛΗΜΑ. Το σεξουαλικό ποινικό δίκαιο με απλά λόγια» θέλει να «κάνει λιανά» τις προβλέψεις του νόμου αλλά και την πρακτική των δικαστηρίων για ένα αντικείμενο που πνίγεται στους μύθους και μαστίζεται από προκαταλήψεις. Ελπίζω, σε κάποιο βαθμό, να το κατάφερα!

– Θα μπορούσατε να μας αναφέρετε κάποια παραδείγματα από το βιβλίο σας, που καθιστούν εύληπτα ζητήματα που απασχολούν καθημερινά την κοινωνία;

Ως προς τον αριθμό των σεξουαλικών εγκλημάτων, δεν επιβεβαιώνεται η ρητορεία για έξαρση του φαινομένου, αν και μας λείπουν σοβαρά στατιστικά στοιχεία και ποιοτικές εγκληματολογικές έρευνες. Δεν προκύπτει, επίσης, ερευνητικά ότι οι σεξουαλικοί δράστες είναι περισσότερο υπότροποι, απ’ ό,τι οι άλλοι εγκληματίες. Τέλος, ο σεξουαλικός δράστης,παρά την αντίθετη εντύπωση, δεν είναι (κατά κανόνα) ο περιθωριακός άγνωστος που δρα σε σκοτεινό μέρος· αντίθετα, είναι ο φίλος, ο συγγενής, ο οικείος που “δεν είχε δώσει δικαιώματα” και δεν κινείται στο χώρο της παραβατικότητας. Η μεγαλύτερη φενάκη, όμως, έχει να κάνει με την δήθεν επιεική ελληνική  ποινική νομοθεσία, ενώ στ’ αλήθεια συμβαίνει το αντίθετο. Το ελληνικό σεξουαλικό ποινικό δίκαιο είναι δρακόντειο, πολύ αυστηρότερο μάλιστα σε σύγκριση μ’ αυτό των άλλων χωρών της Ευρώπης.

Επί της ουσίας όμως: Στον Ποινικό Κώδικα δεν προστατεύονται πια, ήδη από το 1984, τα ήθη – όπως συχνά ακούγεται- στα σχετικά εγκλήματα αλλά η γενετήσια ελευθερία. Επίσης, από το 2019 η ασέλγεια έχει αντικατασταθεί από τη γενετήσια πράξη. Στο βιασμό το θύμα δεν χρειάζεται να αντιστάθηκε, αρκεί να είχε αντίθετη βούληση (να μην ήθελε, δηλαδή). Τέλος, οι ποινές πρόσκαιρης κάθειρξης που επιβάλλονται στην Ελλάδα έχουν οροφή τα 20 ή τα 25 έτη ώστε οι μιντιακές αναφορές σε ποινές εκατοντάδων ετών κάθειρξης δεν είναι ακριβείς. Πρόσφατα εξάλλου, στη δίκη της «12χρονης από τον Κολωνό» δόθηκε η εσφαλμένη εντύπωση ότι η διευκόλυνση της εκπόρνευσης ανηλίκων είναι κάτι λιγότερο από τη μαστροπεία ενώ η αλήθεια είναι ότι συνιστά τρόπο τέλεσης της μαστροπείας και τιμωρείται με την ίδια ακριβώς ποινή. Μια απλή ανάγνωση του άρθρου 349 ΠΚ θα αρκούσε.

– Καθημερινά είναι πλέον τα περιστατικά παραβατικότητας με ανήλικους θύτες και θύματα, τα οποία βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Ως ποινικολόγος, εντοπίζετε κάποια λάθη στη διαχείριση του φαινομένου που θα μπορούσαν ενδεχομένως να είχαν συμβάλει στην αντιμετώπισή του;

Ο καταιγισμός συμβάντων νεανικής βίας που δημοσιοποιείται τις τελευταίες μέρες κινδυνεύει να μας οδηγήσει σ’ έναν ηθικό πανικό. Όμως, στ’ αλήθεια, δεν ξέρουμε ούτε την έκταση, ούτε τη μορφή, ούτε τα ειδικότερα χαρακτηριστικά του προβλήματος. Δυστυχώς, τόσο τα ΜΜΕ όσο και η Κυβέρνηση αρκούνται σ’ ένα–δυο εντυπωσιακά συμβάντα, για να προβούν σε γενικότερες διαπιστώσεις ή να αναλάβουν νομοθετικές πρωτοβουλίες. Κατά κανόνα πρόκειται για σπασμωδικές κινήσεις με εμφανή επικοινωνιακή στόχευση. Όμως, και εδώ, η επικοινωνία απέχει από την ουσία. Τα μέτρα ουσίας συνήθως είναι μακροπρόθεσμα, απαιτούν συνεργασίες, επένδυση σε χρόνο και κυρίως προϋποθέτουν ένα πλέγμα δράσεων κοινωνικής πολιτικής. Δεν αποδίδουν άμεσα ούτε δημιουργούν «τίτλους». Αντίθετα είναι λάθος να κοιτάμε το φαινόμενο με εργαλεία περασμένων δεκαετιών. Είναι λάθος να βλέπουμε τέτοια γεγονότα ως αστυνομικά συμβάντα και μόνο. Τέλος, είναι λάθος να επιχειρείται, ακόμα μια φορά, ο περιορισμός της συζήτησης στην αναζήτηση ατομικής ευθύνης, είτε αυτή αφορά τους νέους είτε τους γονείς τους. Πριν από 25 χρόνια είχα γράψει ένα άρθρο για τον ανήλικο παραβάτη ως ένα «καλά καμουφλαρισμένο θύμα»· ενώ όμως αυτή η διαπίστωση εξακολουθεί να ισχύει, τα μέτρα αντιμετώπισης που αναζητούνται φαίνεται να την αγνοούν απολύτως. Το φαινόμενο είναι πολύπλοκο, πολυεπίπεδο και πολυπαραγοντικό. Μοναδιάστατες προσεγγίσεις οδηγούν σε απλουστεύσεις και, φυσικά, καταλήγουν στο τίποτα. Φοβάμαι ότι, ακόμα μια φορά, είμαστε σ’ αυτό το σημείο.

– Τι θα προτείνατε στην κατεύθυνση αντιμετώπισης της ανήλικης παραβατικότητας αλλά και πώς κρίνετε ότι θα πρέπει να αντιμετωπιστεί η στάση της οικογένειας, με δεδομένο ότι ο υπουργός Δικαιοσύνης έχει ήδη προαναγγείλει αυστηροποίηση του νομικού πλαισίου που αφορά τους γονείς.

Μαγικές συνταγές δεν υπάρχουν, όσο και αν τις επιθυμούν οι πολιτικοί ή τις ζητούν οι πολίτες. Τα λεγόμενα «άμεσα μέτρα» συχνά δεν είναι τίποτα παραπάνω από κινήσεις πανικού χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Τέτοιο μέτρο είναι προφανώς η εξαγγελθείσα αυστηροποίηση του ποινικού πλαισίου για το έγκλημα της παραμέλησης ανηλίκου (άρ. 360 ΠΚ), δηλ. για την ευθύνη των γονέων ως προς τη συμπεριφορά των ανηλίκων. Η παραπέρα ποινικοποίηση δεν πρόκειται να προσφέρει τίποτα στην πρόληψη αλλά απλώς θα ενισχύσει την αντίληψη περί ατομικής ευθύνης και θα δημιουργήσει ένα ακόμα «ορατό» εξιλαστήριο θύμα. Μια τέτοια επιλογή όμως είναι και νομικά προβληματική, καθώς μεταφέρει την ποινική ευθύνη του ανηλίκου στο γονέα, δημιουργεί δηλ. έμμεσα μια μορφή εξ ανατανακλάσεως συμμετοχική ευθύνη, χωρίς αντίστοιχη ενοχή. Αυτό που προεχόντως απαιτείται, και είναι επείγον, είναι μια σειρά εγκληματολογικών ερευνών προκειμένου να έχουμε μια ακριβή αποτύπωση του φαινομένου (έκταση, είδος, γεωγραφία, χαρακτηριστικά δραστών κ.λπ.). Αφού γίνει αυτή η αποτύπωση μπορούν να συζητηθεί η εμπλοκή των εκπαιδευτικών και του Σχολείου γενικότερα, η ενίσχυση των δράσεων που αναπτύσσουν Δήμοι και άλλοι τοπικοί φορείς, η συμμετοχή της οικογένειας κ.λπ. Δεν μπορεί να είναι σε πρώτο πλάνο η αστυνομία και το ποινικό δίκαιο.

– Την περασμένη Παρασκευή ένας 17χρονος προφυλακίστηκε για επίθεση με φαλτσέτα εναντίον 12χρονου μαθητή στην Ερμιόνη. Από την άλλη πλευρά, στον πρωτόδικα καταδικασθέντα σε 12 χρόνια κάθειρξης, Δημήτρη Λιγνάδη, για βιασμούς δύο αγοριών δόθηκε αναστολή στην έκτιση της ποινής. Η κοινωνία έχει μπερδευτεί και κάνει λόγο για επιλεκτική μεταχείριση κρατουμένων. Πώς το εξηγείτε;

Τόσο η προσωρινή κράτηση, ιδίως επί ανηλίκων, όσο και η μη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση αποτελούν αποφάσεις που πρέπει να λαμβάνονται με εξαιρετική φειδώ και μόνο όταν συντρέχουν οι σαφείς προϋποθέσεις του νόμου. Και οι δύο πλήττουν το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. Τέτοιες αποφάσεις δεν πρέπει να υπηρετούν ούτε το λεγόμενο «κοινό περί δικαίου αίσθημα» ούτε την ικανοποίηση πρόσκαιρων σκοπιμοτήτων. Σε κάθε περίπτωση, εν αμφιβολία υπέρ της ελευθερίας και εδώ υπέρ του κατηγορουμένου, κάθε κατηγορουμένου. Από την άλλη πλευρά είναι επικίνδυνο να βάλουμε κατά φιλελεύθερων θεσμών του ποινικού δικαίου, όταν απλώς διαφωνούμε με κάποια δικαστική κρίση. Η κριτική στη δικαιοσύνη, επιστημονική αλλά και πολιτική, θα πρέπει γίνεται στη βάση αρχών και όχι «ομάδων» που ευνοούνται ή αδικούνται από τον «διαιτητή-δικαστή». Υποστηρίζω σταθερά – και όχι à la carte- το φιλελεύθερο ποινικό δίκαιο, σ’ όλη του την έκταση και για όλες τις περιπτώσεις, όχι – συνεπώς- επιλεκτικά. Εδώ ακριβώς είναι το μεγάλο στοίχημα της ελληνικής ποινικής δικαιοσύνης: να εξασφαλίσει την ισονομία όλων των πολιτών. Βέβαια κανείς δεν πρέπει να ξεχνά ότι σ’ ένα καπιταλιστικό σύστημα ανισοτήτων το δίκαιο και η δικαιοσύνη έχουν ταξικά χαρακτηριστικά. Προσδοκά, όμως, ταυτόχρονα κανείς το ελάχιστο: να τηρείται δηλ. η συγκεκριμένη ισορροπία που κατοχυρώνει το Σύνταγμα. Κατεστημένες νοοτροπίες μέσα στο δικαστικό σώμα, νομίζω ότι ορισμένες φορές προκαλούν ρήγματα στην εμπιστοσύνη των πολιτών. Ο αναστοχασμός εδώ μου φαίνεται αναγκαίος, ώστε η δικαιοσύνη να είναι το τελευταίο αλλά αληθινό καταφύγιο του κάθε ανθρώπου.

– Ποια είναι η γνώμη σας για την τροποποίηση που έχει στα σκαριά το υπουργείο σχετικά με την προφυλάκιση υπότροπων κατηγορούμενων;

Πρόκειται για σοβαρή οπισθοδρόμηση στο ποινικό δικονομικό δίκαιο, καθώς μας γυρίζει πίσω 40 και πλέον χρόνια όταν, με το ν. 1128/1981,  η (υποχρεωτική) προφυλάκιση αντικαταστάθηκε από την δυνητική «προσωρινή κράτηση». Και το 1996, με το ν. 2408, έγινε ένα σημαντικό βήμα εκσυγχρονισμού καθώς η προσωρινή κράτηση περιορίστηκε αποκλειστικά στα κακουργήματα. Πρόκειται για μέτρο δικονομικού καταναγκασμού και, ως εκ τούτου, έχει καθαρά δικονομικό σκοπό (παρουσία του κατηγορουμένου στη δίκη, αποτροπή τέλεσης νέων εγκλημάτων) και όχι τιμωρητικό σκοπό για το «τελεσθέν» αδίκημα· δεν είναι, ή δεν πρέπει να είναι, προκαταβολή (: εδώ και τώρα) ποινής. Μάλιστα ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του εξαγγελθέντος μέτρου συγκρούεται με το τεκμήριο αθωότητας, παραβιάζει την προσωπική ελευθερία και την αρχή της αναλογικότητας ενώ (τέλος) ακυρώνει το ρόλο του δικαστή και τις δικαστικές εγγυήσεις υπέρ του πολίτη. Για τους λόγους αυτούς δεν συμβιβάζεται με το εγγυητικό πλαίσιο του ελληνικού Συντάγματος και της ΕΣΔΑ. Σ’ αυτή τη βάση, μπορούμε νομίζω βάσιμα να προβλέψουμε ότι μια τέτοια νομοθετική επιλογή δεν θα αντέξει στα ελληνικά δικαστήρια ή στο Δικαστήριο του Στρασβούργου.

– Γιατί, ενώ ο Ποινικός Κώδικας αυστηροποιείται όλο και περισσότερο, δεν παρατηρείται μείωση στα καταγγελλόμενα αδικήματα;

Δεν είναι έκπληξη αλλά κάτι εντελώς αναμενόμενο. Είναι παγκοίνως γνωστό ότι η αυστηροποίηση των ποινών ελάχιστα συμβάλλει στην πρόληψη του εγκλήματος. Αντίθετα άλλοι παράγοντες όπως π.χ. οι κοινωνικές παρεμβάσεις, οι πιθανότητες εξιχνίασης και η επανένταξη των κρατουμένων φαίνεται να λειτουργούν εγκληματοπροληπτικά. Δυστυχώς, όμως, τα τελευταία χρόνια το παιχνίδι του ποινικού λαϊκισμού οδήγησε σε μια διαρκή πλειοδοσία αυστηρότητας με μοναδικό σκοπό την πρόκληση εντυπώσεων. Η ισορροπία του ποινικού μας συστήματος ανατράπηκε. Η σκλήρυνση της ποινικής καταστολής σ’ όλα τα επίπεδα (νέα εγκλήματα ή επέκταση παλαιών, βαρύτερες ποινές, περιστολή δικονομικών εγγυήσεων και δικαιωμάτων, επιβάρυνση στην έκτιση των ποινών, σωφρονιστικοί περιορισμοί) φάνηκε ότι είχε απολύτως επικοινωνιακή στόχευση. Η αντεγκληματική πολιτική, όμως, είναι σοβαρή υπόθεση· χρειάζεται, κατ’ αρχήν, εγκληματολογικά δεδομένα και μελετημένες κινήσεις, συντονισμένες δράσεις και μακροχρόνιες επιλογές. Δεν χρειάζεται επικοινωνιακές στρακαστρούκες!

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ