Η μη συμμόρφωση ενδέχεται να εκθέσει την επιχείρηση σε δικαστικές διεκδικήσεις, οι οποίες στηρίζονται είτε στην εσωτερική πολιτική είτε στην αρχή της ίσης μεταχείρισης.
Μια τέτοια νομοθετική πρόβλεψη (ν. 4808/2021) ήταν κάθε άλλο παρά επιβεβλημένη, λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι το έτος 2022 καταγγέλθηκαν περίπου 150 περιστατικά βίας και παρενόχλησης στο χώρο εργασίας, κατατάσσοντας τη χώρα μας στην 3η θέση στην Ευρώπη σε κακοποιητικές μεταχειρίσεις στο χώρο εργασίας.
Δικαίωμα τροποποίησης των όρων εργασίας του μισθωτού μπορεί να αντλεί ο εργοδότης είτε από τον νόμο, είτε από την ατομική σύμβαση εργασίας ή τον κανονισμό εργασίας, είτε και από το διευθυντικό δικαίωμά του, εκ του οποίου απορρέει η εξουσία του να ρυθμίζει όλα τα θέματα, που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησής του.
Εγείρεται έντονος προβληματισμός για το κατά πόσο μπορεί η συγκατάθεση του εργαζομένου να είναι πράγματι ελεύθερη και ρητή, παρεχόμενη μετά από επαρκή ενημέρωση και με πλήρη επίγνωση των συνεπειών της συλλογής και επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, στο πλαίσιο της εξάρτησης από τον εργοδότη
Ο ιατρός εργασίας μπορεί να διαπιστώσει την κατάσταση υγείας ενός εργαζομένου, με την προϋπόθεση ότι αυτό γίνεται με τη συναίνεση του εργαζομένου και περιορίζεται στα επαγγελματικά δεδομένα που αφορούν την ικανότητα του να εκτελεί τα καθήκοντά του.
Στο πλαίσιο της ελληνικής νομοθεσίας, υπήρξαν πρόσφατες εξελίξεις που αφορούν την τηλεργασία και τις υποχρεώσεις του εργοδότη για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων που εργάζονται εξ αποστάσεως.
Με την κήρυξη της πτώχευσης του εργοδότη δεν επέρχεται αυτοδίκαιη λύση των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων, αλλά αυτές εξακολουθούν, μέχρι να λυθούν για κάποιον από τους νόμιμους λόγους που προβλέπουν οι διατάξεις του εργατικού δικαίου
Το ποσοστό ανεργίας, μετά την απότομη αύξηση στην περίοδο της κρίσης, μειώνεται συστηματικά από το 2014 μέχρι το 2023. Η πτώση συνεχίζεται στα πρώτα τρίμηνα του 2024 και επιστρέφει σε μονοψήφιο ποσοστό
Με ταχύτερους ρυθμούς από τις προβλέψεις έτρεξαν τελικά οι αυξήσεις μισθών φέτος, ενώ το 2025 προβλέπεται μεν επιβράδυνση του ρυθμού, αλλά και πάλι οι αυξήσεις εκτιμάται πως θα είναι ισχυρότερες από τον πληθωρισμό.
Σύμφωνα με νέα διάταξη «Ειδικά οι υπάλληλοι με σχέση εξαρτημένης εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου που υπάγονται στον παρόντα και συνεχίζουν να απασχολούνται μετά την υποβολή αίτησης συνταξιοδότησής τους, διατηρούν το μισθολογικό κλιμάκιο που κατείχαν έως την υποβολή της αίτησης και δεν εξελίσσονται μισθολογικά σε ανώτερο κλιμάκιο έως τη λύση της εργασιακής τους σχέσης».
Ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση, για τον υπολογισμό της οποίας λαμβάνεται υπόψη ως προϋπηρεσία ο χρόνος από την πρόσληψη έως την προγενέστερη αζήμια απόλυση, και όχι ο μετέπειτα χρόνος έως την απαλλαγή.
Η εργασιακή σχέση που επιτυγχάνεται μέσω πλατφόρμας αποτελούσε μέχρι το πρόσφατο παρελθόν μία νομοθετικά αχαρτογράφητη περιοχή η οποία απασχόλησε ουκ ολίγες φορές το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συνηθισμένες στην Ελλάδα οι περιπτώσεις ασφαλισμένων να εγκλωβίζονται σε ψευδεπίγραφα ή καμία φορά αληθινά διοικητικά συμβούλια που η εταιρεία έχει τελικά άδοξο τέλος.
Η νομολογία τείνει να διαμορφώσει τον κανόνα ότι σε περίπτωση που ο εργοδότης διαθέτει πλείονες εγκαταστάσεις σε διάφορους τόπους, είναι δυνατή η μετάθεση του μισθωτού με μονομερή απόφαση του εργοδότη, εκτός αν το δικαίωμα αυτό αποκλείσθηκε με τη σύμβαση ρητά ή σιωπηρά.
Δεδομένης της δυνατότητας μονομερούς επιβολής της εξαήμερης απασχόλησης, στο πλαίσιο του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη και υπό τους περιορισμούς που εκτέθηκαν ανωτέρω, κρίνεται ότι δεν είναι απαραίτητο να γίνει τροποποίηση των συμβάσεων εργασίας.
Η μόνη δυνατότητα των εργαζομένων να αρνηθούν απασχόληση την έκτη ημέρα μπορεί να αναζητηθεί στο άρθρο 659 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο «Αν παρουσιαστεί ανάγκη για εργασία πέρα από τη συμφωνημένη ή τη συνηθισμένη, ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να την παράσχει, αν είναι σε θέση να το κάνει και η άρνησή του θα ήταν αντίθετη με την καλή πίστη».
Oι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας εφαρμόζονται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες υφίσταται εξαρτημένη σχέση εργασίας μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων.