Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2025

Βασιλική Π. Μελέτη: Η έμφυλη βία ως νομικό και θεσμικό διακύβευμα

Η έμφυλη βία δεν είναι μια ιδιωτική ή ψυχολογική υπόθεση· είναι ένας μηχανισμός εξουσίας

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Βασιλική Π. Μελέτη: Η έμφυλη βία ως νομικό και θεσμικό διακύβευμα
Γράφει η Δρ. Βασιλική Π. Μελέτη, Επικεφαλής Ομάδας «Έμφυλη Βία, Ισότητα και Ανθρώπινα Δικαιώματα» Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Δικαιοσύνης (ΟΠΕΔ), Επιστημονική Πραγματογνώμων Δημοτικής Επιτροπής Ισότητας Νέας Ιωνίας, Γραμματεία Ισότητας ΠΑΣΟΚ
Η δίκη για τη δολοφονία της Γαρυφαλλιάς Ψαρράκου στη Σύρο ανέδειξε με τον πιο εμφατικό τρόπο το πώς οι αφηγήσεις ορισμένων δραστών επιχειρούν να συγκαλύψουν την έμφυλη διάσταση της βίας. Η δήλωση της μητέρας της, ότι «αυτός έχει νόσημα της πατριαρχίας και της έμφυλης βίας», θέτει το πραγματικό πλαίσιο: όταν η βία συνδέεται με το φύλο, δεν μπορεί να αποκοπεί από τα κοινωνικά, πολιτισμικά και νομικά περιβάλλοντα που τη γεννούν. Η απαίτηση της οικογένειας να αναγνωριστεί η γυναικοκτονία ως ξεχωριστό έγκλημα, «όχι για μεγαλύτερη τιμωρία αλλά για την αναγνώριση του φύλου ως κινήτρου», αποτελεί το ουσιαστικό ζήτημα της εποχής: πώς το δίκαιο μπορεί να αποδώσει νόημα, λογοδοσία και προστασία σε ένα φαινόμενο που είναι απολύτως δομικό.Η έμφυλη βία δεν είναι μια ιδιωτική ή ψυχολογική υπόθεση· είναι ένας μηχανισμός εξουσίας. Η διεθνής βιβλιογραφία, η νομολογία και οι ευρωπαϊκές πολιτικές την αναγνωρίζουν πλέον ως παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων, η οποία απαιτεί εξειδικευμένη αντιμετώπιση. Στην Ελλάδα, το νομικό πλαίσιο έχει εμπλουτιστεί με ρυθμίσεις για την ενδοοικογενειακή βία, για τα εγκλήματα σεξουαλικής αυτοδιάθεσης και για τις σύγχρονες μορφές ψηφιακής κακοποίησης, ενώ πρόσφατες νομοθετικές παρεμβάσεις εισήγαγαν νέες κατηγορίες ψηφιακών αδικημάτων, επιδιώκοντας να καλύψουν το κενό προστασίας στον διαδικτυακό χώρο. Ωστόσο, η απουσία ρητής αναγνώρισης της γυναικοκτονίας ως εγκλήματος με κίνητρο το φύλο παραμένει κρίσιμο έλλειμμα, διότι δυσχεραίνει την καταγραφή του φαινομένου, περιορίζει την ανάλυση των αιτίων του και συσκοτίζει την πραγματική φύση της βίας.

Αντίστοιχα κενά εντοπίζονται και στην πρόσβαση των θυμάτων στη δικαιοσύνη. Παρότι το ευρωπαϊκό δίκαιο αναγνωρίζει διακριτά δικαιώματα —όπως έγκαιρη διερεύνηση, ενημέρωση, υποστήριξη και προστατευτικά μέτρα— η εφαρμογή τους στη χώρα παραμένει συχνά ανεπαρκής. Καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης, περιορισμένη εξειδίκευση, ασυνέχεια μεταξύ υπηρεσιών και ελλιπής ενημέρωση των θυμάτων οδηγούν σε θεσμική εξουθένωση. Αν μια γυναίκα χρειάζεται μήνες ή χρόνια για να εξασφαλίσει προστασία, το κράτος δικαίου παύει να λειτουργεί ισότιμα. Η καθυστέρηση, ιδίως σε υποθέσεις με υψηλό κίνδυνο, ισοδυναμεί ουσιαστικά με άρνηση δικαιοσύνης.

Παράλληλα, η αυτοδιοίκηση καλείται να επιτελέσει καθοριστικό ρόλο στην αλυσίδα πρόληψης και υποστήριξης. Οι τοπικές δομές συμβουλευτικής, οι κοινωνικές υπηρεσίες, τα δίκτυα υποστήριξης και τα προγράμματα ευαισθητοποίησης αποτελούν την πρώτη γραμμή άμυνας, εκεί όπου η θεωρία του νόμου συναντά την πράξη. Όταν λειτουργούν συντονισμένα και με επαρκείς πόρους, καταγράφεται αύξηση των αναφορών, καλύτερη διασύνδεση με τις διωκτικές αρχές και έγκαιρη ενεργοποίηση προστατευτικών μέτρων. Όταν όμως υπολειτουργούν, η κρατική πολιτική αποδυναμώνεται και η βία αποκτά χώρο.

Το πεδίο όπου οι θεσμικές αδυναμίες καθίστανται πιο εμφανείς είναι η ψηφιακή βία. Η ταχύτητα διάδοσης, ο όγκος περιεχομένου και η δυσκολία απόσυρσης επιβαρυντικού υλικού δημιουργούν νέους κινδύνους για τα θύματα, που συνήθως είναι γυναίκες και νεαρά κορίτσια. Στον χώρο αυτό, η ανάγκη για άμεση ενεργοποίηση μηχανισμών προστασίας είναι επιτακτική. Η ευρωπαϊκή πρακτική προωθεί την ανάπτυξη εργαλείων αξιολόγησης κινδύνου που καθοδηγούν τις αρχές σε πραγματικό χρόνο. Η υιοθέτηση τέτοιων συστημάτων αποτελεί κρίσιμη εξέλιξη και για την Ελλάδα, διότι μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά και να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων.

Τα στατιστικά στοιχεία που προκύπτουν από ευρωπαϊκές και εθνικές εκθέσεις είναι αποκαλυπτικά. Η αύξηση των αναφορών δεν υποδηλώνει μόνο έξαρση της βίας· υποδηλώνει και αύξηση της ορατότητας. Τα περισσότερα περιστατικά αφορούν ενδοοικογενειακό περιβάλλον, όπου ο δράστης αξιοποιεί σχέσεις εξουσίας, οικονομικής εξάρτησης και κοινωνικής σιωπής. Η ψηφιακή βία αυξάνεται σταθερά, ενώ οι νεότερες γυναίκες εμφανίζονται πιο εκτεθειμένες σε διαδικτυακές απειλές. Παράλληλα, η υψηλή απόσυρση καταγγελιών, οι ελλείψεις υποστηρικτικών δομών και η άνιση πρόσβαση σε υπηρεσίες επιβεβαιώνουν ότι τα θεσμικά εργαλεία παραμένουν συχνά ανεπαρκή.

Η έμφυλη βία, επομένως, δεν μπορεί να ιδωθεί αποκομμένη από το συνολικό θεσμικό πλαίσιο. Απαιτεί ένα συνεκτικό σύστημα κανόνων, διαδικασιών και εγγυήσεων, όπου το δίκαιο αναγνωρίζει τη διάσταση του φύλου όχι ως παρεμπίπτον στοιχείο, αλλά ως κεντρικό παράγοντα. Απαιτεί επίσης πολιτισμική μεταβολή. Η κοινωνική ανοχή σε σεξιστικές αναπαραστάσεις, η κανονικοποίηση της κτητικότητας και η μετατόπιση της ευθύνης στο θύμα τροφοδοτούν έναν κύκλο βίας που, όσο δεν αμφισβητείται, αναπαράγεται. Η αλλαγή δεν επιτυγχάνεται μόνο με την ψήφιση νόμων. Χρειάζεται πολιτική βούληση, εκπαίδευση, θεσμική συνέπεια και συλλογική προθυμία να αντιμετωπιστεί η ανισότητα στον πυρήνα της.

Η υπόθεση της Γαρυφαλλιάς υπενθυμίζει ότι η έμφυλη βία δεν είναι μια εξαίρεση. Είναι ένας καθρέφτης των θεσμικών μας ορίων. Η ισότητα δεν αποτελεί φιλολογική διακήρυξη ούτε πολιτική ευπρέπεια· αποτελεί νομική υποχρέωση του κράτους. Όσο το φύλο συνεχίζει να καθορίζει τον κίνδυνο, την ευαλωτότητα και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, καμία δημοκρατία δεν μπορεί να θεωρείται πλήρης. Η αντιμετώπιση της βίας απαιτεί συνεκτική στρατηγική, επαρκείς πόρους και διαρκή παρακολούθηση. Αλλά απαιτεί επίσης την απλή, αδιαπραγμάτευτη αρχή ότι κάθε γυναίκα έχει δικαίωμα να ζει ελεύθερη από φόβο, καταναγκασμό και σιωπή.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ