Το δικαστήριο αντιμετωπίζει τη βάπτιση όχι ως πράξη ατομικής πίστης, αλλά ως παράγοντα ένταξης σε ένα προϋπάρχον πολιτισμικό, εκπαιδευτικό και οικογενειακό περιβάλλον.
Η καθιέρωση της εκκλησιοδικαιικής έγκρισης ως προϋποθέσεως νόμιμης λειτουργίας και η αναγνώριση της ανακλητότητας υπό την κρίση του οικείου Μητροπολίτη εντάσσουν την ιδιωτική εκκλησιαστική πρωτοβουλία σε θεσμικό κανονιστικό πλαίσιο συμβατό με το Σύνταγμα, τη Νομοθεσία και το Δίκαιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η ώριμη δημοκρατία δεν περιορίζει το θρησκευτικό φρόνημα στο όριο του “μη προσβλητικού”, αλλά αναγνωρίζει ότι ο ουσιαστικός δημόσιος διάλογος προϋποθέτει τη συνύπαρξη λόγων ετερότητας.
Η νομική και κανονική διαδικασία εκλογής του Πάπα αποτελεί πρότυπο θεσμικής ακρίβειας και εγκυρότητας, το οποίο διασφαλίζει την ενότητα εκατομμυρίων πιστών της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας παγκοσμίως υπό τον Ποντίφικα.