Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

Άννα Καραμόσχογλου : Ο κομβικός ρόλος του Εισαγγελέα στην εμπέδωση των νέων δικονομικών θεσμών

Οι σημαντικές τομές που επιχειρούνται με στόχο την αποσυμφόρηση δικαστικής ύλης και την επιτάχυνση των ποινικών διαδικασιών, διαμορφώνουν τέσσερεις βασικούς πυλώνες, με πρώτο τον θεσμό της αποχής από την ποινική δίωξη, δεύτερο τον θεσμό της ποινικής συνδιαλλαγής, τρίτο της ποινικής διαπραγμάτευσης και, τέταρτο την εισαγωγή της συνοπτικής διαδικασίας της ποινικής διαταγής σε μια σειρά πλημμελημάτων

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Άννα Καραμόσχογλου : Ο κομβικός ρόλος του Εισαγγελέα στην εμπέδωση των νέων δικονομικών θεσμών

Ι. Εισαγωγικά

Είναι φανερό ότι  με τις επιμέρους διατάξεις του νέου ΚΠΔ θεσπίζονται και ενισχύονται εναλλακτικές διαδικασίες πρώιμης διεκπεραίωσης της ποινικής ύλης μέσω συναίνεσης, συνεννόησης και συμφιλίωσης των μερών, στόχος που  αποτελεί σαφή αξίωση της Σύστασης R (87) 18 του Συμβουλίου της Ευρώπης. Έτσι με την ψήφιση του νέου ΚΠΔ τέθηκε ο στόχος οι διατάξεις αυτές να αποτελέσουν έναν αποτελεσματικό ιμάντα για την αποσυμφόρηση δικαστικής ύλης, καθώς  η κάμψη των θεμελιωδών αρχών  του δικονομικού μας συστήματος, όπως της αρχής της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας και της αρχής της νομιμότητας, δικαιολογήθηκε από την εξυπηρέτηση άλλων, εξίσου σημαντικών αρχών, όπως της οικονομίας της δίκης και της επιτάχυνσης της διαδικασίας. Για τη διαμόρφωση αυτού του νομοθετικού πλέγματος, όπως αναφέρεται και στην  αιτιολογική  έκθεση του νέου ΚΠΔ, λήφθηκαν υπόψη και μελετήθηκαν ρυθμίσεις άλλων ευρωπαϊκών εννόμων τάξεων με χαρακτηριστικά παρόμοια με την ελληνική, αλλά και σχετικές προτάσεις της θεωρίας. Οι σημαντικές τομές που επιχειρούνται στη φυσιογνωμία της παραδοσιακής ποινικής δίκης με στόχο την αποσυμφόρηση δικαστικής ύλης και την επιτάχυνση των ποινικών διαδικασιών, διαμορφώνουν τέσσερεις βασικούς πυλώνες, με πρώτο τον θεσμό της αποχής από την ποινική δίωξη, δεύτερο τον θεσμό της ποινικής συνδιαλλαγής, τρίτο της ποινικής διαπραγμάτευσης και, τέλος, τέταρτο την εισαγωγή της συνοπτικής διαδικασίας της ποινικής διαταγής σε μια σειρά πλημμελημάτων. Στις διαδικασίες αυτές ο ρόλος του εισαγγελέα είναι κύριος και η στάση του  απέναντι στους θεσμούς αυτούς, οι οποίοι, σε μεγάλο βαθμό, είναι εμπνευσμένοι από την έννοια της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, είναι καθοριστική για την ευρεία αποδοχή και την εφαρμογή τους. Είναι όμως αυτονόητο ότι, για την επίτευξη των στόχων αυτών, θετική απαιτείται να είναι και η στάση των διαδίκων, κυρίως δε του κατηγορουμένου ή εγκαλουμένου, αλλά και των νομικών συμπαραστατών του.

Επίσης εξακολουθούν να προβλέπονται και στο νέο ΚΠΔ οι περιπτώσεις αναβολής και αναστολής της ποινικής δίωξης, οι οποίες ρυθμίζονται από τη διάταξη του άρθρου 44, όπως και του ταυτάριθμου άρθρου στον προϊσχύσαντα ΚΠΔ.

ΙΙ. Αποχή από την ποινική δίωξη

Με τις διατάξεις για την αποχή από την ποινική δίωξη, τις οποίες συναντούμε στο τέταρτο κεφάλαιο του ΚΠΔ, εισάγονται ρυθμίσεις για διαφορετικές κατηγορίες εγκλημάτων, αναλόγως της βαρύτητάς τους, των συνεπειών τους και του δικονομικού σταδίου που ευρίσκονται.

΄Ετσι θεσπίζονται οι ακόλουθες ρυθμίσεις, οι οποίες μπορούν να υπαχθούν στις εξής κατηγορίες περιπτώσεων, σε κάθε μία από τις οποίες προβλέπεται διαφορετική ενέργεια του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, ο οποίος άλλοτε ενεργεί μόνος και άλλοτε η ενέργειά του θα πρέπει να εγκρίνεται από τον εισαγγελέα εφετών ή να έχει τη σύμφωνη γνώμη του αρμοδίου πρωτοδίκη:

Α. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών απέχει οριστικά από την ποινική δίωξη με την έγκριση του εισαγγελέα εφετών ( άρθρο 45 παρ. 1 , 2 ΚΠΔ).

     Στις περιπτώσεις αυτές εκδίδεται μία αιτιολογημένη διάταξη περί οριστικής αποχής από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Απαιτείται έγκριση του εισαγγελέα εφετών. Οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διαδικασίας διαπιστώνονται εκ των προτέρων και δεν ακολουθεί στάδιο ελέγχου.

  1. Οριστική αποχή από την ποινική δίωξη, κατόπιν έγκρισης του εισαγγελέα εφετών, για πράξη, της οποίας η αποκάλυψη απειλήθηκε με την εκβίαση ή για την οποία ήταν δυνατό να διωχθεί αυτός που εξαπατήθηκε, προκειμένου να διωχθούν εγκλήματα εκβίασης ή απάτης, εφόσον η «θυσιαζόμενη» πράξη δεν επιβάλλεται να διωχθεί από λόγους προστασίας δημοσίου συμφέροντος ( άρθρο 45 παρ. 1 ΚΠΔ) .Παρατηρείται ότι α) η «αξιόποινη πράξη» δεν προσδιορίζεται κατά τη βαρύτητά της (άρα εκ πρώτης όψεως δεν αποκλείεται υπαχθούν και κακουργήματα), β) το κριτήριο  είναι μεν ότι  η πράξη της εκβίασης ή της απάτης που καταγγέλλεται είναι βαρύτερη από το έγκλημα που «θυσιάζεται», αλλά επιπλέον και ότι η δίωξη του «θυσιαζόμενου» εγκλήματος  δεν κλονίζει την προστασία του δημοσίου συμφέροντος. Η διάταξη είναι όμοια με την προϊσχύσασα του άρθρου 45 ΚΠΔ.
  2. Οριστική αποχή από την ποινική δίωξη, κατόπιν έγκρισης του εισαγγελέα εφετών για ελαφρά πλημμελήματα, τιμωρούμενα με ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές ή με παροχή κοινωφελούς εργασίας, αν κρίνεται ότι δεν υφίσταται σοβαρό δημόσιο συμφέρον για τη δίωξη και συντρέχουν ειδικές συνθήκες κατά την τέλεση της πράξης, όπως ιδίως συντρέχον πταίσμα του θύματος, έλλειψη βούλησής του για δίωξη, μικρές συνέπειες της πράξης ή συγκεκριμένες ιδιότητες στο πρόσωπο που αποδίδεται αυτή, όπως για παράδειγμα ασθένεια, γήρας, αναπηρία ή όταν το τελευταίο προσπάθησε να αποκαταστήσει άμεσα τη συντελεσθείσα προσβολή ( άρθρο 45 παρ. 2 ΚΠΔ). Η αντίστοιχη πρόβλεψη για τα βαρύτερα πλημμελήματα περιγράφεται στο άρθρο 48. Παρατηρείται ότι: ι) δεν γίνεται λόγος απλώς για «δημόσιο συμφέρον», αλλά για «σοβαρό δημόσιο συμφέρον», εισάγοντας ένα μέγεθος βαρύτερο σε σχέση με αυτό της πρώτης παραγράφου. ιι) Οι ειδικές συνθήκες απαριθμώνται ενδεικτικά . Βέβαια σε ένα κατ΄ έγκληση δωκόμενο έγκλημα,αν ο παθών δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη, η εκ μέρους του θύματος «έλλειψη βούλησης για δίωξη» αποτυπώνεται είτε με την παραίτηση από την έγκληση είτε με την οριστική έλλειψη έγκλησης είτε με την ανάκληση της έγκλησης, οι οποίες οδηγούν έτσι κι αλλιώς στην μη άσκηση της ποινικής δίωξης, λόγω νομικής αβασιμότητας.

Β. Αρμοδιότητα δικαστηρίου επί ελαφρών πλημμελημάτων, το οποίο μπορεί να παύει οριστικά την ποινική δίωξη για υποθέσεις που εκκρεμούν στο ακροατήριο ( άρθρο 45 παρ. 3 ΚΠΔ).

Οι ίδιες περιπτώσεις ελαφρών πλημμελημάτων, για τα οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη και εκκρεμούν στο ακροατήριο, για τα οποία το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και εφόσον συντρέξουν οι προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 45, συναινεί δε και ο κατηγορούμενος, αν είναι παρών, να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη (άρθρο 45 παρ. 3 ΚΠΔ). Εδώ βέβαια δεν πρόκειται για περίπτωση αποχής από την ποινική δίωξη, αφού αυτή έχει ήδη ασκηθεί, αλλά εντάχθηκε στο ίδιο άρθρο, καθώς οι λοιπές προϋποθέσεις εφαρμογής  της παραμένουν οι ίδιες. Οι ρυθμίσεις της παραγράφου 3  πάντως συμπλέκονται με τις προβλέψεις του άρθρου 104Β ΠΚ  (με την οποία εισάγεται στο νέο ΠΚ μία γενική διάταξη για τη δικαστική άφεση της ποινής) και οπωσδήποτε ταυτίζονται εν μέρει, με αποτέλεσμα να προκαλείται, χωρίς ιδιαίτερο λόγο,  σύγχυση σχετικά με το δικονομικό αποτέλεσμα της δίκης. Σύμφωνα με το άρθρο 104Β ΠΚ:  «Λόγοι δικαστικής άφεσης της ποινής.  1. Το δικαστήριο μπορεί να μην επιβάλει ποινή στον υπαίτιο πλημμελήματος αν: α) αυτός έχει πληγεί τόσο σοβαρά από το αποτέλεσμα της πράξης του, ώστε η επιβολή της ποινής να εμφανίζεται πλέον δυσανάλογα επαχθής, β) έχει αποκαταστήσει στο μέτρο του δυνατού την προσβολή που έχει προκαλέσει στον παθόντα, δείχνοντας ειλικρινή μετάνοια, ώστε η ποινή να μην κρίνεται πλέον αναγκαία, γ) η βλάβη ή ο κίνδυνος που προκλήθηκαν από την πράξη του ήταν ιδιαιτέρως μικρής βαρύτητας ή δ) έχει περάσει ασυνήθιστα μεγάλο χρονικό διάστημα από την τέλεση του εγκλήματος, ώστε η επιβολή της ποινής να μην εμφανίζεται πλέον αναγκαία, σε συνδυασμό και με τη μικρή βαρύτητα της πράξης. 2. Το δικαστήριο δεν επιβάλλει ποινή στον υπαίτιο πλημμελήματος, αν έχει ολοκληρωθεί επιτυχώς διαδικασία αποκαταστατικής δικαιοσύνης μεταξύ αυτού και του παθόντος.».Έτσι, η πρόβλεψη του άρθρου 45 παρ. 2 και 3  ΚΠΔ, για τις «μικρές συνέπειες της πράξης», η οποία οδηγεί, αν συναινεί ο κατηγορούμενος, σε οριστική παύση της ποινικής δίωξης, φαίνεται να ταυτίζεται με την πρόβλεψη του άρθρου 104 Β περ. γ ΠΚ ( «η βλάβη ή ο κίνδυνος που προκλήθηκαν από την πράξη του ήταν ιδιαιτέρως μικρής βαρύτητας»), η οποία οδηγεί σε αθωωτική απόφαση, ανεξαρτήτως ή μη της συναίνεσης του κατηγορουμένου. Θα μπορούσε βέβαια κανείς να αναρωτηθεί εάν  η διαφορετική διατύπωση των δύο διατάξεων ρυθμίζει διαφορετικές περιπτώσεις: συγκεκριμένα στο άρθρο 45 η φράση «συνέπειες της πράξης» αφορά στην εγκληματική πράξη αυτή καθαυτή (δηλαδή στο αποτέλεσμα του εγκλήματος, που είναι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης) ή στις περαιτέρω συνέπειες του εγκλήματος ; ( π.χ. στις έμμεσες κοινωνικές συνέπειες ή ενδεχομένως στην ψυχική φθορά και βλάβη του ζημιωθέντος;). Ομοίως η φράση του άρθρου 104 Β περ. γ «η βλάβη ή ο κίνδυνος που προκλήθηκαν από την πράξη του ήταν ιδιαιτέρως μικρής βαρύτητας», μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει στενότερο νόημα και αφορά μόνο στο αποτέλεσμα της πράξης (ενέργειας ή παράλειψης) ως στοιχείου του εγκλήματος ή ουσιαστικά περιλαμβάνονται και εδώ οι περαιτέρω συνέπειες και υπάρχει ταύτιση των περιπτώσεων που ρυθμίζουν οι δυο διατάξεις; Και ποια από τις δύο θα επιλέξει το δικαστήριο ;

Είναι σαφές βέβαια ότι η διάταξη του άρθρου 45 παρ. 3 ΚΠΔ καταλαμβάνει μικρότερο αριθμό πλημμελημάτων, τα ελαφρύτερα τιμωρούμενα, ενώ το άρθρο 104Β ΠΚ το σύνολο των πλημμελημάτων ανεξαρτήτως ποινής.

Γ. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών απέχει από  την ποινική  δίωξη για πλημμελήματα ανηλίκων ( άρθρο 46 ΚΠΔ).

Στις διατάξεις του άρθρου 46 ρυθμίζονται δύο κατηγορίες περιπτώσεων:

  1. Στην παράγραφο 1 ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών δυνητικά απέχει εξ αρχής από την ποινική δίωξη σε βάρος ανηλίκου, αν κριθεί ότι η άσκησή της δεν είναι αναγκαία για να συγκρατηθεί ο ανήλικος από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Δεν απαιτείται έγκριση ή γνώμη άλλου δικαστικού λειτουργού.
  2. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών όμως μπορεί να επιλέξει, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2, να επιβάλει ένα ή περισσότερα από τα αναμορφωτικά μέτρα που προβλέπονται στις περ. α` έως και ια` του άρθρου 122 παρ. 1 ΠΚ. Σε αυτήν την περίπτωση προκύπτει, από την ίδια τη φύση των επιβαλλόμενων μέτρων, ότι ορισμένα εξ αυτών δεν απαιτούν έλεγχο τήρησής τους ( για παράδειγμα η επίπληξη του ανηλίκου ή η ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου στους γονείς του ή στους επιτρόπους του ανηλίκου) και άρα δεν ακολουθεί στάδιο  ελέγχου συμμόρφωσης σε αυτά, κατά το οποίο απαιτείται να ελέγξει σχετικά ο εισαγγελέας. Σε άλλα όμως μέτρα (για παράδειγμα στην αποζημίωση του θύματος, στη παρακολούθηση προγραμμάτων, στη φοίτηση σε σχολές, στην παροχή κοινωφελούς εργασίας), λογικά ακολουθεί στάδιο ελέγχου της συμμόρφωσης στα μέτρα. Ορίζεται προθεσμία συμμόρφωσης. Μετά το πέρας αυτής, απαιτείται ενέργεια του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, κατ΄άρθρο 43 ΚΠΔ, δηλαδή είτε άσκηση ποινικής δίωξης, είτε θέση της μήνυσης ή αναφοράς στο αρχείο, οπότε απαιτείται έγκριση του εισαγγελέα εφετών.

Κριτήριο για το ποια από τις δύο διαδικασίες θα επιλέξει ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών δεν ορίζεται ρητά. Εναπόκειται λοιπόν στην κρίση του εισαγγελέα αν θα απόσχει εξ αρχής από την ποινική δίωξη (παρ.1), ή θα επιβάλει αναμορφωτικά μέτρα και  προθεσμία συμμόρφωσης  του ανηλίκου σε αυτά, αφού προηγουμένως ζητήσει την έκθεση του αρμόδιου επιμελητή ανηλίκων (παρ. 2). Προφανώς για την επιλογή της διαδικασίας θα ληφθούν υπόψη η βαρύτητα του εγκλήματος, το είδος, οι ειδικότερες συνθήκες (αν υπάρχει παθών, ο τρόπος προσβολής, το περιβάλλον του ανηλίκου), η προσωπικότητα του ανηλίκου, η ηλικία του, η προηγούμενη παραβατική του συμπεριφορά κλπ.

Δ. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών απέχει οριστικά από την ποινική δίωξη σε συγκεκριμένα αδικήματα κατά προσώπων που έχουν χαρακτηριστεί ως μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος ( άρθρο 47 ΚΠΔ).

 

     Οριστική αποχή από την ποινική δίωξη, μετά από παραγγελία του αρμόδιου αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, για  τα εγκλήματα της ψευδούς κατάθεσης, της ψευδούς καταμήνυσης, της συκοφαντικής δυσφήμησης ή της παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου του ποινικού κώδικα ή για τις πράξεις των παρ. 4 ή 8 του άρθρου 22 του ν. 2472/1997 σε υπόθεση σχετική με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α, 235, 236, 237 και 237Α ΠΚ και τις συναφείς με αυτές πράξεις, κατά προσώπου που έχει χαρακτηριστεί ως μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος με πράξη του κατά τόπον αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή του εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς όποιος, χωρίς να εμπλέκεται καθ` οιονδήποτε τρόπο στις εν λόγω πράξεις και χωρίς να αποβλέπει σε ίδιον όφελος, συμβάλλει ουσιωδώς, με τις πληροφορίες που παρέχει στις διωκτικές αρχές, στην αποκάλυψη και δίωξή τους. Η παραγγελία για οριστική αποχή μπορεί να ανακληθεί από τον αντεισαγγελέα ΑΠ. Προφανώς συνακόλουθα ανακαλείται και η σχετική διάταξη του εισαγγελέα πρωτοδικών ( άρθρο 47 ΚΠΔ).

Ε. Επί βαρύτερων πλημμελημάτων. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών απέχει αρχικά προσωρινά με τη σύμφωνη γνώμη του αρμοδίου πρωτοδίκη και στη συνέχεια απέχει οριστικά από την ποινική δίωξη ενημερώνοντας τον πρωτοδίκη ( άρθρο 48 ΚΠΔ).

Στις περιπτώσεις αυτές εκδίδεται αρχικά μία αιτιολογημένη διάταξη περί προσωρινής αποχής από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Απαιτείται σύμφωνη γνώμη του αρμοδίου πρωτοδίκη. Απαιτείται η συναίνεση του υπαιτίου. Επιβάλλονται όροι, οι οποίοι πρέπει να τηρηθούν για ορισμένο χρονικό διάστημα. Ελέγχεται η τήρηση των όρων σε επόμενο στάδιο. Αν διαπιστωθεί συμμόρφωση με αυτούς, ο εισαγγελέας εκδίδει διάταξη περί οριστικής αποχής με ταυτόχρονη ενημέρωση του πρωτοδίκη. Αν οι όροι δεν εκπληρωθούν, η ποινική διαδικασία εξελίσσεται κανονικά , δηλαδή ο εισαγγελέας μπορεί να ασκήσει ποινική δίωξη ή να αρχειοθετήσει τη μήνυση ή να απορρίψει την έγκληση (με τις δύο τελευταίες δυνατότητες πάντως μάλλον λιγότερο πιθανές). Ειδικότερα προβλέπονται οι εξής περιπτώσεις:

  1. Προσωρινή αποχή από την ποινική δίωξη για βαρύτερα πλημμελήματα, που τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης έως τριών ετών με ή χωρίς χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οριζόμενου από τον διευθύνοντα το δικαστήριο πρωτοδίκη και εφόσον συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, υπό τον όρο ότι αυτός στον οποίο αποδίδεται η πράξη θα συναινέσει να εκπληρώσει όρους που κρίνονται ως κατάλληλοι να ικανοποιήσουν το δημόσιο συμφέρον για τη δίωξη και να μειώσουν τις συνέπειες της πράξης, μετά από κλήτευση αυτού, στον οποίο αποδίδεται η πράξη, να εμφανισθεί ενώπιον του εισαγγελέα μόνος του ή με συνήγορο ( άρθρο 48 παρ. 1 ΚΠΔ). Αν τηρηθούν οι όροι για διάστημα έξι (και κατά παράταση άλλους τρεις) μήνες, ο εισαγγελέας απέχει οριστικά από την άσκηση της ποινικής δίωξης, ενημερώνοντας τον αρμόδιο πρωτοδίκη (παρ. 4 και 5). Υφίσταται αναστολής της παραγραφής. H διαδικασία που προβλέπεται στη διάταξη αυτή, εκκινεί με πρωτοβουλία του Εισαγγελέα, που είναι το πρόσωπο που κρίνει:  ι) ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την άσκηση της ποινικής δίωξης (αν δεν υπάρχουν, ακολουθείται η διαδικασία των άρθρων 43 και 52 ΚΠΔ), ιι) ότι η υπόθεση κρίνεται  κατάλληλη προς τούτο: αυτή η προϋπόθεση δεν περιγράφεται στο νόμο, αλλά προκύπτει ως αυτονόητη, καθώς η εφαρμογή της διαδικασίας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου εισαγγελέα, ο οποίος ούτε δεσμεύεται από ενδεχόμενη σχετική αίτηση του εγκαλουμένου- μηνυομένου, ούτε και απαιτείται να υποβληθεί τέτοια από το πρόσωπο αυτό, ούτε όμως και από άλλο πρόσωπο, το οποίο εμπλέκεται στην υπό διερεύνηση υπόθεση ( όπως ο άμεσα ή έμμεσα παθών ή ενδεχομένως άλλο πρόσωπο). Τέτοιες αιτήσεις ή δηλώσεις ( υπέρ της εφαρμογής της διαδικασίας αυτής ή, ενδεχομένως, και κατά) δεν είναι δεσμευτικές, εκτιμώνται ελεύθερα, αλλά οπωσδήποτε μία θετική ή αρνητική στάση – κυρίως εκ μέρους του υπαιτίου- υποδηλώνει τη διάθεσή του να συμμορφωθεί προς τους όρους που μπορούν να επιβληθούν  και θα πρέπει να ληφθεί υπόψη για την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας. Η απαρίθμηση των όρων είναι ενδεικτική ( α) η ουσιώδης προσπάθεια συμφιλίωσης με τον παθόντα, β) η καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού σε φιλανθρωπική οργάνωση ή σε κοινωφελές ταμείο, γ) η συμμόρφωση σε υφιστάμενη υποχρέωση διατροφής, δ) η συμμετοχή σε πρόγραμμα κοινωνικής εκπαίδευσης, ε) η παρακολούθηση ορισμένου αριθμού μαθημάτων οδήγησης).  Ωστόσο από την, έστω ενδεικτική αυτή αναφορά, προκύπτει ότι, πέραν της εξυπηρέτησης των αρχών της σκοπιμότητας, της οικονομίας της δίκης και της επιτάχυνσης απονομής της δικαιοσύνης, οι οποίες κατά την αιτιολογική έκθεση αποτελούν τη ratio θέσπισης των διατάξεων αυτών,  οι όροι θα πρέπει να επιβάλλονται προκειμένου, στο πλαίσιο της αποκαταστατικής δικαιοσύνης , να επιτευχθούν κατά το δυνατό δύο στόχοι: ι) η συνειδητοποίηση εκ μέρους του υπαιτίου της πράξης του και η προσπάθεια συμμόρφωσής του προς τους κανόνες δικαίου και ιι) η αποκατάσταση της ζημίας του θύματος. Οι όροι που θα επιβληθούν μπορεί να ναι προσαρμοσμένοι στις ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης, το βέβαιο όμως είναι ότι θα πρέπει να συμφωνήσουν για αυτούς τρία πρόσωπα : ο εισαγγελέας , ο αρμόδιος πρωτοδίκης και ο υπαίτιος (εγκαλούμενος, μηνυόμενος ή το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η πράξη).  Στη διαδικασία της παραγράφου 1 δεν προβλέπεται ρητά η κλήτευση του παθόντος, όπως στην παράγραφο 2, ωστόσο όμως, αν ο εισαγγελέας κρίνει , μπορεί κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης, να τον καλέσει προς τούτο. Εξάλλου στην παράγραφο 3 προβλέπεται ρητή ενημέρωση του παθόντος, ώστε να εκθέσει τις απόψεις του. Δεν είναι όμως απαραίτητο να συμφωνήσει ο παθών.

Δεν αποκλείεται πάντως στις ρυθμίσεις του άρθρου 48 παρ. 1 να υπαχθούν και ελαφρύτερα πλημμελήματα, τα οποία καταλαμβάνονται και από τις ρυθμίσεις του άρθρου 45 παρ. 2 ΚΠΔ, αν ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών κρίνει ότι πρέπει να επιβληθούν κάποιοι όροι, προκειμένου να μειωθούν οι συνέπειες της πράξης και να ικανοποιηθεί το δημόσιο συμφέρον για δίωξη. Για παράδειγμα, σε μία παράβαση του άρθρου 94 ΚΟΚ, αν ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών το κρίνει και εφόσον πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις, μπορεί να μην επιλέξει την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 45 παρ. 2, αλλά  τη διάταξη του παρόντος άρθρου και να επιβάλει στον υπαίτιο και την παρακολούθηση μαθημάτων οδήγησης κλπ.

  1. Προσωρινή αποχή από την ποινική δίωξη για συγκεκριμένα πλημμελήματα, που προβλέπονται στα άρθρα 216, 242 παρ. 1 και 2, «375 παρ. 1, «386 παρ. 1 εδάφιο α`, 386Α παρ. 1, 386Β παρ. 1 περ. α`και 390 παρ. 1 εδ. α ΠΚ» και στους νόμους 1599/1986, 2803/2000, ( ήδη ισχύουν οι διατάξεις του Ν 4689/2020, που αντικατέστησε το Ν 2803/2000) , 2960/2001, 4557/2018 και 4174/2013, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οριζόμενου από τον διευθύνοντα το δικαστήριο πρωτοδίκη και εφόσον συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, υπό τον όρο ότι αυτός στον οποίο αποδίδεται η πράξη θα αποκαταστήσει πλήρως την προκληθείσα ζημία καταβάλλοντας αποδεδειγμένα ή κατά δήλωση του παθόντος το κεφάλαιο και τους τόκους υπερημερίας, μετά από κλήτευση αυτού, στον οποίο αποδίδεται η πράξη, να εμφανισθεί ενώπιόν του μόνος του ή με συνήγορο και, αν το κρίνει αναγκαίο, και του παθόντα ( άρθρο 48 παρ. 2 ΚΠΔ) . Αν τηρηθούν οι όροι για διάστημα έξι (και κατά παράταση άλλους τρεις) μήνες, ο εισαγγελέας απέχει οριστικά από την άσκηση της ποινικής δίωξης, ενημερώνοντας τον αρμόδιο πρωτοδίκη (παρ. 4 και 5). {Η  φράση «375 παρ. 3 και 390 παρ. 2 ΠΚ» της παρ.2 αντικαταστάθηκαν ως άνω με το άρθρο 96 περ.β΄Ν.4623/2019,ΦΕΚ Α 134/9.8.2019 (επανάληψη ρύθμισης άρθρου δεύτερου παρ.3 περ.β` της από 27.6.2019 ΠΝΠ,ΦΕΚ Α 106/27.6.2019). Οι λέξεις «386 παρ. 1 εδάφιο α`, 386Α παρ. 1, 386Β παρ. 1 περ. α`» προστέθηκαν ως άνω με το άρθρο 7 παρ.6  Ν.4637/2019, ΦΕΚ Α 180/18.11.2019.} Εδώ πρόκειται για μία κατηγορία, κατά κύριο λόγο, σοβαρών πλημμελημάτων, τα οποία, αν και διαφοροποιούνται στο κατώτατο όριο ποινής, ωστόσο στο σύνολό τους τιμωρούνται με ανώτατο όριο ποινής φυλάκισης  τα πέντε έτη, εκτός από κάποιες εξαιρέσεις ( ι) τα αδικήματα των άρθρων 22 παρ. 3 και 4 Ν 1599/86 , για τα οποία απειλείται ποινή φυλάκισης έως 6 μηνών, ιι) το αδίκημα του άρθρου 22 παρ. 5 Ν 1599/86, για το οποίο απειλείται ποινή φυλάκισης έως 2 έτη  ή ΧΠ, ιιι) το αδίκημα του άρθρου 39 παρ. 1 β Ν 4557/2018, για το οποίο απειλείται ποινή φυλάκισης μέχρι 2 ετών).

Η ρύθμιση της παραγράφου 6 (6. Σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των όρων από το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η πράξη, η αρχική συναίνεσή του για την εφαρμογή της διαδικασίας δεν επιτρέπεται να αξιοποιηθεί σε βάρος του σε μεταγενέστερα στάδια της διαδικασίας) αντανακλά την ίδια συλλογιστική με την αντίστοιχη  στις σχετικές διατάξεις για την ποινική διαμεσολάβηση στο Ν 3500/2006 περί ενδοοικογενειακής βίας, όπου εκεί ο «λόγος τιμής», δηλαδή η υπόσχεση του υπαιτίου «ότι δεν θα τελέσει στο μέλλον οποιαδήποτε πράξη ενδοοικογενειακής βίας» ( άρθρο 11 παρ. 2 α) δεν μπορεί να ισοδυναμεί ή και να υπονοεί ομολογία του υπαιτίου, για την πράξη, για την οποία κατηγορείται. Βέβαια σ΄αυτήν την διαδικασία δεν υπάρχει η πρόβλεψη ότι, σε περίπτωση μη ευόδωσης, το οικείο υλικό της συναίνεσης του υπαιτίου για την έναρξη της διαδικασίας καταστρέφεται, όπως στην διαδικασία της ποινικής συνδιαλλαγής ( άρθρο 301 παρ. 5, 302 παρ. 5 ΚΠΔ) ή της ποινικής διαπραγμάτευσης ( άρθρο 303 παρ. 3 ΚΠΔ), στις οποίες απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ομολογία του κατηγορουμένου ότι τέλεσε τις πράξεις, για τις οποίες ασκήθηκε η ποινική δίωξη. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι πλέον, όσον αφορά τις πράξεις της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου,  με το άρθρο 586 ζ νέου ΠΚΔ καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 1-9 του Ν. 4312/2014, με τις οποίες προβλεπόταν ότι σε περίπτωση πλήρους ικανοποιήσεως του παθόντος, ετύγχαναν εφαρμογής οι προϊσχύσασες διατάξεις των άρθρων 384 και 406 Α ΠΚ.

ΣΤ. Αρμοδιότητα δικαστηρίου επί βαρύτερων πλημμελημάτων, το οποίο μπορεί να  παύει οριστικά την ποινική δίωξη για υποθέσεις που εκκρεμούν στο ακροατήριο ( άρθρο 48 παρ. 7 ΚΠΔ)

Στις ίδιες περιπτώσεις των βαρύτερων πλημμελημάτων της παραγράφου 1, στις οποίες έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη, το αρμόδιο δικαστήριο στο οποίο παραπέμπεται να δικαστεί η υπόθεση μπορεί, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1, να παύσει προσωρινά την ποινική δίωξη, επιβάλλοντας κατά την κρίση του στον κατηγορούμενο τους ανάλογους προς την πράξη όρους. [Οι παρ. 2 έως 5 ισχύουν αντιστοίχως]. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 7 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 7 παρ.6  Ν.4637/2019. Αυτό σημαίνει : ι) ότι η σχετική διαδικασία της παρ. 7 εφαρμόζεται μόνο για τα πλημμελήματα της παραγράφου 1 και όχι γι΄αυτά της παραγράφου 2. Μετά την άσκηση ποινικής δίωξης στα  τελευταία αυτά εγκλήματα, ο κατηγορούμενος θα αντιμετωπιστεί με τις διατάξεις της ποινικής συνδιαλλαγής επί πλημμελημάτων, με την οποία συνάδει διαδικαστικά η περίπτωση της ασκηθείσας δίωξης (αιτ. έκθεση Ν 4637/19) ¨ ιι) ότι, εφόσον η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον του δικαστηρίου, δεν είναι νοητό ο εισαγγελέας να εκδίδει διάταξη περί οριστικής αποχής από την ποινική δίωξη ( παρ. 5 ). Ανακύπτουν στο σημείο αυτό  τρία ερωτήματα: 1ο) μετά την μη εφαρμογή της παραγράφου 4 στην ενώπιον του δικαστηρίου διαδικασία, προβλέπεται χρονικό διάστημα και ποιο θα είναι αυτό, κατά το οποίο θα πρέπει να τηρηθούν οι όροι που επιβάλει το δικαστήριο; 2ο)Ποιο θα είναι το αποτέλεσμα της δίκης, εφόσον συμμορφωθεί ο κατηγορούμενος στους επιβληθέντες όρους; Θα επανεισαχθεί η υπόθεση ενώπιον του δικαστηρίου, το οποίο και θα αποφανθεί σχετικά ή θα παραμείνει η απόφαση περί προσωρινής παύσης της ποινικής δίωξης; 3ο) Αν τηρηθούν οι όροι και επιληφθεί εκ νέου το δικαστήριο, ποιο θα είναι το διατακτικό της απόφασής του; Σε τέτοια περίπτωση, ορθότερο θα ήταν, κατ΄αναλογική πλέον εφαρμογή και για την ταυτότητα του νομικού λόγου, να τίθεται χρονικό διάστημα  τήρησης των όρων, το οποίο  θα είναι το ίδιο με αυτό  που προβλέπεται και στην ενώπιον του εισαγγελέα διαδικασία, ενώ το δικαστήριο θα πρέπει να επιληφθεί εκ νέου και, εάν ευοδωθεί η διαδικασία και υπάρξει συμμόρφωση στους επιβληθέντες όρους,  να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, διατακτικό συνεπές με την προσωρινή παύση της ποινικής δίωξης, αλλά και με την αντίστοιχη διαδικασία του άρθρου 45 παρ. 3. Αν, αντίθετα, δεν υπάρξει συμμόρφωση του κατηγορουμένου στους επιβληθέντες όρους, η διαδικασία συνεχίζεται κατά τις γενικές διατάξεις. Περαιτέρω, του νόμου μη διακρίνοντος, είναι ερευνητέο εάν η σχετική διαδικασία μπορεί να εφαρμοστεί και ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, σε κάθε στάδιο της δίκης, πριν βέβαια από την περί ενοχής απόφαση, αν και αυτό δεν θα εξυπηρετούσε τις αρχές, οι οποίες εξυπηρετούνται από τις ρυθμίσεις του άρθρου αυτού (οικονομίας της δίκης, γρήγορης απονομής της δικαιοσύνης). Αντίθετα θα επέφερε καθυστέρηση και ως εκ τούτου η μη εφαρμογή της σχετικής διαδικασίας θα ήταν προφανώς η καταλληλότερη επιλογή, αφού το δικαστήριο έχει δυνητική ευχέρεια και όχι υποχρέωση εφαρμογής της. Επιπλέον θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, εφόσον γίνεται λόγος για «δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπεται να δικαστεί η υπόθεση», πρόκειται μόνο για το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, θέση συνεπέστερη με την εξυπηρέτηση των προαναφερθεισών αρχών.

Ζ. Επι κακουργημάτων. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών απέχει αρχικά προσωρινά, με τη σύμφωνη γνώμη του αρμοδίου πρωτοδίκη και στη συνέχεια απέχει οριστικά από την ποινική δίωξη ( άρθρο 49 ΚΠΔ).

     Σε συγκεκριμένα κακουργήματα ( που προβλέπονται στα άρθρα 216 παρ. 3 και 4, 242 παρ. 3, 4 και 5, 375 παρ. 2 και 3,    «386 παρ.1 εδάφιο β` και παρ.2, 386Α παρ.1 εδάφιο β` και παρ. 3, 386Β παρ.1 περ. β`»  και 390 παρ. 1 εδ. β` και 2 ΠΚ και στους νόμους 1599/1986, 2803/2000, 2960/2001, 4557/2018 και 4174/2013) προβλέπεται μία πιο λεπτομερής διαδικασία στο άρθρο 49 παρ. 1 ΚΠΔ : στο πρώτο στάδιο προβλέπεται προσωρινή αποχή από την ποινική δίωξη από τον  εισαγγελέα πλημμελειοδικών, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οριζόμενου από τον διευθύνοντα το δικαστήριο πρωτοδίκη και εφόσον συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, υπό τον όρο ότι αυτός, στον οποίο αποδίδεται η πράξη, θα αποκαταστήσει πλήρως την προκληθείσα ζημία, καταβάλλοντας αποδεδειγμένα ή κατά δήλωση του παθόντος το κεφάλαιο και τους τόκους υπερημερίας. Σε αυτό το στάδιο η παραγραφή αναστέλλεται, αλλά με τους χρονικούς περιορισμούς του ΠΚ ( άρθρο 49 παρ. 2 β ΠΚ και 113 παρ. 2 α ΠΚ). Δύσκολα πάντως μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι  αναστολή της παραγραφής μπορεί επεκτείνεται σε μεγαλύτερο διάστημα των 8+4 μηνών, γιατί αυτό θα απέβαινε σε  βάρος του κατηγορουμένου. Τούτο αποκτά την πρακτική του σημασία σε περίπτωση μίας αποτυχημένης προσπάθειας, όταν δηλαδή διαπιστωθεί η μη αποκατάσταση της ζημίας και υφίσταται άμεσος κίνδυνος παραγραφής. Σε δεύτερο στάδιο και αφού αποκατασταθεί πλήρως η ζημία από τον υπόχρεο, εντός του χρονικού διαστήματος, που ορίζεται από τον εισαγγελέα ( όχι άνω των οκτώ μηνών με δυνατότητα παράτασης για άλλους τέσσερεις μήνες), ο εισαγγελέας εκδίδει διάταξη με την οποία απέχει από την ποινική δίωξη, υπό τον όρο ότι ο υπαίτιος δεν θα τελέσει ομοειδές κακούργημα ή πλημμέλημα εντός τριετίας από την έκδοση της ως άνω διάταξης. Για το διάστημα αυτό η παραγραφή αναστέλλεται χωρίς χρονικό περιορισμό ( άρθρο 49 παρ. 3  ΚΠΔ). Αν δεν τελεστεί ομοειδής αξιόποινη πράξη εντός της παραπάνω τριετίας η αποχή από την ποινική δίωξη καθίσταται οριστική. Η ομοειδής πράξη μπορεί να είναι κακουργηματικού ή πλημμεληματικού χαρακτήρα. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται αυτοδικαίως, μετά την παρέλευση της τριετίας, καθώς δεν απαιτείται άλλη ενέργεια. Οι διατάξεις του άρθρου 113 ΠΚ για την αναστολή της παραγραφής του αξιοποίνου εφαρμόζονται και εδώ, χωρίς να ισχύει ο χρονικός περιορισμός της παρ. 2 του άρθρου 113 ΠΚ. Ο ίδιος προβληματισμός για την αναστολή της παραγραφής ισχύει καις την περίπτωση αυτή, όπως προαναφέρθηκε. Σε περίπτωση παραβίασης του όρου αυτού, η ποινική δίωξη, για την οποία αποφασίστηκε η υφ` όρον αποχή, κινείται μόλις η καταδίκη για το έγκλημα που τελέστηκε εντός της τριετίας καταστεί αμετάκλητη. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 301.

 

Η. Αρμοδιότητα του δικαστηρίου επί κακουργημάτων, το οποίο μπορεί να παύει οριστικά την ποινική δίωξη για υποθέσεις που εκκρεμούν στο ακροατήριο ( άρθρο 49 παρ. 4 και 48 παρ. 7 ΚΠΔ).

Στις ίδιες περιπτώσεις των κακουργημάτων  της παραγράφου 1 του άρθρου 49, στις οποίες έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη, το αρμόδιο δικαστήριο στο οποίο παραπέμπεται να δικαστεί η υπόθεση μπορεί, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1, να παύσει προσωρινά την ποινική δίωξη. Οι ίδιοι προβληματισμοί για την διαδικασία, το χρονικό διάστημα τήρησης των όρων και το διατακτικό της απόφασης του δικαστηρίου, ισχύουν και εδώ, όπως εκτέθηκαν για την περίπτωση του άρθρου 48 ΚΠΔ.

 

 

Θ. Επί κακουργημάτων και πλημμελημάτων. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών απέχει οριστικά από την άσκηση της ποινικής δίωξης σε περίπτωση εντελούς ικανοποίησης του παθόντος. Απαιτείται έγκριση του εισαγγελέα εφετών (άρθρο 50 παρ. 1 ΚΠΔ).

 

Τέλος, στα εγκλήματα που αναφέρονται στα άρθρα 381 παρ. 1 και 2 και 405 παρ. 2 ΠΚ, «καθώς και στα προβλεπόμενα στον Ν 2803/2000» ( ήδη ο Ν 2803/2000 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τις διατάξεις του Ν 4689/2020) αν, μετά την εξέτασή του και μέχρι την άσκηση της ποινικής δίωξης, χωρίς παράνομη βλάβη τρίτου, αυτός στον οποίο αποδίδεται η πράξη αποδώσει το πράγμα στον παθόντα ή τους κληρονόμους του και συνταχθεί σχετική δήλωση περί ανυπαρξίας άλλης αξίωσης από την πράξη ή ικανοποιήσει εντελώς τον παθόντα, καταβάλλοντας αποδεδειγμένα ή κατά δήλωση του τελευταίου ή των κληρονόμων του το κεφάλαιο και τους τόκους υπερημερίας, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών απέχει οριστικά από την άσκηση ποινικής δίωξης με αιτιολογημένη πράξη του, η οποία υποβάλλεται προς έγκριση στον εισαγγελέα εφετών ( άρθρο 50 παρ. 1 ΚΠΔ).

Οι διατάξεις του άρθρου 50 ΚΠΔ διεκδικούν την εφαρμογή τους στο πλαίσιο των αδικημάτων, τα οποία προβλέπονται στα άρθρα 381 παρ. 1 και 2 και 405 παρ. 2 ΠΚ. Ταυτόχρονα βέβαια για ορισμένα εξ αυτών των αδικημάτων, λόγω της απειλούμενης ποινής (π.χ. κλοπή ή υπεξαίρεση ευτελούς αξίας- άρθρο 377 ΠΚ ή φθορά ξένης ιδιοκτησίας μικρής αξίας ή μικρής ζημίας- άρθρο 378 παρ. 1 β ΠΚ, τα οποία τιμωρούνται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας) διεκδικούν εφαρμογή και οι διατάξεις του άρθρου 45 παρ. 2 ΚΠΔ, όπου φαίνεται μεν να αξιώνονται διαφορετικές προϋποθέσεις, δεν αποκλείεται όμως η αλληλοεπικάλυψή τους, αλλά και η γέννηση αντιφάσεων. Για παράδειγμα μία φθορά ξένης ιδιοκτησίας μικρής αξίας, για την οποία ο παθών υπέβαλε έγκληση και την οποία ο υπαίτιος προσπάθησε να αποκαταστήσει άμεσα, ο εισαγγελέας πρωτοδικών μπορεί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 45 παρ. 2 και να απόσχει οριστικά από την ποινική δίωξη με την έγκριση του εισαγγελέα εφετών, καθιστώντας ουσιαστικά άνευ πρακτικής σημασίας τη διάταξη του άρθρου 50 παρ. 1 ΠΚΔ, η οποία απαιτεί εντελή ικανοποίηση του παθόντος και αποδεδειγμένη καταβολή του κεφαλαίου της αξίωσης και των τόκων υπερημερίας.

Ι. Επί κακουργημάτων και πλημμελημάτων. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών απέχει  από την ποινική δίωξη, αν δηλώσει ο παθών ότι δεν επιθυμεί αυτήν ( άρθρο 381 παρ. 1 β ΠΚ ) .

 

Στις περιπτώσεις των άρθρων 372 ( πλημμελήματα ), 374 παρ. 1 (κακουργήματα), και 378 παρ. 1 εδαφ. α` (πλημμελήματα), η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, ο εισαγγελέας όμως με διάταξή του απέχει από την ποινική δίωξη αν ο παθών δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη. Αν η δήλωση υποβληθεί μετά την άσκηση ποινικής δίωξης, το δικαστήριο παύει οριστικά αυτήν . Δεν απαιτείται έγκριση ή σύμφωνη γνώμη άλλου δικαστικού οργάνου.

Από όλα τα προαναφερθέντα γίνεται φανερό ότι το πλέγμα των διατάξεων για την αποκατάσταση της ζημίας που οδηγούν στην  παύση της ποινικής διαδικασίας, τεμαχίζεται σε επιμέρους διατάξεις του ΚΠΔ και του ΠΚ, με αποτέλεσμα να προκαλείται αδικαιολόγητη σύγχυση. Για παράδειγμα: στην  περίπτωση του βασικού πλημμελήματος της κλοπής (με απειλούμενη ποινή φυλάκιση μέχρι 3 έτη ή χπ), για την οποία διενεργείται προκαταρκτική εξέταση, χωρίς να έχει υποβληθεί έγκληση του παθόντος, αν ο υπαίτιος πριν την εξέτασή του, αποδώσει το πράγμα, υφίσταται λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου ( άρθρο 381 παρ. 2 ΠΚ), που καθιστά τη μήνυση ή αναφορά νόμω αβάσιμη και η δικογραφία αρχειοθετείται, κατ΄άρθρο 43 ΚΠΔ. Αν η απόδοση του πράγματος γίνει μετά την εξέτασή του, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών απέχει από την άσκηση της ποινικής δίωξης με την έγκριση του εισαγγελέα εφετών (άρθρο 50 παρ. 1 ΚΠΔ). Αν ο υπαίτιος συναινέσει και συμμορφωθεί με τους όρους που θα του επιβάλει ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, που μπορεί να είναι και η ουσιώδης προσπάθεια συμφιλίωσης με τον παθόντα, τότε ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών απέχει αρχικά προσωρινά – με τη σύμφωνη γνώμη του αρμοδίου πρωτοδίκη–  και στη συνέχεια οριστικά από την ποινική δίωξη, ενημερώνοντας απλώς τον πρωτοδίκη ( άρθρο 48 παρ. 1 και 5 ΚΠΔ). Αν όμως ο παθών δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη, ασχέτως αν ο υπαίτιος εξετάσθηκε ή όχι (άρθρο 381 παρ. 1 β ΠΚ), ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών απέχει από την άσκησή της, χωρίς να απαιτείται έγκριση του εισαγγελέα εφετών.

Καθίσταται φανερό ότι με τις διατάξεις περί αποχής από την ποινική δίωξη επιχειρείται μεν να ρυθμιστούν με λεπτομέρεια μία σειρά από πιθανές εξελίξεις στο πλαίσιο κυρίως της προδικασίας, ωστόσο η τελική εικόνα αποδίδει ένα θολό τοπίο, μία διαδικασία, όπου άλλοτε ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ενεργεί μόνος, άλλοτε ζητά την έγκριση του εισαγγελέα εφετών και σε άλλες περιπτώσεις τη σύμφωνη γνώμη του αρμοδίου πρωτοδίκη. Και ενώ  είναι σαφής ο στόχος να ενισχυθεί ο  ρόλος του εισαγγελέα (κυρίως του εισαγγελέα πλημμελειοδικών), ώστε να διεκπεραιώνονται στο στάδιο της προδικασίας ποινικές υποθέσεις, οι οποίες δεν φαίνεται να είναι αναγκαίο να εξετασθούν από το ποινικό δικαστήριο, οι σύνθετες αυτές διαδικασίες με τη συναρμοδιότητα περισσοτέρων δικαστικών προσώπων, χωρίς διαβάθμιση αρμοδιότητας, μάλλον αποδυναμώνει τον θεσμό. Είναι ανάγκη να ενοποιηθούν οι σχετικές διατάξεις, ώστε να προβλέπεται ενιαία η εξέλιξη της διαδικασίας στις περιπτώσεις απόδοσης του πράγματος ή ικανοποίησης του παθόντος, αλλά και να θεσπιστεί η συναρμοδιότητα των άλλων δικαστικών προσώπων με συγκεκριμένα και ενιαία κριτήρια. Η έγκριση του εισαγγελέα εφετών στην σχετική διαδικασία που εφαρμόζεται σε ελαφρά πλημμελήματα ( άρθρο 45 παρ. 2 ΚΠΔ) και η σύμφωνη γνώμη του πρωτοδίκη σε βαρύτερα πλημμελήματα (άρθρο 48 ΚΠΔ)  και κακουργήματα (άρθρο 49 ΚΠΔ), εμφανίζεται κάπως αδικαιολόγητη, αφού η κρίση του εισαγγελέα πλημμελειοδικών ελέγχεται από τον εισαγγελέα εφετών σε ελαφρύτερα αδικήματα, αλλά από πρωτοδίκη δικαστή σε βαρύτερα αδικήματα.

Αξίζει να  επισημανθεί ότι η δικαστική πρακτική αποκαλύπτει πως, όταν ο παθών ικανοποιείται εντελώς, δηλώνει και ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του υπαιτίου. Οπότε ο εισαγγελέας πρωτοδικών θα επιλέξει να απόσχει από την άσκηση της ποινικής δίωξης, χωρίς να ζητήσει την έγκριση του εισαγγελέα εφετών (381 παρ. 1 ΠΚ).

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι πλέον, όσον αφορά τις πράξεις της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου, αυτονόητα, καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 1-9 του Ν. 4312/2014, με τις οποίες προβλεπόταν ότι σε περίπτωση πλήρους ικανοποιήσεως του παθόντος, ετύγχαναν εφαρμογής οι προϊσχύσασες διατάξεις των άρθρων 384 και 406 Α Π.Κ.

ΙΙΙ. Ποινική συνδιαλλαγή

 

Η ποινική συνδιαλλαγή είναι γνωστός θεσμός στο ποινικό δικονομικό δίκαιο, καθώς θεσπίστηκε  με το άρθρο 17 Ν. 3904/2010 και αποτέλεσε το άρθρο 308Β αυτού. Είναι κοινή διαπίστωση ότι ο θεσμός δεν βρήκε ευρεία εφαρμογή στην πράξη, ωστόσο η διατήρηση και ενίσχυσή του κρίθηκε ως απολύτως αναγκαία, προς την  ενίσχυση της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, που είναι φανερό ότι διαπνέει το νέο ΚΠΔ. Η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων πράγματι οδηγεί στην αποσυμφόρηση δικαστικής ύλης και λειτουργεί παράλληλα, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην αιτιολογική έκθεση του νέου ΚΠΔ,  ως μέσο «αποκατάστασης της δικαιικής ειρήνης». Συναντάται σε πολλά δικαιϊκά συστήματα και χαρακτηρίζεται από την προοδευτική θεώρηση της όσο το δυνατό έγκαιρης αποκατάστασης της επενεχθείσας βλάβης, που είναι το κυρίως ζητούμενο σε αδικήματα που έχουν έντονα περιουσιακή διάσταση, καθώς η βλάβη είναι δυνατό να εκτιμηθεί με οικονομικά μεγέθη.

Η διαδικασία περιγράφεται στα άρθρα 301 και 302 ΚΠΔ, με κριτήριο εφαρμογής την τυπική περάτωση της κύριας ανάκρισης, δηλαδή τη διαβίβαση της δικογραφίας από τον ανακριτή στον εισαγγελέα μετά την τελευταία ανακριτική πράξη και τη γνωστοποίηση του πέρατος της κύριας ανάκρισης από τον ανακριτή. Ειδικότερα:

Α. Ποινική συνδιαλλαγή μέχρι την τυπική περάτωση της  ανάκρισης ( άρθρο 301 ΚΠΔ).

Οι ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου για την ποινική συνδιαλλαγή εφαρμόζονται στα κακουργήματα: α) που προβλέπονται στα άρθρα 216 παρ. 3 και 4 και 242 παρ. 3, 4 και 5 ΠΚ, β) που χωρίς βία ή απειλή στρέφονται κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας και γ) που προβλέπονται στους νόμους 1599/1986, 2803/2000, 2960/2001, 4557/2018 και 4174/2013, ανεξάρτητα από την συνδρομή ή μη επιβαρυντικών περιστάσεων ( άρθρο 301 παρ.1 ). Τα κακουργήματα, τα οποία προβλέπονται στα άρθρα 216 παρ. 3 και 4, 242 παρ.. 3 και 4 ΠΚ και 22 παρ. 6 εδ. β ́ ν. 1599/1986,  κρίθηκε αναγκαίο να υπαχθούν επίσης στη διαδικασία της ποινικής συνδιαλλαγής , καθόσον αφενός και αυτά συνδέονται με οικονομικό περιεχόμενο και αφετέρου συνιστούν κατά κανόνα συνοδά εγκλήματα αυτών της απάτης και απιστίας και η τυχόν εξαίρεσή τους θα δυσχέραινε την ποινική συνδιαλλαγή συνολικά ( αιτιολογική  έκθεση νέου ΚΠΔ). Επιπλέον ήδη οι σχετικές διατάξεις του Ν 2803/2000, όπου περιγράφονται τα αδικήματα σε βάρος των συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν αντικαταστασθεί από τις σχετικές διατάξεις του Ν 4689/2020, οι οποίες και εφαρμόζονται (άρθρο 28 Ν 4689/2020). Το ερώτημα που ανακύπτει είναι εάν περιλαμβάνονται  στη ρύθμιση και τα κακουργήματα όχι μόνο της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ ( άρθρο 4  παρ. 2 Ν 2803/2000 και ήδη άρθρα 23 – διασυνοριακή απάτη- και 24 Ν 4689/2020 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 386, 386Α και 386Β ΠΚ), αλλά και της δωροδοκίας υπαλλήλου, ενεργητικής ή παθητικής ( άρθρο 3 παρ. 2 Ν 2803/2000 και ήδη άρθρο 22 Ν 4689/2020 ), στα οποία η κατάχρηση της υπαλληλικής ιδιότητας οπωσδήποτε έχει μέγιστη βαρύτητα. Από τη γραμματική διατύπωση του νόμου πάντως δεν προκύπτει τέτοια εξαίρεση.

Στις περιπτώσεις που έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα από τα αναφερόμενα στην παρ. 1, ο εισαγγελέας μετά από αίτημα του κατηγορουμένου που υποβάλλεται μέχρι την τυπική περάτωση της ανάκρισης, καλεί τον κατηγορούμενο και τον παθόντα και, προκειμένου περί του δημοσίου τον οριζόμενο βάσει των κείμενων διατάξεων νόμιμο εκπρόσωπό του να εμφανισθούν ενώπιόν του, μετά ή δια των συνηγόρων τους, για συνδιαλλαγή. Ο εισαγγελέας διορίζει υποχρεωτικά συνήγορο στον διάδικο, που δεν έχει, από τον σχετικό πίνακα του οικείου δικηγορικού συλλόγου (άρθρο 301 παρ. 2). Δεν περιγράφεται στο νόμο πώς υποβάλλεται το σχετικό αίτημα. Επειδή όμως προβλέπεται (στην παράγραφο 5) η καταστροφή της «αίτησης» και του «οικείου υλικού», συνάγεται ότι απαιτείται να υποβληθεί αυτοτελής έγγραφη αίτηση είτε ενώπιον του ανακριτή, είτε του εισαγγελέα. Αν, για παράδειγμα, υποβληθεί τέτοιο αίτημα προφορικά από τον κατηγορούμενο κατά την ενώπιον του ανακριτή απολογία του, ο ανακριτής θα προτρέψει τον κατηγορούμενο να υποβάλει αυτοτελή έγγραφη αίτηση, ώστε, σε περίπτωση μη ευόδωσης της διαδικασίας, αυτή να καταστραφεί.

Ο εισαγγελέας τάσσει προθεσμία δεκαπέντε ημερών στους διαδίκους για τη σύνταξη του πρακτικού συνδιαλλαγής, στο οποίο περιέχεται η ομολογία του κατηγορουμένου για την πράξη για την οποία κατηγορείται και βεβαιώνεται η απόδοση του πράγματος ή η εντελής ικανοποίηση της ζημίας που αναφέρεται στην κατηγορία. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί ύστερα από αίτηση ενός εκ των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως για δεκαπέντε ημέρες (άρθρο 301 παρ. 3. Η παρ.3 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 7 παρ.31 Ν.4637/2019).  Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να ομολογήσει ο κατηγορούμενος  την πράξη, όπως αυτή του αποδίδεται. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι, αν ο κατηγορούμενος υποβάλει το σχετικό αίτημα πριν την απόδοση της κατηγορίας σε αυτόν από τον ανακριτή, η «πράξη για την οποία κατηγορείται» δεν έχει ακόμα προσδιοριστεί κατά τις ειδικότερες περιστάσεις της. Η ρύθμιση ήταν συνεπής με τη διάταξη του άρθρου 246 παρ. 1 ΚΠΔ, πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 13 περ. 2 Ν 4637/2019, η οποία προέβλεπε ότι ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης με την παραγγελία για διενέργεια κύριας ανάκρισης, συντάσσει και το κατηγορητήριο. Μετά την κατάργηση της υποχρέωσης του εισαγγελέα να συντάσσει κατηγορητήριο, η άσκηση της ποινικής δίωξης γίνεται κατά κανόνα με την αναγραφή των άρθρων του ΠΚ, τα οποία προβλέπουν την εγκληματική συμπεριφορά. Αν λοιπόν υποβληθεί το αίτημα του κατηγορουμένου πριν την απόδοση της κατηγορίας από τον ανακριτή, ανακύπτει το ζήτημα ποιος θα προσδιορίσει τα ειδικότερα στοιχεία της κατηγορίας: ο ανακριτής, με την διαβίβαση της δικογραφίας στον εισαγγελέα, για να συνταχθεί το πρακτικό ή ο εισαγγελέας κατά τη  σύνταξη του πρακτικού; Ορθότερο είναι, μετά την κατάργηση της σχετικής υποχρέωσης του εισαγγελέα, το κατηγορητήριο  να συντάσσεται από τον ανακριτή, ώστε ο κατηγορούμενος να γνωρίζει επακριβώς τα στοιχεία της κατηγορίας, την οποία και ομολογεί.

Αν το πρακτικό συνδιαλλαγής συνταχθεί πριν από την απολογία του κατηγορουμένου, η ανάκριση θεωρείται περατωμένη ως προς αυτόν και τους συμμετόχους που το αποδέχονται. Αν το πρακτικό συνταχθεί μετά την απολογία του κατηγορουμένου, τα τυχόν επιβληθέντα για το συγκεκριμένο έγκλημα κατά το άρθρο 282 μέτρα δικονομικού καταναγκασμού αίρονται υποχρεωτικά με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών ( άρθρο 301 παρ. 4).

Αν δεν επιτευχθεί συνδιαλλαγή, η αίτηση θεωρείται ως ουδέποτε υποβληθείσα, καταστρέφεται με το οικείο υλικό και τυχόν αντίγραφά τους δεν λαμβάνονται υπόψη σε κανένα στάδιο της δίκης και σε καμία άλλη διαδικασία ( άρθρο 301 παρ. 5).  Η πρόβλεψη αυτή στην πράξη προξένησε κάποια προβλήματα και σκόπιμη θα ήταν μία διαφορετική ρύθμιση, όπως, για  παράδειγμα, εάν προβλεπόταν να τηρείται ένα ειδικό αρχείο, το οποίο θα είναι απόρρητο, δεν θα τίθεται υπόψη κανενός δικαστικού οργάνου, αλλά θα εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο «διοικητικής» φύσης ζητήματα, όπως για παράδειγμα την περίπτωση, κατά την οποία ο εισαγγελέας διορίσει αυτεπαγγέλτως συνήγορο του κατηγορουμένου σε αίτημα ποινικής διαπραγμάτευσης, η οποία, όμως, δεν ευοδώθηκε: ο αυτεπαγγέλτως διορισθείς συνήγορος θα χρειαστεί βεβαίωση του εισαγγελέα, που τον διόρισε, προκειμένου να λάβει την αμοιβή του: αν το οικείο υλικό καταστραφεί κυριολεκτικά, τότε πώς ο εισαγγελέας θα εκδώσει τη σχετική βεβαίωση, η οποία μπορεί να ζητηθεί σε επόμενο χρόνο, προκειμένου να καταβληθεί η αμοιβή του δικηγόρου;  Επίσης άλλο ζήτημα είναι πώς ακριβώς θα γίνει αυτή η καταστροφή: θα «σκίσει» τα έγγραφα ο γραμματέας ενώπιον του εισαγγελέα; Θα συνταχθεί πρακτικό καταστροφής; Ίσως θα ήταν σκόπιμη η λύση της θέσπισης ενός αρχείου, όπου θα περιλαμβάνεται το υλικό των αποτυχημένων αιτημάτων  συνδιαλλαγής, στο οποίο όμως θα δικαιολογείται η πρόσβαση αποκλειστικά και μόνο για ζητήματα που δεν άπτονται με την εκτίμηση της ουσίας οποιασδήποτε ποινικής υπόθεσης, η οποία αφορά τον αιτούντα είτε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Σε κάθε περίπτωση υφίσταται η αποδεικτική απαγόρευση τέτοιου υλικού και έτσι διασφαλίζεται η μη   αξιοποίησή του σε ποινική υπόθεση, αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη διαδικασία ( για παράδειγμα διαδικασία ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων).

Σε περίπτωση απόπειρας η βεβαίωση της παρ. 2 αφορά την χρηματική ικανοποίηση του ζημιωθέντος λόγω της ηθικής βλάβης, η οποία για την εφαρμογή των διατάξεων της ποινικής συνδιαλλαγής δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των τριάντα χιλιάδων ευρώ με την επιφύλαξη της διεκδίκησης τυχόν υπερβαινουσών το ως άνω ποσό αξιώσεων στα πολιτικά δικαστήρια. Σε περιπτώσεις συμμετοχής, η καταβολή του συμφωνημένου χρηματικού ποσού από ένα συμμέτοχο, ωφελεί και τους υπολοίπους. Αν κάποιος από τους συμμέτοχους δεν επιθυμεί την ποινική συνδιαλλαγή, η υπόθεση χωρίζεται και ακολουθείται ως προς αυτόν η τακτική διαδικασία. Η διαδικασία του παρόντος άρθρου δεν επεκτείνεται στα συρρέοντα εγκλήματα που δεν περιλαμβάνονται στα εγκλήματα της παρ. 1, ως προς τα οποία η δικογραφία χωρίζεται με πράξη του ανακριτή ( άρθρο 301 παρ. 6). Προφανώς η αναφορά γίνεται στη βεβαίωση της παραγράφου 3. Για λόγους ορθής εφαρμογής του θεσμού οφείλει να διασαφηνιστεί ότι το πρακτικό ποινικής συνδιαλλαγής των διαδίκων αφορά μόνο την υλική ζημία του παθόντα, που περιλαμβάνεται στη ποινική κατηγορία και, ως εκ τούτου, όπως και στη περίπτωση της χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη, ο παθών – και ασφαλώς και το Δημόσιο ως ζημιωθέν – έχει δικαίωμα να διατυπώνει επιφύλαξη στο πρακτικό αυτό για τη νόμιμη απαίτηση αποζημίωσης για κάθε τυχόν περαιτέρω ζημία του από το αδίκημα, χωρίς η επιφύλαξη αυτή να εμποδίζει τη συνέχιση και ολοκλήρωση της διαδικασίας της ποινικής συνδιαλλαγής ( αιτιολογική έκθεση Ν 4637/2019) .

Μέσα σε πέντε ημέρες από τη σύνταξη του σχετικού πρακτικού, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών διαβιβάζει το σχετικό πρακτικό μαζί με τη λοιπή δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος εισάγει αμέσως την υπόθεση με απευθείας κλήση στο Μονομελές Εφετείο, κλητεύοντας τον κατηγορούμενο και τον ζημιωθέντα ( άρθρο 301 παρ. 7).  Είναι προφανές ότι, λόγω του ειδικότερου αυτού τρόπου παραπομπής και εφόσον δεν προβλέπεται, ο εισαγγελέας εφετών δεν ζητά τη σύμφωνη γνώμη του προέδρου εφετών.

Το δικαστήριο, εκτιμώντας το πρακτικό συνδιαλλαγής και τα στοιχεία της λοιπής δικογραφίας, κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο και επιβάλλει σε αυτόν, κατά το άρθρο 79 ΠΚ, ποινή που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή επί επιβαρυντικών περιστάσεων τα δύο έτη. Σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 94 επ. ΠΚ. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, χωρίς να δεσμεύεται από το πρακτικό συνδιαλλαγής, τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 368 περ. β` και γ` ΚΠΔ και δικαιούται να μεταβάλει τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης προς όφελος του κατηγορουμένου. Η εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής κατά τα ανωτέρω αναστέλλεται και μετατρέπεται σε παροχή κοινωφελούς εργασίας με τις προϋποθέσεις των άρθρων 99, 100 και 104Α ΠΚ. Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται. Ο χαρακτήρας των πράξεων της παρ. 1, για τις οποίες έλαβε χώρα η ποινική συνδιαλλαγή, εξακολουθεί να παραμένει κακουργηματικός ( άρθρο 301 παρ. 8).  Και η  διάταξη αυτή αναδεικνύει αυτό, που ήδη έχει διαφανεί, ότι δηλαδή μεταξύ του ΚΠΔ και του ΠΚ δεν υφίσταται συντονισμός στη ρύθμιση όμοιων περιπτώσεων. Συγκεκριμένα: στο άρθρο 368 περ. β` και γ`ΚΠΔ προβλέπεται ως τρόπος περάτωσης της ποινικής δίκης ότι επί εξάλειψης του αξιοποίνου παύει οριστικά η ποινική δίωξη ( 368 εδ. α περ. β), ότι  κηρύσσεται η ποινική δίωξη απαράδεκτη, στις περιπτώσεις που προβλέπεται ( 368 εδ. α περ. γ ), αλλά και η αθώωση  του κατηγορούμενου, αν το δικαστήριο δεχθεί έμπρακτη μετάνοια ή λόγο δικαστικής άφεσης της ποινής (368 εδ. β). Έτσι, για παράδειγμα,  σε περίπτωση κακουργηματικής απάτης, που μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή στο ακροατήριο ο κατηγορούμενος ικανοποίησε πλήρως και αποδεδειγμένα τον ζημιωθέντα, υποχρεωτικά θα απαλλαγεί από την ποινή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 405 παρ. 3 α ΠΚ, άρα θα αθωωθεί, αφού προβλέπεται υποχρεωτικός λόγος απαλλαγής από την ποινή και έτσι δεν μπορεί να καταδικασθεί, κατά τις ειδικότερες προβλέψεις του άρθρου 301 παρ. 8. Και βέβαια στην περίπτωση ποινικής συνδιαλλαγής θα επιληφθεί το Μονομελές Εφετείο, ενώ στην περίπτωση του άρθρου 405 το αρμόδιο δικαστήριο, το οποίο, επί κακουργηματικής απάτης, είναι το Τριμελές Εφετείο. Όμοια προβληματική ανακύπτει και στις περιπτώσεις των κακουργημάτων που ρυθμίζονται από τη διάταξη του άρθρου 381 παρ. 3 ΠΚ.  Ρητά προβλέπεται ότι, παρά το γεγονός πως η απόφαση είναι καταδικαστική, δεν επιβάλλονται δικαστικά έξοδα. Η ίδια πρόβλεψη περιλαμβάνεται και στο άρθρο 302 παρ. 7, όχι όμως στις διατάξεις του άρθρου 303 ΚΠΔ.

Κατά της απόφασης του δικαστηρίου χωρεί μόνο αναίρεση ( άρθρο 301 παρ. 9).

Β.  Ποινική συνδιαλλαγή μετά την τυπική περάτωση της ανάκρισης και  «μέχρι το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας» στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ( άρθρο 302 ΚΠΔ)

Στις περιπτώσεις που έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα που προβλέπεται στην παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου το κατά το προηγούμενο άρθρο αίτημα του κατηγορουμένου, μετά την τυπική περάτωση της ανάκρισης και μέχρι την έκδοση παραπεμπτικού βουλεύματος ή τη διατύπωση σύμφωνης γνώμης του προέδρου εφετών για απευθείας παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, υποβάλλεται στον εισαγγελέα ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η δικογραφία. Στην περίπτωση αυτή διατάσσεται περαιτέρω κυρία ανάκριση, ανακαλουμένης της πρότασης του εισαγγελέα προς το δικαστικό συμβούλιο ή τον πρόεδρο εφετών, αν συντρέχει περίπτωση, και ακολουθείται η διαδικασία του προηγούμενου άρθρου ( άρθρο 302 παρ. 1). Η παράγραφος 1 ρυθμίζει την περίπτωση, κατά την οποία το αίτημα του κατηγορουμένου υποβληθεί μετά την τυπική περάτωση της ανάκρισης ( άρα δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 301), αλλά πριν την έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος ή τη διατύπωση της σύμφωνης γνώμης του προέδρου εφετών. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η πρόταση του εισαγγελέα ανακαλείται και διατάσσεται η διενέργεια περαιτέρω κύριας ανάκρισης. Ωστόσο η κύρια ανάκριση που προβλέπεται ότι θα διενεργηθεί περαιτέρω, δεν φαίνεται να έχει κάποιο αντικείμενο, δηλαδή ο ανακριτής δεν θα προβεί σε κάποια ανακριτική πράξη, καθώς ο μόνος αρμόδιος για συνδιαλλαγή είναι ο εισαγγελέας. Και σε αυτήν την περίπτωση αρμόδιο δικαστήριο θα είναι το Μονομελές Εφετείο, καθώς δεν θα έχει χωρήσει αμετάκλητη παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο και η διάταξη παραπέμπει στο άρθρο 301, με τις προβλέψεις του οποίου καθιερώνεται η αρμοδιότητα του Μονομελούς Εφετείου.

Αν το κατά την προηγούμενη παράγραφο αίτημα του κατηγορουμένου υποβληθεί μετά την έκδοση παραπεμπτικού βουλεύματος ή μετά την διατύπωση σύμφωνης γνώμης του προέδρου εφετών κατά το άρθρο 309 παρ. 2 και μέχρι την επίδοση κλήσης ή κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο, ο αρμόδιος εισαγγελέας εισάγει το αίτημα του κατηγορουμένου στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση και στην ίδια δικάσιμο με αυτή. Αν έχει γίνει επίδοση της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος και η δικάσιμος που ορίστηκε υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες, ο εισαγγελέας μπορεί να αποσύρει την υπόθεση από την ορισθείσα δικάσιμο και να ορίσει κατ`απόλυτη προτεραιότητα νέα δικάσιμο, στην οποία να εισαγάγει το αίτημα του κατηγορουμένου στο αρμόδιο δικαστήριο ( άρθρο 302 παρ. 2.  Το δεύτερο εδάφιο της παρ.2 προστέθηκε  με το άρθρο 7 παρ.31 Ν.4637/2019). Σύμφωνα με την αιτιολογική  έκθεση του Ν 4637/2019 «η προσθήκη εδαφίου β ́ στην παράγραφο 2 του άρθρου 302 ΚΠΔ καθιστούν δυνατή την επίσπευση των διαδικασιών ποινικής συνδιαλλαγής και ποινικής διαπραγμάτευσης στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες έχει γίνει επίδοση της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος και η δικάσιμος που ορίστηκε υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο προωθείται η επιτάχυνση της διαδικασίας σε όσες περιπτώσεις υφίστανται αποκαταστατικής ή συμβιβαστικής μορφής αιτήματα των κατηγορουμένων». Αυτή η ρύθμιση όμως, η οποία προβλέπεται και για τις υποθέσεις της ποινικής διαπραγμάτευσης, δεν τροποποιεί την αρμοδιότητα του δικαστηρίου. Έτσι, ενώ, σύμφωνα με τον διαφαινόμενο αρχικό στόχο του νΚΠΔ, όπως αυτός αποτυπώνεται στην αιτιολογική του έκθεση, ήταν οι υποθέσεις,  όπου εφαρμόζεται ποινική συνδιαλλαγή ή ποινική διαπραγμάτευση, ήταν να εκδικάζονται από το Μονομελές Εφετείο, ακόμα και μετά την προσθήκη αυτή με το Ν 4637/2019, η αρμοδιότητα του δικαστηρίου, σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα ή την σύμφωνη γνώμη του προέδρου εφετών, δεν μεταβάλλεται. ‘Ετσι αρμόδιο δικαστήριο για να δικάσει τις υποθέσεις αυτές είναι πάντα το Μονομελές Εφετείο μέχρι την έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος ή μέχρι τη διατύπωση της σύμφωνης γνώμης του προέδρου εφετών, ενώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις είναι κατά περίπτωση είτε το Τριμελές είτε το Μονομελές Εφετείο.

Στην περίπτωση των κακουργημάτων του προηγούμενου άρθρου (301) το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που είναι αρμόδιο να κρίνει την ουσία της υπόθεσης, αν έχει υποβληθεί αίτημα σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο ή υποβληθεί μέχρι το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, μπορεί να διακόψει τη συζήτηση της υπόθεσης και να τάξει προθεσμία έως δεκαπέντε ημερών στους συνηγόρους των διαδίκων για τη σύνταξη πρακτικού συνδιαλλαγής, στο οποίο περιέχεται ομολογία του κατηγορουμένου για την πράξη για την οποία κατηγορείται και βεβαιώνεται η πλήρης ικανοποίηση του ζημιωθέντος, όπως ορίζεται στις παρ. 2 και 3 του προηγούμενου άρθρου. Το αίτημα του κατηγορουμένου που υποβάλλεται στο ακροατήριο, καταχωρίζεται σε ειδικά πρακτικά, που τηρούνται αποκλειστικά για τον σκοπό αυτό κατά το άρθρο 141 παρ. 4 ΚΠΔ.( άρθρο 302 παρ. 3. Το πρώτο εδάφιο της παρ.3  αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 7 παρ.31 Ν.4637/2019)

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ενεργεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού στην περίπτωση των πλημμελημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 216 παράγραφος 1 και 2,242 παράγραφος 1 ΠΚ και στους νόμους 1599/1986, 2803/2000, 2960/2001, 4557/2018 και 4174/2013, καθώς και των πλημμελημάτων που χωρίς βία ή απειλή στρέφονται κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας ( άρθρο 302 παρ. 4 . Η πιο πάνω νέα παράγραφος 4 προστέθηκε  και οι παράγραφοι 4,5,6 και 7 αναριθμήθηκαν σε παραγράφους 5,6,7 και 8 με το άρθρο 7 παρ.31 Ν.4637/2019).

Αν δεν επιτευχθεί συνδιαλλαγή, η αίτηση του κατηγορουμένου θεωρείται ως ουδέποτε υποβληθείσα και τα ειδικά πρακτικά του άρθρου 141 παρ. 4 που τηρήθηκαν για τον σκοπό αυτό καταστρέφονται με το οικείο υλικό και τυχόν αντίγραφά τους δεν λαμβάνονται υπόψη σε κανένα στάδιο της δίκης και σε καμία άλλη διαδικασία (άρθρο 302 παρ. 5). Για τα προβλήματα που γεννώνται στην πράξη, αναφορικά με την καταστροφή της αίτησης και του οικείου υλικού, ισχύουν τα όσα αναφέρθηκαν στη διάταξη του άρθρου 301 παρ. 5 .

Οι διατάξεις των παρ. 3 εδ. β`, 5 και 6 του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως. ( άρθρο 302 παρ. 6 ).

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το πρακτικό συνδιαλλαγής και τα στοιχεία της λοιπής δικογραφίας, κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο και επιβάλλει σε αυτόν, κατά το άρθρο 79 ΠΚ, ποινή που δεν υπερβαίνει επί κακουργημάτων τα δυο έτη, ή επί επιβαρυντικών περιστάσεων τα τρία έτη, και επί πλημμελημάτων τους έξι και δώδεκα μήνες αντίστοιχα.» Η εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής κατά τα ανωτέρω μετατρέπεται σε παροχή κοινωφελούς εργασίας και αναστέλλεται με τις προϋποθέσεις των άρθρων 99, 100, 104Α και 105Α ΠΚ. Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται. Ο χαρακτήρας των πράξεων της παρ. 1 του άρθρου 301, για τις οποίες έλαβε χώρα η ποινική συνδιαλλαγή, εξακολουθεί να παραμένει κακουργηματικός. ( άρθρο 302 παρ. 7. Το πρώτο εδάφιο α` της παρ.7    αντικαταστάθηκε ως άνω  με το άρθρο 7 παρ.31 Ν.4637/2019). Ρητά προβλέπεται ότι, παρά το γεγονός πως η απόφαση είναι καταδικαστική, δεν επιβάλλονται δικαστικά έξοδα. Η ίδια πρόβλεψη περιλαμβάνεται και στο άρθρο 301 παρ. 8, όχι όμως στις διατάξεις του άρθρου 303 ΚΠΔ. Επίσης οι ίδιοι προβληματισμοί ισχύουν και εδώ, όπως εκτέθηκαν ανωτέρω, υπό άρθρο 301 παρ. 8 ΚΠΔ, αναφορικά με τον λόγο δικαστικής άφεσης της ποινής λόγω πλήρους ικανοποίησης του παθόντος, για την περίπτωση που αυτή λάβει χώρα μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, οπότε διεκδικεί εφαρμογή η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 405 ΠΚ και εκδίδεται αθωωτική απόφαση. Όμοια είναι και η περίπτωση των κακουργημάτων του άρθρου 381 παρ. 3 ΠΚ, εφόσον η πλήρης- εντελής ικανοποίηση του παθόντος ή η απόδοση του πράγματος λάβει χώρα επίσης μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο.

Κατά της απόφασης του δικαστηρίου χωρεί μόνον αναίρεση (άρθρο 302 παρ. 8).

  1. IV. Ποινική διαπραγμάτευση ( άρθρο 303 ΚΠΔ)

Στις περιπτώσεις των αυτεπαγγέλτως διωκομένων εγκλημάτων, εξαιρουμένων των κακουργημάτων: α) που απειλούνται και με ποινή ισόβιας κάθειρξης και β) που προβλέπονται στο άρθρο 187Α ΠΚ και στο δέκατο ένατο κεφάλαιο του ΠΚ, ο κατηγορούμενος δικαιούται μέχρι την τυπική περάτωση της κύριας ανάκρισης ή της προανάκρισης να ζητήσει εγγράφως ο ίδιος ή διά του συνηγόρου του την έναρξη της διαδικασίας ποινικής διαπραγμάτευσης, αντικείμενο της οποίας μπορεί να είναι μόνο η επιβλητέα κύρια ή παρεπόμενη ποινή ( άρθρο 303 παρ. 1). Στην παράγραφο 1 περιγράφεται το πρώτο στάδιο της διαδικασίας, που περιλαμβάνει την υποβολή αίτησης εκ μέρους του κατηγορουμένου. Προϋπόθεση, όπως συνάγεται από την διάταξη, είναι να έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, είτε με την παραγγελία για προανάκριση, είτε για κύρια ανάκριση.  Προφανώς και δεν καταλαμβάνεται η  αυτεπάγγελτη ( αστυνομική) προανάκριση, ούτε και η προκαταρκτική εξέταση, καθώς απαιτείται ( βλ. στις επόμενες παραγράφους) ομολογία του κατηγορουμένου, για την πράξη, για την οποία κατηγορείται. Εξάλλου το γεγονός ότι το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης είναι η επιβλητέα ποινή, σαφώς και αποκλείει αυτονόητα την  αυτεπάγγελτη προανάκριση, όπου υφίσταται  θεωρητικά η δικονομική δυνατότητα να μην ασκηθεί ποινική δίωξη, ακόμα και μετά την ομολογία του δράστη ενώπιον της αστυνομικής αρχής ( π.χ. προσχηματική ομολογία ή για να καλυφθούν ευθύνες άλλου προσώπου). Το αίτημα υποβάλλεται γραπτώς, καθώς στην παράγραφο 3  γίνεται αναφορά σε «γραπτή αίτηση» του κατηγορουμένου. Η αίτηση υποβάλλεται έως την τυπική περάτωση της κύριας ανάκρισης, δηλαδή τη διαβίβαση της δικογραφίας από τον ανακριτή στον εισαγγελέα μετά την τελευταία ανακριτική πράξη και τη γνωστοποίηση του πέρατος της κύριας ανάκρισης από τον ανακριτή.

Μετά την υποβολή του ανωτέρω αιτήματος η δικογραφία διαβιβάζεται επί μεν των πλημμελημάτων στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών επί δε των κακουργημάτων στον εισαγγελέα εφετών, οι οποίοι οφείλουν να κρίνουν αν η συγκεκριμένη ποινική υπόθεση είναι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων τέλεσης της πράξης και της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, κατάλληλη προς διαπραγμάτευση. Προς τον σκοπό αυτό ο εισαγγελέας καλεί υποχρεωτικά τον κατηγορούμενο να εμφανισθεί ενώπιόν του μετά ή δια συνηγόρου και, αν το κρίνει αναγκαίο, τον παθόντα μετά ή δια συνηγόρου. Αν ο κατηγορούμενος δεν έχει συνήγορο ο εισαγγελέας του διορίζει υποχρεωτικά από τον σχετικό πίνακα του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Στα εγκλήματα της παρ. 1 του άρθρου 301 ο εισαγγελέας δικαιούται κατά την κρίση του να εξαρτήσει την έναρξη της διαπραγμάτευσης, από την πλήρη αποκατάσταση της ζημίας ή από τη σοβαρή προσπάθεια του υπαιτίου να αποκαταστήσει τη ζημία ( άρθρο 303 παρ. 2).  Στο δεύτερο αυτό στάδιο ο εισαγγελέας κρίνει αν η υπόθεση είναι κατάλληλη για διαπραγμάτευση. Αυτή είναι μία αποκλειστική ευχέρεια του εισαγγελέα, ο οποίος μπορεί να θεωρήσει ότι η υπόθεση δεν είναι «κατάλληλη προς διαπραγμάτευση», χωρίς να είναι υποχρεωμένος να αιτιολογήσει την κρίση του αυτή, καθώς κάτι τέτοιο δεν απαιτείται – και δεν θα μπορούσε άλλωστε, αφού η μη-ευοδωθείσα αίτηση διαπραγμάτευσης καταστρέφεται και δεν λαμβάνεται υπόψη σε κανένα στάδιο της δίκης (βλ. επόμενη παράγραφο).   Λαμβάνοντας τη διατύπωση του νόμου, ανακύπτει το ερώτημα εάν ο εισαγγελέας είναι υποχρεωμένος σε κάθε περίπτωση να καλέσει τον κατηγορούμενο, προκειμένου να κρίνει εάν η υπόθεση είναι ή όχι κατάλληλη για διαπραγμάτευση. Εκτιμώντας το σκοπό του νόμου και το σύνολο των σχετικών διατάξεων, φαίνεται πως μάλλον ο νόμος προτρέπει και όχι υποχρεώνει τον εισαγγελέα να καλέσει τον κατηγορούμενο ή, ενδεχομένως, και τον παθόντα. Και τούτο διότι σε μία περίπτωση, κατά την οποία εξ αρχής προκύπτει ότι δεν υπάρχει έδαφος εφαρμογής της διάταξης (π.χ. ο κατηγορούμενος  υποβάλλει αίτημα για διαπραγμάτευση αρνούμενος την πράξη, όπως του αποδίδεται ή λέγοντας ότι αυτή συνιστά άλλο αδίκημα, ελαφρύτερο  κλπ) : σε τέτοια περίπτωση εξ αρχής προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος δεν είναι διατεθειμένος να ομολογήσει την πράξη, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη και άρα κάθε διαδικασία ενώπιον του εισαγγελέα ( κλήση του κατηγορουμένου ή και του συνηγόρου του, εμφάνισή τους ενώπιον του εισαγγελέα, συζήτηση ) θα ήταν απλώς απώλεια χρόνου και ωρών εργασίας.

Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του εισαγγελέα και του κατηγορουμένου, η ποινική διαδικασία συνεχίζεται κανονικά. Η γραπτή αίτηση του κατηγορουμένου θεωρείται ως ουδέποτε υποβληθείσα, καταστρέφεται με το οικείο υλικό και τυχόν αντίγραφά της δεν λαμβάνονται υπόψη σε κανένα στάδιο της δίκης και σε καμία άλλη διαδικασία. ( άρθρο 303 παρ. 3). Για τα προβλήματα που γεννώνται στην πράξη, αναφορικά με την καταστροφή της αίτησης και του οικείου υλικού, ισχύουν τα όσα αναφέρθηκαν στη διάταξη του άρθρου 301 παρ. 5 ΚΠΔ .

Αν ο κατηγορούμενος, αφού λάβει γνώση των στοιχείων της δικογραφίας, συμφωνήσει με τον εισαγγελέα την επιβλητέα ποινή, συντάσσεται πρακτικό διαπραγμάτευσης, που υπογράφεται από τον εισαγγελέα και από τον κατηγορούμενο και τον παριστάμενο συνήγορό του. Το πρακτικό διαπραγμάτευσης περιέχει την ομολογία του κατηγορουμένου για την πράξη για την οποία κατηγορείται, την συμφωνηθείσα ποινή καθώς και τον τρόπο έκτισής της. Η προτεινόμενη ποινή καθορίζεται με βάση την απαξία, τις συνθήκες τέλεσης της πράξης, τον βαθμό της υπαιτιότητας καθώς και την προσωπικότητα και τους οικονομικούς όρους του κατηγορουμένου και δεν μπορεί να υπερβεί τα πέντε έτη φυλάκισης στα κακουργήματα που τιμωρούνται με κάθειρξη μέχρι δέκα έτη, τα επτά έτη στα κακουργήματα που τιμωρούνται με κάθειρξη άνω των δέκα ετών, και τα δύο έτη στα πλημμελήματα, ούτε μπορεί να είναι κατώτερη των δύο ετών στα κακουργήματα που τιμωρούνται με πρόσκαιρη κάθειρξη. Για την αναστολή ή μετατροπή της προτεινόμενης ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 99, 100, 104Α και 105Α ΠΚ. Στο πρακτικό διαπραγμάτευσης ορίζεται υποχρεωτικά πληρεξούσιος δικηγόρος και αντίκλητος του κατηγορουμένου, στον οποίο παρέχεται η εντολή να τον εκπροσωπήσει στο ακροατήριο.( άρθρο 303 παρ. 4).  Η δήλωση του κατηγορουμένου ότι ομολογεί την πράξη δεν ανακαλείται. Δεν μπορεί δηλαδή ο κατηγορούμενος, μετά την υπογραφή του πρακτικού διαπραγμάτευσης,  να μεταστρέψει την άποψή του και να δηλώσει στο δικαστήριο ότι  ανακαλεί την ομολογία του και ότι επιθυμεί να δικαστεί εξ αρχής η υπόθεσή του. Ήδη το ζήτημα αντιμετωπίστηκε και το Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης υιοθέτησε  την άποψη αυτή δεχόμενο ότι το πρακτικό διαπραγμάτευσης, εφόσον συνταχθεί νομότυπα, δεν μπορεί να ανακληθεί, ούτε και ο κατηγορούμενος να μεταστρέψει την δήλωσή του ότι ομολογεί την πράξη. Επίσης, η ποινή θα εκτιθεί όπως προβλέπεται στο πρακτικό διαπραγμάτευσης. Δεν προβλέπεται η δυνατότητα του δικαστηρίου να ορίσει άλλον τρόπο έκτισης της ποινής. Μπορεί μόνο ι) να απαλλάξει τον κατηγορούμενο, αν συντρέξει περίπτωση του άρθρου 368 β, γ ΠΚ, ιι) να μεταβάλει το νομικό χαρακτηρισμό προς όφελος του κατηγορουμένου και ιιι) να επιβάλει μικρότερη ποινή ( παρ. 6).

Αν το πρακτικό διαπραγμάτευσης συνταχθεί πριν από την απολογία του κατηγορουμένου η ανάκριση θεωρείται περατωμένη ως προς αυτόν, εκτός αν ο εισαγγελέας θεωρεί ότι συντρέχει περίπτωση να επιβληθούν περιοριστικοί όροι, οπότε ο ανακριτής λαμβάνει απολογία του κατηγορουμένου, μετά την οποία ο ανακριτής μπορεί να αφήσει τον κατηγορούμενο ελεύθερο ή να εκδώσει διάταξη για την επιβολή περιοριστικών όρων κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 283. Αν το πρακτικό διαπραγμάτευσης συνταχθεί μετά την απολογία του κατηγορουμένου, ο εισαγγελέας μπορεί με διάταξή του να άρει ή να αντικαταστήσει τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού που τυχόν έχουν επιβληθεί στον κατηγορούμενο. Η διαδικασία του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται και η δικογραφία χωρίζεται με πράξη του ανακριτή ως προς τους κατηγορουμένους, για τους οποίους δεν έχει συνταχθεί πρακτικό διαπραγμάτευσης και ως προς τα συρρέοντα εγκλήματα που δεν περιλαμβάνονται σε εκείνα της παρ. 1.  Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 302 ισχύουν αναλόγως  ( άρθρο 303 παρ. 5).  Το τελευταίο εδάφιο της παρ.5 προστέθηκε  με το άρθρο 7 παρ.32 Ν.4637/2019, επειδή κρίθηκε αναγκαίο για να καλυφθεί η εφαρμογή της ποινικής διαπραγμάτευσης και στην αντίστοιχη διαδικαστική φάση. Οι ίδιοι προβληματισμοί για την σκοπιμότητα της περαιτέρω κύριας ανάκρισης, μετά την ανάκληση της εισαγγελικής πρότασης, καθώς και για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου ισχύουν και στη διαδικασία αυτή, όπως εκτέθηκαν ανωτέρω, για το άρθρο 302 ΚΠΔ.  Συγκεκριμένα η παράγραφος 1 του άρθρου 302 ρυθμίζει την περίπτωση, κατά την οποία το αίτημα του κατηγορουμένου υποβληθεί μετά την τυπική περάτωση της ανάκρισης, αλλά πριν την έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος ή τη διατύπωση της σύμφωνης γνώμης του προέδρου εφετών. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η πρόταση του εισαγγελέα ανακαλείται και διατάσσεται η διενέργεια περαιτέρω κύριας ανάκρισης. Ωστόσο η κύρια ανάκριση που προβλέπεται ότι θα διενεργηθεί περαιτέρω, δεν φαίνεται να έχει κάποιο αντικείμενο, δηλαδή ο ανακριτής δεν θα προβεί σε κάποια ανακριτική πράξη, καθώς ο μόνος αρμόδιος για διαπραγμάτευση είναι ο εισαγγελέας. Και σε αυτήν την περίπτωση αρμόδιο δικαστήριο θα είναι το Μονομελές Εφετείο, καθώς δεν θα έχει χωρήσει αμετάκλητη παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο και η διάταξη παραπέμπει στο άρθρο 301, με τις προβλέψεις του οποίου καθιερώνεται η αρμοδιότητα του Μονομελούς Εφετείου.

Μέσα σε πέντε ημέρες από τη σύνταξη του πρακτικού διαπραγμάτευσης, η υπόθεση εισάγεται με απευθείας κλήση στο Μονομελές Εφετείο, επί κακουργημάτων και στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο, επί πλημμελημάτων. Στον απόντα κατηγορούμενο ορίζεται υποχρεωτικά ως συνήγορος ο αναφερόμενος στο πρακτικό διαπραγμάτευσης και αν αυτός κωλύεται άλλος συνήγορος από τον πίνακα του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Το δικαστήριο σε δημόσια συνεδρίαση κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο βάσει του πρακτικού διαπραγμάτευσης και των στοιχείων της δικογραφίας και επιβάλλει σε αυτόν, εφαρμόζοντας τα κριτήρια του άρθρου 79 ΠΚ ποινή, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει την συμφωνηθείσα μεταξύ εισαγγελέα και κατηγορούμενου. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, χωρίς να δεσμεύεται από το πρακτικό διαπραγμάτευσης, τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 368 περ. β` και γ` και δικαιούται να μεταβάλλει τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης μόνο προς όφελος του κατηγορουμένου.( άρθρο 303 παρ. 6). Παρατηρείται ότι δεν προβλέπεται σχετική απαλλαγή από την επιβολή δικαστικών εξόδων, όπως προβλέπεται στη διαδικασία της ποινικής συνδιαλλαγής ( άρθρα 301 παρ 8 και 302 παρ. 7 ΚΠΔ).  Η θέσπιση της δυνατότητας  του δικαστηρίου να μειώσει περαιτέρω τη συμφωνηθείσα ποινή στηρίχθηκε στη σκέψη ότι τυχόν πλήρης δέσμευση του ποινικού δικαστηρίου από τη συμφωνηθείσα μεταξύ κατηγορουμένου και Εισαγγελέα μειωμένη ποινή θα αντέβαινε στο άρθρο 96 παρ. 1 Σ., ενόψει του ότι η ποινή θα επιβαλλόταν de facto από τον Εισαγγελέα και όχι από το ποινικό δικαστήριο. Έτσι προκρίθηκε ότι  η προσυμφωνηθείσα ποινή είναι η ανώτατη δυνατή επιβλητέα,  ώστε και η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου στην επιμέτρηση της ποινής να διαφυλάσσεται και το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης να κατοχυρώνεται. Περαιτέρω η  δυνατότητα του ποινικού δικαστηρίου να ελέγχει το νομικό χαρακτηρισμό της πράξης στο πρακτικό διαπραγμάτευσης εκπορεύεται από την αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας, η οποία διατηρείται ως κατευθυντήρια αρχή του ελληνικού ποινικοδικονομικού συστήματος, οπότε το ποινικό δικαστήριο δεν θα πρέπει να απαλλάσσεται από την υποχρέωση να ελέγξει αν η συμφωνηθείσα ποινή μπορεί να επιβληθεί από αυτό με βάση τα πραγματικά περιστατικά και το νομικό χαρακτηρισμό, που έχει επιλέξει η κατηγορούσα αρχή.  Άρα το ποινικό δικαστήριο «διατηρεί την εξουσία, πριν καταγνώσει την προσυμφωνηθείσα ποινή, να ερευνήσει τη νομική βασιμότητα της κατηγορίας ή άλλους λόγους που αποκλείουν την ποινική ευθύνη και στην περίπτωση αυτή μπορεί και να αθωώσει, παρά τo plea bargaining, τον κατηγορούμενο ή να προσδώσει στην πράξη τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό. Τυχόν δέσμευση του ποινικού δικαστηρίου από τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης στο πρακτικό διαπραγμάτευσης θα αντέβαινε στο άρθρο 96 παρ. 1 Σ» (αιτιολογική έκθεση νΚΠΔ). Η πρόβλεψη πως η τυχόν μεταβολή του νομικού χαρακτηρισμού είναι δυνατή μόνο προς όφελος του κατηγορουμένου, υφίσταται  προκειμένου να μη δημιουργηθεί στον κατηγορούμενο αίσθημα ανασφάλειας, που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αντικίνητρο για την υπαγωγή του στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης σε συνδυασμό με την άμβλυνση του διερευνητικού καθήκοντος του δικαστηρίου σε τέτοιου είδους διαδικασίες ( αιτιολογική έκθεση νΚΠΔ). Στο σημείο αυτό είναι σημαντική η επισήμανση ότι  το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 368 περ. β` και γ`ΚΠΔ και άρα μπορεί να δεχθεί εξάλειψη του αξιοποίνου και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη ( 368 β), να κηρύξει την ποινική δίωξη απαράδεκτη, όπου προβλέπεται ( 368 γ εδ. α), αλλά μπορεί  ακόμα και να αθωώσει τον κατηγορούμενο, αν δεχθεί έμπρακτη μετάνοια ή λόγο δικαστικής άφεσης της ποινής ( 368 τελ.εδ). Οι λόγοι δικαστικής άφεσης της ποινής, που έχουν εφαρμογή σε όλα τα πλημμελήματα, προβλέπονται συγκεντρωτικά στο άρθρο 104Β ΠΚ. Κι ενώ στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού οι λόγοι που απαριθμώνται είναι δυνητικοί (το δικαστήριο μπορεί να μην επιβάλλει ποινή…), στην παράγραφο 2 ο λόγος είναι υποχρεωτικός (το δικαστήριο δεν επιβάλλει ποινή…): σε αυτή την περίπτωση, αν μεταξύ του κατηγορουμένου και του παθόντος έχει ολοκληρωθεί διαδικασία αποκαταστατικής δικαιοσύνης, όπου μπορεί να υπαχθούν και οι θεσμοί της διαμεσολάβησης και της  συνδιαλλαγής ( όπως προκύπτει και από την αιτιολογική έκθεση νέου ΠΚ), το δικαστήριο υποχρεούται να μην επιβάλει ποινή. Άρα σε μία περίπτωση πλημμελήματος, που ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ζήτησε την πλήρη αποκατάσταση της ζημίας ( 303 παρ 2 εδ. τελ. ΚΠΔ), αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος «ολοκλήρωσε διαδικασία αποκαταστατικής δικαιοσύνης», που συνιστά υποχρεωτικό λόγο δικαστικής άφεσης της ποινής και συνεπώς, παρά το πρακτικό ποινικής συνδιαλλαγής, το δικαστήριο πρέπει να  τον κηρύξει αθώο; Αν έτσι έχουν τα πράγματα, για ποιο λόγο να μεσολαβήσει η διαδικασία ενώπιον του εισαγγελέα, αφού μπορεί ο κατηγορούμενος να το ζητήσει αυτό από το δικαστήριο; Έτσι μάλλον θα καθυστερήσει και όχι   θα επιταχυνθεί η διαδικασία..

Βέβαια θα πρέπει να επισημανθεί ότι  σύμφωνα με την ίδια την αιτιολογική έκθεση του νΚΠΔ, η υπαγωγή των υποθέσεων, όπου εχώρησε ποινική συνδιαλλαγή ή ποινική διαπραγμάτευση, στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Εφετείου, έγινε διότι «στις περιπτώσεις αυτές, όπου το δικαστήριο περιορίζεται σε επιμετρητική εργασία, κρίθηκε ανεκτή και σκόπιμη η διατήρηση του μονομελούς εφετείου». Άρα εδώ ανακύπτει μία αντίφαση: πώς το δικαστήριο περιορίζεται μόνο σε «επιμετρητική εργασία», αφού μπορεί και να αθωώσει τον κατηγορούμενο ή και να τροποποιήσει το νομικό χαρακτηρισμό της πράξης;

Γεγονός είναι ότι, παρά την διστακτικότητα των εισαγγελέων για τη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων, η πρώτη ποινική διαπραγμάτευση υλοποιήθηκε στην Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης και μάλιστα από τις πρώτες ημέρες ισχύος του ΚΠΔ.  Οι πρώτες διαπραγματεύσεις εισήχθησαν στο αρμόδιο δικαστήριο, το οποίο είτε επέβαλε τις ίδιες ποινές, είτε αναγνώρισε ελαφρυντικές περιστάσεις μειώνοντας την ποινή. Αυτές όμως οι δικονομικές δυνατότητες του δικαστηρίου στην πορεία αποδεικνύεται ότι ενίσχυσαν την διστακτικότητα των εισαγγελέων για την εφαρμογή του θεσμού. Συγκεκριμένα εύλογα ανακύπτει ο προβληματισμός γιατί να παρεμβληθεί μία επιπλέον διαδικασία ενώπιον του εισαγγελέα, όπου ο κατηγορούμενος «αποζημιώνεται» για την ομολογία του, δείχνει στάση μεταμέλειας  και τυγχάνει ιδιαιτέρως ευνοικής μεταχείρισης με μία πολύ μικρότερη από την αρχικά απειλούμενη ποινή και στη συνέχεια να ακολουθεί η επ΄ακροατηρίω διαδικασία, κατά την οποία μπορεί να εκδικασθεί εκ νέου η υπόθεση (αφού ο κατηγορούμενος μπορεί να επιδιώξει μέχρι και την αθώωσή του ή τουλάχιστον την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων): αυτό επιβραδύνει και όχι επιταχύνει τη διαδικασία, με αποτέλεσμα να υπάρχει η σκέψη ότι, εφόσον το δικαστήριο θα απασχοληθεί με την εκδίκαση της υπόθεσης, δεσμευόμενο μάλιστα από το ανώτατο όριο ποινής που καθορίστηκε με το πρακτικό της ποινικής διαπραγμάτευσης, είναι περιττή η παρεμβολή μίας ενδιάμεσης διαδικασίας ενώπιον του εισαγγελέα και γίνεται αποκλειστικά και μόνο για να δεσμευθεί το δικαστήριο σε ένα (μικρότερο από το αρχικά προβλεπόμενο) ανώτατο όριο ποινής.

Διαπραγμάτευση μπορεί να γίνει και στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, με αίτηση του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του, που έχει ειδική προς τούτο εξουσιοδότηση που καταχωρείται στο ειδικό πρακτικό κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 141 παρ. 4. Στην περίπτωση αυτή η διαπραγμάτευση διεξάγεται μεταξύ του κατηγορουμένου και του εισαγγελέα της έδρας. Αν ο κατηγορούμενος δεν έχει συνήγορο, το δικαστήριο του διορίζει υποχρεωτικά από τον σχετικό πίνακα του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Η υποβολή του αιτήματος διαπραγμάτευσης δεν αποτελεί υποχρεωτικό λόγο αναβολής της δίκης, μπορεί όμως το δικαστήριο να διακόψει τη συζήτηση και να τάξει προθεσμία έως δεκαπέντε ημερών για τη σύνταξη του πρακτικού διαπραγμάτευσης σύμφωνα με την παράγραφο 4. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του εισαγγελέα και του κατηγορουμένου, εφαρμόζεται αναλόγως «η παρ. 4 του άρθρου 302».(άρθρο 303 παρ. 7. Το τέταρτο εδάφιο της παρ.7 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 7 παρ.32 Ν.4637/2019. Οι λέξεις «η παρ. 3 του παρόντος»  στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 7 αντικαταστάθηκαν από τις λέξεις «η παρ. 4 του άρθρου 302»,ως άνω, με την περ.16 άρθρου 8   Ν. 4637/2019).

Σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων η διαπραγμάτευση μπορεί να αφορά ένα ή περισσότερα από αυτά. (άρθρο 303 παρ. 8).

Κατά της απόφασης του δικαστηρίου χωρεί μόνο αναίρεση.(άρθρο 303 παρ.9). Ήδη αντιμετωπίστηκε το θέμα και στην πράξη, καθώς κατά απόφασης Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο βάσει του πρακτικού διαπραγμάτευσης, ο τελευταίος άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με σχετικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.

  1. V. Ποινική διαταγή

Η ποινική διαταγή, προβλέπεται στο άρθρο 409 ΚΠΔ, και  είναι μια μορφή συνοπτικής διαδικασίας, η οποία μπορεί να εφαρμοστεί σε πλημμελήματα αρμοδιότητας του Μονομελούς Πλημ/κείου, για τα οποία   απειλείται ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή και οι δύο ποινές. Αφορά σε ήσσονος σημασίας πλημμελήματα. Είναι μία  διαδικασία προς το σκοπό ταχύτερης χρονικά απονομής της δικαιοσύνης όταν: α)  το αποδεικτικό υλικό είναι επαρκές και β) κρίνεται από τον εισαγγελέα ότι η ακροαματική διαδικασία δεν έχει τίποτα άλλο να προσφέρει στη συγκέντρωση και αξιοποίησή του. Αν  ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών κρίνει πως δεν χρειάζεται συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού υποβάλλει αίτηση για έκδοση ποινικής διαταγής. Η αίτηση αυτή απευθύνεται προς τον δικαστή (πρωτοδίκη), ο οποίος εκτιμά εάν τα στοιχεία του υποβληθέντος αποδεικτικού υλικού είναι επαρκή για την ενοχή του κατηγορουμένου, ή όχι, χωρίς όμως ακροαματική διαδικασία και προηγούμενη ακρόαση του κατηγορουμένου σε δημόσια συνεδρίαση.

Όταν ο δικαστής κρίνει ανεπαρκές το αποδεικτικό υλικό, παραπέμπει την υπόθεση στον εισαγγελέα, προκειμένου να ακολουθηθεί η τακτική διαδικασία, για να εισαχθεί από αυτόν στο ακροατήριο με την επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος. Εάν όμως ο δικαστής κρίνει επαρκές το αποδεικτικό υλικό, εκδίδει ποινική διαταγή, επιβάλλοντας χρηματική ποινή, μειωμένη κατά τα δύο τρίτα, σε σχέση με το οριζόμενο στο νόμο πλαίσιο ποινής ή ποινή φυλάκισης, με υφ’ όρο αναστολή αυτής (οι δυνητικοί όροι προβλέπονται στο άρθρο 99 παρ. 2 του ΠΚ).

Το περιεχόμενο της ποινικής διαταγής περιλαμβάνει τα στοιχεία του άρθ. 140 α΄- γ΄ του ΚΠΔ (ήτοι   τόπο και χρόνο έκδοσης της ποινικής διαταγής , το ονοματεπώνυμο του εκδόσαντος δικαστή, το ονοματεπώνυμο και λοιπά στοιχεία κατηγορουμένου), την συγκεκριμένη πράξη για την οποία εκδόθηκε η διαταγή με μνεία του ποινικού νόμου που την προβλέπει, καθώς και την επιβλητέα ποινή.

Στο  412 του ΚΠΔ προβλέπεται  η διαδικασία υποβολής αντιρρήσεων από εκείνον που καταδικάστηκε  κατά της ποινικής διαταγής, σε προθεσμία 15 ημερών από την επίδοσή της. Καθορίζεται ως τρόπος υποβολής της, η έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας του δικαστηρίου που την εξέδωσε, ήτοι αυτός του Μονομελούς Πλημ/κείου ή ο γραμματέας του Ειρηνοδικείου του τόπου κατοικίας του κατηγορουμένου. Η συζήτηση επί των αντιρρήσεων γίνεται μετά από κλήτευση του κατηγορουμένου και το μόνο ερευνητέο θέμα είναι εάν οι αντιρρήσεις είναι εμπρόθεσμες. Σε θετική περίπτωση ανατρέπεται η απόφαση της ποινικής διαταγής και η υπόθεση συζητείται με την κοινή διαδικασία. Η  απόφαση επί των αντιρρήσεων υπόκειται σε ένδικα μέσα σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του κώδικα, ενώ στην εκδίκαση της υπόθεσης μετά από υποβληθείσες αντιρρήσεις κατά ποινικής διαταγής, δεν ισχύει η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου, καθώς δεν πρόκειται για διαφορετικούς βαθμούς δικαιοδοσίας, αλλά για δύο διαφορετικές διαδικασίες.

Διαπιστώνεται ότι μέχρι τώρα ο θεσμός της ποινικής διαταγής δεν έχει τύχει ευρείας εφαρμογής στην πράξη. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι και με τον πρόσφατο Ν 4689/2020 οι σχετικές ρυθμίσεις περί υφ΄όρον παραγραφής των ελαφρών πλημμελημάτων οδήγησαν στην απόσυρση αυτών των δικογραφιών μειώνοντας έτσι την δικαστηριακή ύλη, όπου θα μπορούσε να εφαρμοστεί η ποινική διαταγή. Διαπιστώνεται όμως διάθεση εφαρμογής της διαδικασίας αυτής, καθώς όλο και περισσότερο αναπτύσσεται η εξοικείωση των εισαγγελέων και πρωτοδικών  με αυτήν.

  1. VI. Συμπερασματικά

 

Η νέα νομοθεσία είναι φανερό ότι παρέχει πολλές δυνατότητες για την διεκπεραίωση των ποινικών υποθέσεων στα πρώτα δικονομικά στάδια και διαπνέεται από ισχυρό πνεύμα ενθάρρυνσης και προώθησης θεσμών αποκαταστατικής δικαιοσύνης. Ωστόσο, είναι επίσης φανερό ότι  σε κάποιες περιπτώσεις οι ειδικότερες διατάξεις διαμορφώνουν ένα πλαίσιο, από αλληλοεπικαλυπτόμενες διαδικασίες, οι οποίες είναι αναντίρρητα αποτρεπτικός παράγοντας στην διαμόρφωση της διάθεσης των αρμοδίων δικαστικών προσώπων για την υλοποίηση και εφαρμογή τους. Η δικαστηριακή πρακτική έχει καταδείξει ότι από αντίστοιχους παλαιότερους θεσμούς, αυτός που εφαρμόζεται εδώ και αρκετά χρόνια, με σχετικά ικανοποιητικά αποτελέσματα, είναι αυτός της ποινικής διαμεσολάβησης στα αδικήματα της ενδοοικογενειακής βίας. Κατά την αρχή της εφαρμογής του και αυτός, όπως και οι προαναφερθείσες  διαδικασίες του ΚΠΔ, αντιμετώπισαν την διστακτικότητα των αρμοδίων εισαγγελικών λειτουργών. Η επιτυχία του όμως  στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στις επικουρικές δομές, μέσω των οποίων ελέγχονταν σε κάθε στάδιο οι όροι της «συμφωνίας». Έτσι και στους θεσμούς του ΚΠΔ, για να επιτύχουν το στόχο τους οι επιβλητέοι κατά το άρθρο 48 όροι, σε κάποιες περιπτώσεις είναι αναγκαίο να στηρίζονται από παράλληλους επικουρικούς θεσμούς, για παράδειγμα, στην «ουσιώδη προσπάθεια συμφιλίωσης με τον παθόντα», να επιληφθεί κάποιος ειδικός επιστήμων (κοινωνικός λειτουργός, ψυχολόγος) , ώστε πράγματι η προσπάθεια να είναι ουσιώδης, δηλαδή αποτελεσματική. Ομοίως ο όρος της «συμμετοχής σε πρόγραμμα κοινωνικής εκπαίδευσης», εμφανίζεται μεν ιδανικός, αλλά για να φέρει και τα επιθυμητά αποτελέσματα, πέρα από την  αυτονόητη προϋπόθεση της ύπαρξης τέτοιων προγραμμάτων (υπάρχουν άραγε;), είναι αναγκαίο κάποιος επιστήμων, αρμοδιότερος ενός εισαγγελέα, να προτείνει, ή να υποδείξει το είδος και  τη διάρκεια τέτοιου προγράμματος, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης.  Θα μπορούσε κανείς να αναπτύξει επί μακρόν την ανυπαρξία τέτοιων επικουρικών θεσμών, αλλά επί του παρόντος ο εισαγγελέας καλείται να εφαρμόσει ισχύουσες διατάξεις, οι οποίες, έχουν μεν θετικό πρόσημο προς την κατεύθυνση της υλοποίησης προοδευτικών θεσμών, αλλά και εξυπηρετούν, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, τις αρχές της οικονομίας της δίκης και της επιτάχυνσης της διαδικασίας ( ή ταχείας απονομής της δικαιοσύνης). Το ζητούμενο επί του παρόντος είναι να αρθούν οι δισταγμοί των εισαγγελικών λειτουργών, ώστε με μεγαλύτερη ευχέρεια να τους εφαρμόσουν. Αυτό όμως θα επιτευχθεί με την απλοποίηση των διαδικασιών, την  ενοποίηση των σχετικών διατάξεων και με την θέσπιση βοηθητικών θεσμών, προς την ουσιαστική υλοποίησή τους. 

Η Άννα  Καραμόσχογλου είναι Αντεισαγγελέας Εφετών

* Πλήρης τίτλος: «Ο κομβικός ρόλος του Εισαγγελέα στην εμπέδωση των νέων δικονομικών θεσμών της αποχής από την ποινική δίωξη, της ποινικής διαταγής και της ποινικής διαπραγμάτευσης»

* Εισήγηση στη Διαδικτυακή επιστημονική εκδήλωση της ΕΕΕ και του ΔΠΘ « Η αξονική θέση του Εισαγγελέα στο νέο ΚΠΔ»

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ