Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2025

Γιάννης Καρούζος: Eκ περιτροπής εργασία και υπερωριακή απασχόληση: προϋποθέσεις εφαρμογής και διαφοροποίηση από τη μερική απασχόληση μετά τον ν. 5239/2025

Η εκ περιτροπής και η μερική απασχόληση αποτελούν καθιερωμένες μορφές ευέλικτης οργάνωσης της εργασίας, οι οποίες αποκλίνουν από το παραδοσιακό πρότυπο της πλήρους απασχόλησης αορίστου χρόνου και αποσκοπούν, πρωτίστως, στην προσαρμογή των εργασιακών ρυθμίσεων στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της επιχείρησης.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Γιάννης Καρούζος: Eκ περιτροπής εργασία και υπερωριακή απασχόληση: προϋποθέσεις εφαρμογής και διαφοροποίηση από τη μερική απασχόληση μετά τον ν. 5239/2025 dikastiko.gr

Η εκ περιτροπής και η μερική απασχόληση αποτελούν καθιερωμένες μορφές ευέλικτης οργάνωσης της εργασίας, οι οποίες αποκλίνουν από το παραδοσιακό πρότυπο της πλήρους απασχόλησης αορίστου χρόνου και αποσκοπούν, πρωτίστως, στην προσαρμογή των εργασιακών ρυθμίσεων στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της επιχείρησης. Η υιοθέτησή τους συνδέεται άμεσα με την επιδίωξη λειτουργικής ευελιξίας, ιδίως σε περιβάλλοντα αυξημένης μεταβλητότητας της ζήτησης, χωρίς, ωστόσο, να αναιρείται ο προστατευτικός χαρακτήρας του εργατικού δικαίου. Παρά τον κοινό τους σκοπό, οι δύο αυτές μορφές απασχόλησης δεν ταυτίζονται ούτε ως προς την έννοια ούτε ως προς τις έννομες συνέπειές τους, στοιχείο που καθίσταται ιδιαιτέρως εμφανές μετά τις πρόσφατες νομοθετικές παρεμβάσεις στο πεδίο της υπερωριακής απασχόλησης.

Ειδικότερα, ως μερική απασχόληση νοείται η παροχή εργασίας με μειωμένο ημερήσιο ή εβδομαδιαίο ωράριο σε σύγκριση με το πλήρες, ενώ η εκ περιτροπής απασχόληση χαρακτηρίζεται από παροχή εργασίας με πλήρες ημερήσιο ωράριο, αλλά για περιορισμένο αριθμό ημερών την εβδομάδα, εβδομάδων τον μήνα ή μηνών του έτους. Η εννοιολογική αυτή διαφοροποίηση έχει άμεση επίπτωση στον τρόπο ρύθμισης της πρόσθετης και της υπερωριακής εργασίας σε κάθε καθεστώς απασχόλησης.

Στο πλαίσιο αυτό, ανακύπτει το κρίσιμο ερώτημα κατά πόσο είναι επιτρεπτή η παροχή υπερωριακής εργασίας από εργαζομένους που δεν απασχολούνται με πλήρες και συνεχές ωράριο, ιδίως λαμβανομένου υπόψη ότι οι ευέλικτες αυτές μορφές εργασίας προορίζονται, κατ’ αρχήν, για την κάλυψη μειωμένων ή περιοδικών αναγκών της επιχείρησης. Η απάντηση του νομοθέτη δεν είναι ενιαία. Μετά τον ν. 5239/2025, διαπιστώνεται σαφής διαφοροποίηση υπέρ της εκ περιτροπής απασχόλησης, ενώ η απαγόρευση υπερωριακής εργασίας στη μερική απασχόληση διατηρείται.

Με τον ν. 5239/2025 και ειδικότερα με το άρθρο 6 αυτού, τροποποιήθηκε το άρθρο 38 παρ. 3 του ν. 1892/1990, όπως κωδικοποιήθηκε στο άρθρο 113 παρ. 3 του Κώδικα Εργατικού Δικαίου, εισάγοντας ρητώς τη δυνατότητα υπερωριακής απασχόλησης των εκ περιτροπής εργαζομένων. Πλέον, ο εκ περιτροπής απασχολούμενος μπορεί να παρέχει εργασία πέραν του πλήρους ημερήσιου ωραρίου, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται τα γενικά χρονικά όρια εργασίας, όπως η ελάχιστη ημερήσια ανάπαυση των έντεκα ωρών, και ότι καταβάλλεται η προβλεπόμενη υπερωριακή αμοιβή, ήτοι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό.

Η ρύθμιση αυτή, ωστόσο, δεν εξομοιώνει πλήρως τους εκ περιτροπής εργαζομένους με εκείνους της πλήρους απασχόλησης. Η ένατη ώρα εργασίας λογίζεται ήδη ως υπερωρία και όχι ως υπερεργασία, δεδομένου ότι η υπερεργασία συνδέεται αποκλειστικά με την υπέρβαση του συμβατικού εβδομαδιαίου ωραρίου των σαράντα ωρών. Ως εκ τούτου, ο εκ περιτροπής απασχολούμενος δεν δύναται να φθάσει σε ημερήσια απασχόληση δεκατριών ωρών. Σε κάθε περίπτωση, εφαρμόζονται και εδώ τα γενικά ανώτατα όρια, ήτοι ο μέσος όρος των σαράντα οκτώ ωρών εβδομαδιαίας απασχόλησης σε περίοδο αναφοράς τεσσάρων μηνών και το ετήσιο ανώτατο όριο των εκατόν πενήντα ωρών υπερωριακής εργασίας.

Αντιθέτως, ο ν. 5239/2025 δεν επεκτείνει τη δυνατότητα υπερωριακής απασχόλησης στους εργαζομένους μερικής απασχόλησης. Οι τελευταίοι μπορούν να παρέχουν εργασία, μόνο μέχρι τη συμπλήρωση του πλήρους ημερήσιου ωραρίου, το οποίο ανέρχεται, κατά κανόνα, σε οκτώ ώρες ημερησίως στο πενθήμερο σύστημα και σε έξι ώρες και σαράντα λεπτά στο εξαήμερο. Η εργασία που παρέχεται εντός των ορίων αυτών συνιστά νόμιμη πρόσθετη εργασία και αμείβεται με προσαύξηση δώδεκα τοις εκατό.

Η υπέρβαση του ανώτατου ημερήσιου ωραρίου συνιστά παράνομη υπερωρία, με ιδιαίτερα αυξημένο οικονομικό και κανονιστικό κόστος για τον εργοδότη, καθώς συνεπάγεται την καταβολή του ήδη προσαυξημένου ωρομισθίου με επιπλέον προσαύξηση εκατόν είκοσι τοις εκατό, πέραν των λοιπών κυρώσεων. Η νόμιμη πρόσθετη εργασία είναι, καταρχήν, υποχρεωτική για τον εργαζόμενο, εφόσον αυτός είναι σε θέση να την παράσχει, χωρίς, ωστόσο, να θεωρείται καταχρηστική η άρνηση όταν αυτή δικαιολογείται από αντικειμενικά περιστατικά, όπως η ύπαρξη δεύτερης απασχόλησης.

Καταληκτικά, η θεσμοθέτηση της δυνατότητας υπερωριακής απασχόλησης των εκ περιτροπής εργαζομένων, συνιστά σημαντική ενίσχυση της ευελιξίας των επιχειρήσεων, υπό σαφή χρονικά και μισθολογικά όρια. Η διαφοροποίηση, όμως, σε σχέση με τη μερική απασχόληση, καθιστά αναγκαία την προσεκτική διάκριση των μορφών απασχόλησης και την αυστηρή τήρηση του νομοθετικού πλαισίου, ώστε η ευελιξία να συμβαδίζει με τη νομιμότητα και την ασφάλεια δικαίου.

Πηγή: Δικηγόρος Εργατολόγος

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ