Βέλη από την Ένωση Διοικητικών Δικαστών: “Καταγγέλλουμε την παγιωμένη πρακτική κατάρτισης νομοθετημάτων χωρίς προηγούμενη ακρόαση ή συνεργασία με τις δικαστικές ενώσεις”

Το υπόμνημά της για το ν/σ του υπουργείου Δικαιοσύνης, που θα πάρει σύντομα το δρόμο για ψήφιση. Τι αναφέρει για κώλυμα εντοπιότητας, μεταφορά υποθέσεων στα διοικητικά Πρωτοδικεία, συνταξιοδοτικά και άλλες διατάξεις.

NEWSROOM
Βέλη από την Ένωση Διοικητικών Δικαστών: “Καταγγέλλουμε την παγιωμένη πρακτική κατάρτισης νομοθετημάτων χωρίς προηγούμενη ακρόαση ή συνεργασία με τις δικαστικές ενώσεις”

Δριμεία κριτική ασκεί η Ένωση Διοικητικών Δικαστών στο νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης, η διαβούλευση του οποίου ολοκληρώθηκε στα τέλη Απριλίου και θα εισαχθεί προς ψήφιση στη Βουλή.

Σύμφωνα με την Ένωση, η επιλογή «να τεθεί το εν λόγω νομοσχέδιο σε δημόσια διαβούλευση εν μέσω των εορτών του Πάσχα (από 12/4/2025 έως 28/4/2025) δυσχεραίνει την ουσιαστική συμμετοχή των φορέων, μεταξύ των οποίων και ημών των δικαστικών λειτουργών, στην κρίσιμη αυτή διαδικασία. Ως Ένωση, καταγγέλλουμε την παγιωμένη πρακτική της κατάρτισης νομοθετημάτων που άπτονται της δικονομίας ή της ύλης που δικάζουμε χωρίς προηγούμενη ακρόαση ή συνεργασία με τις δικαστικές ενώσεις». Στη συνέχεια, η Ένωση Διοικητικών Δικαστών αναφέρεται στις παρατηρήσεις της για το προωθούμενο νομοσχέδιο.

Όπως και όλοι οι δικαστές και εισαγγελείς, έτσι και η Ένωση Διοικητικών Δικαστών δεν παραλείπει να αναφερθεί στο «αγκάθι» των κωλυμάτων εντοπιότητας.

«Με μια κακότεχνη διάταξη προτείνεται η επέκταση στην οικεία εφετειακή περιφέρεια του κωλύματος εντοπιότητας του δικαστή του οποίου σύζυγος ή συγγενής έως τον δεύτερο βαθμό είναι διορισμένος δικηγόρος σε κάποιο δικαστήριο της εφετειακής περιφέρειας (άρθρο 49 παρ. 6 του ΚΟΔΚΔΛ). Η επέκταση του εν λόγω, αναχρονιστικού σε κάθε περίπτωση, κωλύματος στην οικεία εφετειακή περιφέρεια στερείται δικαιολογητικής βάσης, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τον ισχύοντα Κώδικα Δικηγόρων, οι δικηγόροι μπορούν να ασκούν πλέον το λειτούργημά τους σε οποιοδήποτε δικαστήριο της Χώρας. Περιορίζει αδικαιολόγητα και υπέρμετρα την προσωπική και οικογενειακή ζωή δικαστών αλλά και δικηγόρων».

Μεταξύ άλλων χαρακτηρίζει «απότοκες προηγούμενων νομοθετικών παρεμβάσεων αποσπασματικής και ασύνδετης μεταφοράς κατηγοριών υποθέσεων στα διοικητικά πρωτοδικεία, και ιδίως της μεταφοράς των υποθέσεων από συμβάσεις προμηθειών και υπηρεσιών ή από τον διορισμό και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των στρατιωτικών κλπ. Η νομοθέτηση συνεχίζεται αποσπασματικά, χωρίς θεσμική διαβούλευση και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο αντίκτυπος στη λειτουργία της δικαιοσύνης».

Παράλληλα, δηλώνει πως «είμαστε αντίθετοι με την κατάργηση τόσο του αμετάθετου του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης όσο και της δυνατότητάς του να παραμένει στη θέση του σε περίπτωση προαγωγής του». Ενστάσεις καταγράφει και για τον τρόπο του διαγωνισμού για εισαγωγή στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών.

Ένωση Διοικητικών Δικαστών: Το υπόμνημα

Σχετικά με το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο  «Παρεμβάσεις στο νομοθετικό πλαίσιο της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και στον Κώδικα Συμβολαιογράφων και λοιπές διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης».

Εισαγωγικά:

Επισημαίνουμε ότι για ακόμη φορά το Υπουργείο Δικαιοσύνης προτείνει αιφνιδιαστικά τροποποιήσεις βασικών νομοθετημάτων – όπως ο Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και η νομοθεσία περί Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών – χωρίς να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε διαβούλευση με τις δικαστικές ενώσεις. Η επιλογή μάλιστα να τεθεί το εν λόγω νομοσχέδιο σε δημόσια διαβούλευση εν μέσω των εορτών του Πάσχα (από 12/4/2025 έως 28/4/2025) δυσχεραίνει την ουσιαστική συμμετοχή των φορέων, μεταξύ των οποίων και ημών των δικαστικών λειτουργών, στην κρίσιμη αυτή διαδικασία. Ως Ένωση, καταγγέλλουμε την παγιωμένη πρακτική της κατάρτισης νομοθετημάτων που άπτονται της δικονομίας ή της ύλης που δικάζουμε χωρίς προηγούμενη ακρόαση ή συνεργασία με τις δικαστικές ενώσεις.

Επί του άρθρου 6:

Με το άρθρο 6 του υπό διαβούλευση νομοθετήματος αλλάζει ο τρόπος εξέτασης των υποψηφίων για τον εισαγωγικό διαγωνισμό της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών. Έτσι ορίζεται ότι η εξέταση στις θεματικές με αντικείμενο το δίκαιο θα διενεργείται μέσω της επεξεργασίας δικογράφου ενδίκου βοηθήματος ή μέσου (ενδεικτικά αγωγής, προσφυγής, έφεσης, αίτησης ακύρωσης κ.ά.). Δεν αποσαφηνίζεται αν η εξέταση στη θεματική με αντικείμενο το δίκαιο συνίσταται σε απάντηση συγκεκριμένων ερωτημάτων που θα συνοδεύουν το υπό επεξεργασία ένδικο βοήθημα ή αν θα καλούνται οι εξεταζόμενοι υποψήφιοι να συντάξουν απάντηση υπό μορφή δικαστικής απόφασης. Αν ισχύει η δεύτερη εκδοχή, τότε ο διαγωνισμός αποκτά τεχνοκρατικά κυρίως χαρακτηριστικά. Άλλωστε η σύνταξη σχεδίων αποφάσεων αποτελεί αντικείμενο εκπαίδευσης στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών και δεν μπορεί να τίθεται, με πρωθύστερο τρόπο, ως κριτήριο για την εισαγωγή σε αυτήν. Η ρύθμιση αυτή κινδυνεύει να ενισχύσει ακόμη περισσότερο την εξάρτηση από φροντιστήρια, πλήττοντας την ισότητα των ευκαιριών για όλους τους υποψηφίους. Ζητούμε την απόσυρση της σχετικής πρόβλεψης και την ενίσχυση του ρόλου της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών ως χώρου ουσιαστικής επιμόρφωσης και κατάρτισης των μελλοντικών δικαστικών λειτουργών. Σε κάθε περίπτωση αξιώνουμε επιτακτικά να οριστεί ότι το όποιο νέο πλαίσιο δεν θα ισχύσει για τον επικείμενο διαγωνισμό, ο οποίος πραγματοποιείται σε λίγους μήνες, καθόσον προκαλείται αναστάτωση και ανατροπή του προγραμματισμού των υποψηφίων, οι οποίοι σχεδόν ολοκληρώνουν την προετοιμασία τους με βάση το ισχύον πλαίσιο (εξέταση σε πρακτικό θέμα).

Επί του άρθρου 9:

Η μείωση των κύκλων στους οποίους εντάσσονται τα υποχρεωτικά προγράμματα επιμόρφωσης των δικαστικών λειτουργών από 4 σε 2 αποτελεί παραδοχή της αποτυχίας της εσπευσμένης εισαγωγής πλαισίου υποχρεωτικότητας 4 κύκλων επιμορφωτικών σεμιναρίων, την ώρα που η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, όπως έχουμε επισημάνει, ως Ένωση, δεν έχει τη δυνατότητα να αποδεχτεί αντίστοιχες αιτήσεις για το σύνολο των δικαστών. Σε κάθε περίπτωση αξιώνουμε να καταργηθεί ο υποχρεωτικός χαρακτήρας των εν λόγω σεμιναρίων, διότι θεωρούμε ότι η επιστημονική κατάρτιση του δικαστή πρέπει να αξιολογείται με βάση το δικαιοδοτικό του έργο και όχι με βάση εξωδικαστικά κριτήρια, όπως η υποχρεωτική παρακολούθηση επιμορφωτικών σεμιναρίων. Εξάλλου, πρέπει να παραταθεί η έναρξη ισχύος του άρθρου 77 παρ. 4 του ΚΟΔΚΔΛ (16.9.2026), σύμφωνα με το οποίο η προαγωγή δικαστικού λειτουργού διοικητικών δικαστηρίων προϋποθέτει την ολοκλήρωση της παρακολούθησης των υποχρεωτικών σεμιναρίων, καθόσον πολλοί συνάδελφοί μας πιθανώς να μην έχουν ολοκληρώσει την παραπάνω ημερομηνία την παρακολούθηση όλων των υποχρεωτικών σεμιναρίων, χωρίς δική τους ευθύνη, αφού οι αιτήσεις τους απορρίπτονται.

Επί των άρθρων 26 – 29:

Οι διατάξεις των άρθρων 26 έως 29 είναι απότοκες προηγούμενων νομοθετικών παρεμβάσεων αποσπασματικής και ασύνδετης μεταφοράς κατηγοριών υποθέσεων στα διοικητικά πρωτοδικεία, και ιδίως της μεταφοράς των υποθέσεων από συμβάσεις προμηθειών και υπηρεσιών ή από τον διορισμό και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των στρατιωτικών κλπ. Η νομοθέτηση συνεχίζεται αποσπασματικά, χωρίς θεσμική διαβούλευση και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο αντίκτυπος στη λειτουργία της δικαιοσύνης.

Επί του άρθρου 33:

Είμαστε αντίθετοι με την κατάργηση τόσο του αμετάθετου του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης όσο και της δυνατότητάς του να παραμένει στη θέση του σε περίπτωση προαγωγής του. H προτεινόμενη ρύθμιση θα δημιουργήσει έναν φαύλο κύκλο συνεχών αλλαγών στο πρόσωπο του προέδρου του συμβουλίου και αδυναμία άσκησης των καθηκόντων του. Δεδομένου ότι αρκετές φορές οι αρχαιότεροι πρόεδροι πρωτοδικών εκλέγονται στη θέση του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης, θα ανακύπτει συχνά η ανάγκη πλήρωσης της θέσης λόγω προαγωγής τους κατά τη διάρκεια της θητείας τους. Η ύπαρξη σταθερού προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης τουλάχιστον επί διετία είναι απαραίτητη για την ομαλή άσκηση των καθηκόντων του.

Διαφωνούμε με την προσθήκη ενδέκατου εδαφίου στην παρ. 5 του άρθρου 17 του ΚΟΔΚΔΛ σύμφωνα με το οποίο, αν η λήξη, για οποιοδήποτε λόγο, της θητείας επισυμβεί από την 1η Ιουνίου έως και τη 15η Σεπτεμβρίου, τότε η εκλογή να διενεργείται, το τρίτο Σάββατο του μηνός Σεπτεμβρίου του αντίστοιχου έτους, κατά δε τον χρόνο που μεσολαβεί, τη θέση των ελλειπόντων να καταλαμβάνουν οι αμέσως επόμενοι κατά σειρά ψήφων δικαστές και σε κάθε περίπτωση, οι αρχαιότεροι δικαστές, που υπηρετούν στο οικείο δικαστήριο. Σε περίπτωση που εκλείπει ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης λόγω αφυπηρέτησης, θανάτου κλπ., θα πρέπει να γίνονται εκλογές άμεσα, αφού δεν νοείται αναπλήρωση προσώπου που έχει αποβιώσει ή δεν φέρει πλέον την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού. Περαιτέρω, με τη ρύθμιση αυτή ελλοχεύει ο κίνδυνος να ασκεί καθήκοντα Προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης -ο οποίος, μεταξύ άλλων, έχει την πολύ σημαντική ευθύνη της διαμόρφωσης της σύνθεσης των τμημάτων του δικαστηρίου- κάποιο πρόσωπο που δεν έχει (εκλογική) νομιμοποίηση.

Επί του άρθρου 34:

Με μια κακότεχνη διάταξη προτείνεται η επέκταση στην οικεία εφετειακή περιφέρεια του κωλύματος εντοπιότητας του δικαστή του οποίου σύζυγος ή συγγενής έως τον δεύτερο βαθμό είναι διορισμένος δικηγόρος σε κάποιο δικαστήριο της εφετειακής περιφέρειας (άρθρο 49 παρ. 6 του ΚΟΔΚΔΛ). Η επέκταση του εν λόγω, αναχρονιστικού σε κάθε περίπτωση, κωλύματος στην οικεία εφετειακή περιφέρεια στερείται δικαιολογητικής βάσης, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τον ισχύοντα Κώδικα Δικηγόρων, οι δικηγόροι μπορούν να ασκούν πλέον το λειτούργημά τους σε οποιοδήποτε δικαστήριο της Χώρας. Περιορίζει αδικαιολόγητα και υπέρμετρα την προσωπική και οικογενειακή ζωή δικαστών αλλά και δικηγόρων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μεγάλη εφετειακή περιφέρεια του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, όπου π.χ. δικαστής δεν θα μπορεί να υπηρετεί στη Λαμία αν έχει σύζυγο ή συγγενή έως τον δεύτερο βαθμό που ασκεί δικηγορία στη Σάμο! Η προτεινόμενη ρύθμιση περιορίζει, εξάλλου, τις δυνατότητες του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, ως προς την τοποθέτηση και μετάθεση των δικαστικών λειτουργών που θα στελεχώσουν τα δικαστήρια, οδηγώντας αντικειμενικά σε παράκαμψη της επετηρίδας. Άλλωστε, για την αντιμετώπιση των απαγορευμένων σχέσεων μεταξύ δικαστών και δικηγόρων, υφίσταται συγκεκριμένο νομικό οπλοστάσιο (δήλωση αποχής/αίτηση εξαίρεσης/πειθαρχική διαδικασία κλπ.), το οποίο καθιστά περιττή την προτεινόμενη ρύθμιση.

Κατά τα λοιπά σημειώνουμε ότι έστω και καθυστερημένα, το Υπουργείο Δικαιοσύνης, αντιλαμβανόμενο την αστοχία της μη πρόβλεψης μεταβατικής διάταξης κατά την πρόσφατη τροποποίηση της παρ. 6 του άρθρου 49 του ΚΟΔΚΔΛ (δυνάμει του άρθρου 72 του ν. 5172/2025) εισηγείται ρύθμιση με βάση την οποία τόσο οι αλλαγές του νόμου 5172/2025 όσο και αυτές που θα επέλθουν με το παρόν νομοσχέδιο ως προς την επέκταση του εν λόγω κωλύματος, να ισχύσουν από 16.9.2025, οι δε πράξεις δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι εμπίπτουν στο κώλυμα της παρ. 6 του άρθρου 49 του ν. 4938/2022, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 72 του ν. 5172/2025 και διενεργήθηκαν ήδη, να είναι έγκυρες.

Επί του άρθρου 43:

Η Ένωση Διοικητικών Δικαστών διαφωνεί με την προτεινόμενη διάταξη, η οποία αποτελεί έκφραση δέσμης μέτρων που υλοποιούν ανατροπές κεκτημένων της Κοινωνικής ασφάλισης (εν προκειμένω μέτρων που κατατείνουν στην αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης των εργαζομένων). Η παράταση του εργασιακού βίου σχεδιάζεται από καιρό στην Ευρώπη και μάλιστα παρουσιάζεται ως οικειοθελής επιλογή των εργαζομένων, τη στιγμή που είναι σε όλους γνωστό πως οι συντάξεις δεν επαρκούν πλέον να καλύψουν τις στοιχειώδεις ανάγκες. Τα ηλικιακά όρια αποχώρησης από την υπηρεσία είναι ένα κοινωνικό ζήτημα που απαιτεί ενιαία στάση όλων των εργαζομένων. Εξάλλου, η ήδη τεθείσα στο δημόσιο διάλογο πρόταση για παράταση του εργασιακού βίου των δικαστών μέχρι τα 70 ή τα 72 έτη θα λειτουργήσει τροχιοδεικτικά για τους υπόλοιπους κλάδους εργαζομένων, ενώ θα προκαλέσει σημαντική καθυστέρηση στην υπηρεσιακή εξέλιξη των δικαστών και θα υπονομεύσει τον αγώνα τους για αξιοπρεπείς συντάξεις.

Επί του άρθρου 46:

Διαφωνούμε με την παροχή δυνατότητας στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας να εισάγει τους κανονισμούς εσωτερικής υπηρεσίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και τις τροποποιήσεις αυτών προς έγκριση στον σχηματισμό της Ολομέλειας για την επεξεργασία σχεδίων διαταγμάτων (αντί για την Ολομέλεια του Δικαστηρίου, όπως ορίζει σήμερα το άρθρο 19 παρ. 7 του ΚΟΔΚΔΛ). Με την προτεινόμενη διάταξη τροποποιείται εκ πλαγίου ο ΚΟΔΚΔΛ και συγκεκριμένα περιορίζεται ακόμη περισσότερο το αυτοδιοίκητο των δικαστηρίων, αφού η έγκριση των κανονισμών εσωτερικής υπηρεσίας θα γίνεται καταρχήν όχι από την ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας αλλά από την Ολομέλεια του Τμήματος για την επεξεργασία σχεδίων διαταγμάτων. Επισημαίνουμε την πάγια θέση της Ένωσης να καταργηθεί η παρ. 7 του άρθρου 19 του ΚΟΔΚΔΛ. Η διατήρηση της δυνατότητας των ανωτάτων δικαστηρίων να συμπληρώνουν, τροποποιούν ή και να ακυρώνουν τις τροποποιήσεις που αποφασίστηκαν από τις ολομέλειες των οικείων δικαστηρίων συνιστά πλήγμα στο αυτοδιοίκητο των δικαστηρίων, αφού ουσιαστικά οι αποφάσεις των ολομελειών των δικαστηρίων μεταπίπτουν σε μία κενή περιεχομένου προδικασία, που οδηγεί στην τελική κατάρτιση του κανονισμού από το ανώτατο δικαστήριο.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr