Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

Γιάννης Καρούζος:Καθυστερημένη καταβολή του μισθού με αφορμή την υπ’ αριθμ. 29/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας

Η επίμαχη απόφαση κατέληξε ότι στην ένδικη υπόθεση μοναδικός σκοπός της καθυστερημένης καταβολής των δεδουλευμένων ήταν ο εξαναγκασμός των εναγόντων σε παραίτηση

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Γιάννης Καρούζος:Καθυστερημένη καταβολή του μισθού με αφορμή την υπ’ αριθμ. 29/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας Αρχείο Γιάννη Καρούζου

Γενικώς, για τη στοιχειοθέτηση μονομερούς βλαπτικής μεταβολής, απαιτείται η ύπαρξη βλάβης στον εργαζόμενο. Τέτοιας μορφής βλάβη θεωρείται, κατ’ αρχήν, η οικονομική – υλική βλάβη, πρωταρχική μορφή της οποίας συνιστά  η με οποιονδήποτε τρόπο μείωση των αποδοχών του εργαζόμενου.

Εκτός όμως από την υλική – οικονομική βλάβη, αρκεί και η απλή άμεση ή έμμεση ηθική μείωση του εργαζομένου από τη μονομερή βλαπτική μεταβολή, για να θεωρηθεί η τελευταία βλαπτική για αυτόν (πρβλ ενδειτκ. ΑΠ 1937/88 ΕΕργΔ 48,606, Βλαστός, Μονομερής Βλαπτική μεταβολή της συμβάσεως, ΕΕργΔ 2000, σελ. 151).

Επομένως, ο εργοδότης δεν μπορεί να επιβάλλει στον εργαζόμενο όχι μόνο πράξεις αντίθετες προς το νόμο και την ηθική, αλλά ούτε και να αξιώσει από αυτόν συμπεριφορά, που τον εκθέτει, τον μειώνει, ή τον εξευτελίζει. Γι’ αυτό άλλωστε, θα πρέπει να αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία σε τέτοιες μορφές εργοδοτικής συμπεριφοράς, η οποία θα πρέπει πάντα να κρίνεται με πνεύμα προστασίας της αξιοπρέπειας του εργαζομένου και ως εργαζομένου και ως ανθρώπου (βλ. Α. Φλώρου, Μεταβολή των όρων εργασίας, ΕΕργΔ τεύχος 31, σελ. 1217).

Καθίσταται πάντως σαφές, ότι η μεταβολή των συμβατικών όρων, δεν πρέπει απλώς να είναι μονομερής, πλην όμως αυτή οφείλει να είναι είτε υλικώς είτε ηθικώς βλαπτική και δυσμενής για τον εργαζόμενο.

Διευκρινίζεται δε ότι, αν ο εργοδότης μεταβάλλει τους όρους και τις συνθήκες παροχής εργασίας επικαλούμενος το διευθυντικό του δικαίωμα, χωρίς όμως αυτό να του παρέχει την εξουσία αυτή, είτε γιατί η συγκεκριμένη μεταβολή βρίσκεται εκτός των ορίων που θέτουν στο διευθυντικό δικαίωμα η ατομική σύμβαση, ο νόμος, η συλλογική σύμβαση εργασίας και οι λοιποί κανονιστικοί παράγοντες διαμόρφωσης των όρων εργασίας είτε γιατί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, εν όψει των συνθηκών που τη συνοδεύουν και των κινήτρων του εργοδότη, υπερβαίνει τα όρια που θέτουν η καλή πίστη και ο σκοπός του δικαιώματος, ο εργαζόμενος έχει, διαζευκτικά, τις εξής δυνατότητες.

α) Να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση, τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη, εφόσον δεν αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη

β) Να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του, σύμφωνα με τους πριν από τη μεταβολή όρους, οπότε η μη αποδοχή τους από τον εργοδότη τον καθιστά υπερήμερο δανειστή και επέρχονται οι συνέπειες που ορίζει το άρθρο 656 ΑΚ (καταβολή μισθών υπερημερίας)

γ) Εάν η σύμβαση εργασίας είναι αορίστου χρόνου, ο εργαζόμενος μπορεί να θεωρήσει τη μονομερή μεταβολή που γίνεται κατ’ αθέτηση της σύμβασης, εφόσον είναι βλαπτική, ως καταγγελία από την πλευρά του εργοδότη και να αποχωρήσει, αξιώνοντας συγχρόνως την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης

Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 29/2021 Απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, -η οποία άλλωστε ενσωματώνει τη θέση της πάγιας διαμορφωθείσας νομολογίας-, γίνεται δεκτό ότι η καθυστέρηση καταβολής του μισθού συνιστά βλαπτική μεταβολή των  όρων της εργασιακής συμβάσεως, πολλώ δε μάλλον ότι εκείνη αποσκοπεί στον εξαναγκασμό του μισθωτού σε αποχώρησή του από την εργασία.  Τούτο δε προβλέφθηκε και με τη ρητή νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 56 του ν. 4487/2017, κατά το οποίο ορίζεται με ευρεία αντίληψη ότι θεωρείται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας η αξιόλογη καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών, ενώ είναι αδιάφορη η αιτία της ως άνω καθυστέρησης. Ήδη όμως ισχύει η διάταξη του άρθρου 58 του ν. 4635/2019, η οποία, τροποποιώντας το εδάφιο γ ́ του άρθρου 7 του ν. 2112/1920, συγκεκριμενοποιεί την έννοια της αξιόλογης καθυστέρησης. Ειδικά, η διάταξη προέβλεψε και συγκεκριμενοποίησε το χρονικό διάστημα, που ξεπερνά το «εύλογο» και χαρακτηρίζεται πλέον σε αξιόλογη και συνακόλουθα επιβλαβή καθυστέρηση καταβολής αποδοχών, στην άνω των δύο μηνών καθυστέρηση. Συγκεκριμένα, προβλέπει ότι «θεωρείται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας η πέραν των δύο (2) μηνών καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του εργαζομένου από τον εργοδότη, ανεξαρτήτως της αιτίας της καθυστέρησης»

Η επίμαχη απόφαση κατέληξε ότι στην ένδικη υπόθεση μοναδικός σκοπός της καθυστερημένης καταβολής των δεδουλευμένων ήταν ο εξαναγκασμός των εναγόντων σε παραίτηση, προκειμένου να αποφύγει ο εργοδότης την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, η οποία λόγω της πολυετούς απασχόλησής τους ήταν ιδιαιτέρως υψηλή.

Αναφορικά δε με τον ισχυρισμό που προέβαλε ο εργοδότης περί μείωσης του κύκλου των εργασιών και πτώσης των κερδών της επιχείρησης, ως δικαιολογητικό λόγο της καθυστέρησης της καταβολής, το δικαστήριο έκρινε, ότι και αληθώς υποτιθέμενος, ο εργοδότης όφειλε να προβεί σε καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των αντιδίκων, και όχι να επιχειρεί να αποφύγει την εκπλήρωση νόμιμων και συμβατικών υποχρεώσεών του, αποστερώντας τους ενάγοντες από τα δεδουλευμένα τους, με την πρακτική της πολύμηνης καθυστέρησης στην καταβολή του μισθού τους.

Του Γιάννη Καρούζου- Δικηγόρου Εργατολόγου

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ