Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2025

Γιάννης Καρούζος: Πώς το νέο νομοσχέδιο μετατρέπει τις συμβάσεις κατά παραγγελία σε συμβάσεις μηδενικών ωρών

Οι αλλαγές αφήνουν και πάλι «μετέωρους» τους «κατά παραγγελία» εργαζόμενους.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Γιάννης Καρούζος: Πώς το νέο νομοσχέδιο μετατρέπει τις συμβάσεις κατά παραγγελία σε συμβάσεις μηδενικών ωρών dikastiko.gr

Η νομοθετική ρύθμιση των εν λόγω συμβάσεων διαφαινόταν ως μία «σανίδα σωτηρίας» για τους «κατά παραγγελία» εργαζόμενους, καθώς έως τότε η «κατά παραγγελία» εργασία υπήρχε ως φαινόμενο στην Ελλάδα, πλην όμως επρόκειτο στην πράξη για αδήλωτη εργασία, χωρίς καμία προστατευτική ρύθμιση. Το νέο νομοσχέδιο του Υπουργείου Εργασίας, όμως, εισάγει ήδη αλλαγές ως προς τις συμβάσεις «κατά παραγγελία»: αλλαγές που, όπως εκτιμάμε, αφήνουν και πάλι «μετέωρους» τους «κατά παραγγελία» εργαζόμενους.

Πριν ερευνήσουμε τις αλλαγές που φέρνει το νέο εργασιακό νομοσχέδιο ως προς τις εν λόγω συμβάσεις, απαραίτητη κρίνεται μία επισκόπηση τόσο της ήδη ισχύουσας νομοθεσίας, όσο και της Οδηγίας που υπήρξε η βάση θέσπισής της (της νομοθεσίας).

Τα άρθρα 10 και 11 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1152 εισάγουν τις ελάχιστες εγγυήσεις που οφείλουν να θεσπίζουν τα κράτη-μέλη ως προς τις συμβάσεις «κατά παραγγελία». Με τις εν λόγω διατάξεις δεν κατέστη υποχρεωτική η εισαγωγή των «κατά παραγγελία» συμβάσεων στα κράτη-μέλη της Ε.Ε.· κατέστη, όμως, υποχρεωτική η εισαγωγή ενός προστατευτικού, για τους εργαζομένους, πλαισίου στα κράτη-μέλη που επιτρέπουν τη σύναψη των εν λόγω συμβάσεων. Έτσι, με το άρθρο 10 της Οδηγίας, εισήχθησαν οι ακόλουθες προϋποθέσεις  ̶  που χρειάζεται να πληρούνται σωρευτικά  ̶  προκειμένου να καθίσταται υποχρεωτική η ανάληψη εργασίας από τον κατά παραγγελία εργαζόμενο: αφενός η κατά παραγγελία εργασία να λαμβάνει χώρα εντός προκαθορισμένων ωρών και ημερών αναφοράς, αφετέρου ο εργαζόμενος να έχει ενημερωθεί για την ανάληψη εργασίας εντός «εύλογου» χρονικού διαστήματος πριν από τη διεξαγωγή της εργασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 11 δε, τα κράτη-μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν μέτρα με τα οποία θα διασφαλίζεται η πρόληψη καταχρηστικών πρακτικών ως προς τη σύναψη και το περιεχόμενο αυτών των συμβάσεων· για τα μέτρα αυτά τα κράτη-μέλη ειδοποιούν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Με τον ν. 5053/2023 ο Έλληνας νομοθέτης ενσωμάτωσε  ̶ με έναν, περίπου, χρόνο καθυστέρηση  ̶  την ανωτέρω Οδηγία στην ελληνική νομοθεσία· οι διατάξεις περί των συμβάσεων «κατά παραγγελία» ενσωματώθηκαν στο άρθρο 10 του εν λόγω νόμου και πλέον βρίσκονται κωδικοποιημένες στο άρ. 190 του Κώδικα Εργατικού Δικαίου (εφ΄ εξής: Κ.Ε.Δ.). Με το εν λόγω άρθρο, και συγκεκριμένα με την παράγραφο 4 αυτού, προβλέφθηκε, μεταξύ άλλων, ότι σε περίπτωση σύναψης σύμβασης «κατά παραγγελία», τα μέρη οφείλουν να συμφωνούν σε ελάχιστο αριθμό αμειβόμενων ωρών εργασίας, που δεν μπορεί να υπολείπεται του ¼ του συμφωνημένου συνολικού αριθμού ωρών, άλλως η σύμβαση είναι άκυρη. Εξάλλου, με την παράγραφο 5 αυτής, προβλέφθηκε ότι ο «κατά παραγγελία» εργαζόμενος απολαμβάνει όλες τις προστατευτικές διατάξεις που συνδέονται με τη σχέση εξαρτημένης εργασίας, και ιδίως εκείνες που αφορούν στον χρόνο εργασίας (π.χ. ημερήσια και εβδομαδιαία ανάπαυση, μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας) και στις περιπτώσεις ακυρότητας της απόλυσης. Κυρίως, όμως, προβλέφθηκε ότι κάθε μονομερής μετατροπή, εκ μέρους του εργοδότη, σύμβασης εργασίας πλήρους ή μερικής απασχόλησης σε σύμβαση κατά παραγγελία απαγορεύεται ως μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας.

Για την παράγραφο 10 του άρ. 10 ν. 5053/2023 που αφορούν στις συμβάσεις «κατά παραγγελία», έχουν εκφραστεί προβληματισμοί από θεωρητικούς του Εργατικού Δικαίου. Ενδεικτικά, οι προβληματισμοί αυτοί αφορούν στην αναλογία που θεσπίστηκε μεταξύ «ελάχιστων εγγυημένων» και «συνολικώς συμφωνημένων» αριθμών ωρών:  μία πληρέστερη διασφάλιση των «κατά παραγγελία» εργαζομένων θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της πρόβλεψης ενός συγκεκριμένου αριθμού εγγυημένων ωρών εργασίας και, βάσει αυτού, ως σταθερού πεδίου αναφοράς, η θέσπιση δυνατότητας απασχόλησης περισσοτέρων ωρών. Το μοντέλο αυτό εφαρμόστηκε στη Γερμανία: σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία, οι «κατά παραγγελία» ώρες δεν μπορούν, κατά γενικό κανόνα, να υπερβαίνουν το 25 % των εγγυημένων αριθμών ωρών, με αποτέλεσμα η αβεβαιότητα του εργαζομένου ως προς τις ώρες εργασίας που τελικά θα απασχοληθεί να είναι ηπιότερη. Εξάλλου, προβληματισμό έχει προκαλέσει και η διάταξη που επιβάλλει ακυρότητα της «κατά παραγγελία» σύμβασης στην περίπτωση που δεν συμφωνούνται ελάχιστες εγγυημένες ώρες, καθώς η ρύθμιση αυτή αποφαίνεται τελικώς βλαπτική για τον εργαζόμενο. Επιεικέστερη θα ήταν μία ρύθμιση που θα προέβλεπε, σε περίπτωση μη συμφωνίας ελάχιστων εγγυημένων ωρών, τεκμήριο περί σύμβασης αορίστου χρόνου· το τεκμήριο δε αυτό εφαρμόζει η ελληνική νομοθεσία και σε άλλες μορφές ευέλικτης απασχόλησης.  Κι εδώ, πάντως, η θεωρία επικαλείται τη γερμανική νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία ελλείψει συμφωνίας, ως ελάχιστος χρόνος εργασίας «κατά παραγγελία» θεσπίζονται οι 20 ώρες εβδομαδιαίως.

Με το άρθρο 22 του νέου εργασιακού νομοσχεδίου, όμως, καταργούνται οι παραπάνω προστατευτικές διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 του άρ. 190 Κ.Ε.Δ., καθιστώντας τους κατά παραγγελία εργαζόμενους, για ακόμη μία φορά, έρμαια τυχόν εργοδοτικών αυθαιρεσιών. Ενδεικτικά, η κατάργηση της παραγράφου 4, οι διατάξεις της οποίας υποχρέωναν τον εργοδότη να συμφωνήσει με τον «κατά παραγγελία» εργαζόμενο κάποιες εγγυημένες ώρες αμειβόμενης εργασίας, συνεπάγεται τη μετατροπή των, έως σήμερα, «κατά παραγγελία» συμβάσεων σε συμβάσεις «μηδενικών ωρών». Ο εργοδότης, δηλαδή, θα μπορεί να συνάπτει συμβάσεις με εργαζόμενους, θέτοντας τους κάποιες ημέρες και ώρες κατά τις οποίες θα τους καλέσει  ̶  εάν τους χρειαστεί ̶  για εργασία, ενώ σε περίπτωση που εν τέλει δεν τους χρειαστεί και ακολούθως δεν τους καλέσει, δεν θα υποχρεούται να τους καταβάλει ουδεμία αποζημίωση. Αποτέλεσμα της ανωτέρω κατάργησης είναι αφενός η υπέρμετρη δέσμευση του εργαζομένου, αφετέρου η μη επίτευξη του σκοπού της Οδηγίας περί «ελάχιστης προβλεψιμότητας της εργασίας». Ως προς την κατάργηση της παραγράφου 5, πάντως, μπορούμε να είμαστε πιο αισιόδοξοι, καθώς θεωρούμε ότι είχε θεσπιστεί εκ περισσού: η μετατροπή συμβάσεων αορίστου χρόνου σε συμβάσεις «κατά παραγγελία» συνιστά de facto μονομερή βλαπτική, χωρίς να απαιτείται η ύπαρξη ρητής νομοθετικής διάταξης που να το διαπιστώνει.

Οι ως άνω παράγραφοι (4 και 5) του άρ. 190 Κ.Ε.Δ., που καταργούνται, αποτελούσαν την ενσωμάτωση του άρ. 11 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1152 στην ελληνική νομοθεσία. Η συμμόρφωση, τελικά, της ελληνικής νομοθεσίας με το άρ. 11 της Οδηγίας μόνο φαινομενική είναι, αφενός διότι αυτή διήρκησε μόνο για δύο έτη, αφετέρου γιατί στα δύο αυτά «χρόνια ζωής» της οι συμβάσεις κατά παραγγελία δεν μπόρεσαν πρακτικά να εφαρμοστούν, λόγω της μη δυνατότητας δήλωσης των «κατά παραγγελία» συμβάσεων στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ.

Προβληματισμό, όμως, αναφορικά με την ως άνω ρύθμιση-κατάργηση προκαλεί η αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του επίμαχου άρθρου 22, η κατάργηση των προαναφερόμενων καίριων διατάξεων «κρίθηκε αναγκαία στο πλαίσιο της εναρμόνισης με παρατηρήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την πληρέστερη ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1152 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Ιουνίου 2019 στο εθνικό δίκαιο». Ωστόσο, έπειτα από επισκόπηση στην επίσημη ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δεν φαίνονται αναρτημένες Παρατηρήσεις που να αφορούν σε επιταγή της Ένωσης για πληρέστερη εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την εν λόγω Οδηγία· μία τέτοια Παρατήρηση θα ήταν, μάλιστα, αντιφατική, καθώς η κατάργηση των διατάξεων αυτών δεν έχει ως αποτέλεσμα την «πληρέστερη εναρμόνιση με την Οδηγία», όπως επικαλείται η αιτιολογική έκθεση, αλλά αντιθέτως τη μη εναρμόνιση με τις διατάξεις του άρθρου 11 αυτής, όπως αναλύθηκε και ανωτέρω.

Προβληματισμό, ακόμη, προκαλεί το γεγονός ότι η κατάργηση των προστατευτικών για τους εργαζόμενους «κατά παραγγελία» διατάξεων συνοδεύεται από τη θέσπιση των «fast track» προσλήψεων, οι οποίες αφορούν στη σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου έως δύο ημερών. Οι δύο αυτές διαδικασίες εξυπηρετούν στην πραγματικότητα τον ίδιο σκοπό, ήτοι την κάλυψη επειγουσών αναγκών της επιχείρησης «τελευταία στιγμή». Ενώ, όμως, οι διατάξεις για τις «on demand» συμβάσεις διατηρούν την προϋπόθεση της προειδοποίησης εντός 24, τουλάχιστον, ωρών, οι διατάξεις αναφορικά με τις νέες συμβάσεις ταχείας πρόσληψης δεν θέτουν καμία τέτοια προϋπόθεση, παρά το γεγονός ότι εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό με τις πρώτες. Ως αποτέλεσμα, ο εργοδότης δύναται να επιλέξει, για τον ίδιο σκοπό, μεταξύ δύο «υπερβολικά ευέλικτων» μοντέλων εργασίας: αφενός της σύμβασης μηδενικών (πλέον) ωρών  ̶ κατά την οποία ο εργαζόμενος παραμένει εντελώς απροστάτευτος σε ζητήματα που αφορούν στον χρόνο εργασίας ̶  αφετέρου της σύμβασης ορισμένου χρόνου που συνάπτεται με τη νέα «fast track» διαδικασία του νέου νομοσχεδίου  ̶  η οποία συνάπτεται, τόσο εξ απόψεως διαδικασίας, όσο και εξ απόψεως ταχύτητας, σαν «αίτημα στο facebook».

Καταληκτικά, οι εν λόγω ευέλικτες μορφές απασχόλησης (συμβάσεις μηδενικών ωρών και συμβάσεις κατά παραγγελία) αποτελούν πραγματικότητα και, ενδεικτικά, έχουν ρυθμιστεί νομοθετικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ολλανδία και στη Γερμανία. Η μετατροπή, με το νέο νομοσχέδιο, των συμβάσεων «κατά παραγγελία» σε συμβάσεις «μηδενικών ωρών» αποτελεί πλήγμα στα συμφέροντα των «κατά παραγγελία» εργαζομένων, εντείνοντας την αβεβαιότητα που βιώνουν στα πλαίσια μίας ήδη αβέβαιης εργασιακής σχέσης, ενώ παράλληλα η αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου δημιουργεί αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με την μετατροπή αυτή, αντί να «αιτιολογεί» πραγματικά. Ευελπιστούμε, έτσι, σε μία τροποποίηση του νέου νομοσχεδίου, κατά τρόπο που να ενισχύει τα ήδη θετικά και να απαλείφει τα τρωτά του σημεία.

*Του Γιάννη Καρούζου, Δικηγόρου-Εργατολόγου

*ΠΗΓΗ:dikigorosergatologos

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr