Παρασκευή 06 Ιουνίου 2025

Γιάννης Καϊντάσης: Η κατ’ ουσίαν κατάργηση του ευάλωτου οφειλέτη μέσω της τεκμαρτής φορολόγησης

Παρά τη θεσμική βούληση του νομοθέτη, η ουσιαστική εφαρμογή του μέτρου αποδεικνύεται προβληματική, εξαιτίας της ασυμβατότητας της προστατευτικής αυτής διάταξης με το ισχύον φορολογικό δίκαιο.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Γιάννης Καϊντάσης: Η κατ’ ουσίαν κατάργηση του ευάλωτου οφειλέτη μέσω της τεκμαρτής φορολόγησης

Η κατηγορία του «ευάλωτου οφειλέτη» αποτελεί πυλώνα του εθνικού νομοθετικού πλαισίου για τη διαχείριση της ιδιωτικής υπερχρέωσης, αποτυπώνοντας την ανάγκη προστασίας νοικοκυριών που πλήττονται από διαρθρωτικά οικονομικά ελλείμματα. Η σχετική πρόβλεψη εντάσσεται στη μεταρρύθμιση του Ν. 4738/2020 για τη ρύθμιση οφειλών και την παροχή δεύτερης ευκαιρίας, όπου προβλέπεται ειδική διαδικασία προστασίας για τα φυσικά πρόσωπα που πληρούν συγκεκριμένα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια. Κεντρικό εργαλείο του πλαισίου αυτού είναι η κρατική επιδότηση μισθώματος μέσω του Οργανισμού Απόκτησης και Επαναμίσθωσης Ακινήτων, ώστε η κύρια κατοικία του ευάλωτου οφειλέτη να μη χαθεί λόγω ρευστοποίησης.

Παρά τη θεσμική βούληση του νομοθέτη, η ουσιαστική εφαρμογή του μέτρου αποδεικνύεται προβληματική, εξαιτίας της ασυμβατότητας της προστατευτικής αυτής διάταξης με το ισχύον φορολογικό δίκαιο. Συγκεκριμένα, η τεκμαρτή φορολόγηση –καθοριστική για τη διαμόρφωση του δηλωθέντος εισοδήματος– τείνει να ακυρώνει την έννοια της ευαλωτότητας. Ο προσδιορισμός τεκμαρτού εισοδήματος βάσει αντικειμενικών κριτηρίων (όπως η κατοχή Ι.Χ., η ιδιοκατοίκηση, ή η φιλοξενία) υποκαθιστά το πραγματικό φορολογητέο εισόδημα, αποδίδοντας στον φορολογούμενο υποτιθέμενη οικονομική επιφάνεια που στερείται. Η πρακτική αυτή καθιστά τον πολίτη εμφανώς μη επιλέξιμο για το καθεστώς προστασίας, ακόμη και όταν πληροί όλα τα ουσιαστικά κοινωνικοοικονομικά κριτήρια.

Η κατάσταση επιτείνεται από την περιοριστική ερμηνεία των διοικητικών αρχών, οι οποίες εξετάζουν αποκλειστικά τα φορολογικά στοιχεία των δύο τελευταίων ετών χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τη δυναμική μεταβολή των εισοδημάτων, ούτε την αντικειμενική πραγματικότητα. Το αποτέλεσμα είναι η συστηματική απόρριψη αιτήσεων, στη βάση τεκμαρτών στοιχείων, παρά την προφανή οικονομική αδυναμία των αιτούντων. Ενδεικτική είναι η περίπτωση γονέων που, φιλοξενώντας ενήλικο τέκνο, επιβαρύνονται με τεκμήρια που υπερβαίνουν το δηλωθέν εισόδημα, με συνέπεια να εμφανίζονται εικονικά εύποροι, και άρα ανεπίδεκτοι κοινωνικής προστασίας.

Σε επίπεδο νομικής ανάλυσης, προτείνεται συχνά η αμφισβήτηση του τεκμαρτού φορολογητέου εισοδήματος μέσω ενδικοφανούς προσφυγής ή προσφυγής ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Ωστόσο, η πρόταση αυτή δεν συνιστά ουσιαστική λύση, καθώς μετακυλίει το βάρος της απόδειξης στον ήδη ευάλωτο, απαιτεί χρόνο, κόστος και ειδική νομική συνδρομή, ενώ δεν αναστέλλει ούτε μεταβάλλει το αποτέλεσμα της διοικητικής κρίσης κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης. Η προστασία, επομένως, παραμένει ανεφάρμοστη, ακόμη και εάν η προσφυγή τελικώς δικαιωθεί, καθώς η κοινωνική ανάγκη έχει ήδη μείνει ακάλυπτη.

Η θεσμική αυτή ασυμμετρία απογυμνώνει την πρόνοια του ευάλωτου οφειλέτη από την πρακτική της χρησιμότητα και εγείρει σοβαρά ζητήματα συνταγματικής τάξης. Παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Σ), καθώς και η αρχή της κοινωνικής προστασίας (άρθρο 21 Σ), όταν ένας πολίτης, ουσιαστικά φτωχός, αποκλείεται από μέτρα αρωγής λόγω τεκμαρτής φορολογικής προσέγγισης. Ταυτόχρονα, υποσκάπτεται και η αρχή της χρηστής διοίκησης, αφού η διοικητική πρακτική επιλέγει να δικάζει το φαινόμενο με κριτήρια λογιστικής φύσεως, και όχι ουσιαστικής ανάγκης.

Η τεκμαρτή φορολόγηση, αν και θεμιτό εργαλείο για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, δεν μπορεί να λειτουργεί ως αποκλειστικό φίλτρο για την άσκηση δικαιωμάτων κοινωνικού χαρακτήρα. Η ανάσχεση της πρόσβασης στην προστασία του ευάλωτου οφειλέτη, μέσω της αυστηρής εφαρμογής τεκμηρίων, συνιστά μία άτυπη, πλην σαφή, κατάργηση του ίδιου του θεσμού. Επομένως, απαιτείται αναθεώρηση του κανονιστικού πλαισίου, με ρητή πρόβλεψη για τον υπολογισμό του πραγματικού εισοδήματος του αιτούντος στις σχετικές διαδικασίες, ανεξαρτήτως του ύψους των τεκμηρίων. Ο νομοθέτης καλείται να αποκαταστήσει την εννοιολογική και πρακτική ακεραιότητα της ρύθμισης, εξασφαλίζοντας ότι το δίκαιο της φερεγγυότητας λειτουργεί όχι τιμωρητικά, αλλά ως εγγύηση κοινωνικής δικαιοσύνης και επανένταξης.

* Γιάννης Καϊντάσης, Δικηγόρος, MBA, Msc Εγκληματολογίας

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr