Σάββατο 02 Νοεμβρίου 2024

Δ. Γκαβέλας: “Δικαστής και Δικηγόρος – η εκ των εναντίων (;) διαλεκτική προσέγγιση της αλήθειας στην Ποινική Δίκη”

Ο αντιπρόεδρος της Ένωσης Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων τονίζει την ισορροπία που πρέπει να τηρείται. Η ομιλία του στο συνέδριο της Εταιρείας Δικαστικών Λειτουργών για τη Δημοκρατία και τις Ελευθερίες με θέμα “Δεοντολογία και Δικαιοσύνη”.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Δ. Γκαβέλας: “Δικαστής και Δικηγόρος – η εκ των εναντίων (;) διαλεκτική προσέγγιση της αλήθειας στην Ποινική Δίκη”

Με τον διάλογο “Φαίδων” ο Πλάτων μας μεταφέρει στο δεσμωτήριο που κρατείτο ο Σωκράτης. Η πλοκή προωθείται με το ερώτημα “τινα είπεν ο ανήρ προ του θανάτου του και πως ετελεύτα”. Υπενθυμίζεται ότι η θανάτωση του Σωκράτη είχε καθυστερήσει λόγω τυχαίου γεγονότος (ήταν εστεμμένη η πρύμνη του πλοίου που έστελναν οι Αθηναίοι στην Δήλο σε ανάμνηση της σωτηρίας του Θησέα και των νέων αγοριών και κοριτσιών από τον Μινώταυρο). Η καθυστέρηση αυτή έδωσε την ευκαιρία για την συζήτηση γύρω από την αθανασία της ψυχής με το “χρη απολογήσασθαι” του Σωκράτη για την επιλογήτης θανάτωσης. Ερωτήθηκε επιμόνως ο Σωκράτης, εάν η επιλογή του συμβιβάζεται με την ιδιότητα του φιλοσόφου. Εκείνος αφού αριστοτεχνικά κάνει λόγο για την εναλλαγή μεταξύ εκείνου που ευχαριστεί τον άνθρωπο και εκείνου που τον λυπεί (η σκηνή με την απελευθέρωση του ποδιού του από την ποδοκάκη) διατυπώνει την αξιωματική του θέση για την αθανασία της ψυχής. Μια από τις “αποδείξεις” που επικαλείται στηρίζεται στην (ορφική και πυθαγόρεια) θρησκευτική και στην φιλοσοφική (ηρακλείτεια) αντίληψη “γίγνεσθαι τα πάντα κατ’ εναντιότητα”. Η αρμονία του κόσμου στηρίζεται  στην αντίθεση.

Γκαβέλας

Την αντίθεση αυτή παρατηρούμε στην ποινική Δίκη. Κατηγορία και υπεράσπιση μάχονται κατά αλλήλων ενώπιον του Δικαστή που ψύχραιμα και αμερόληπτα (πρέπει να) αποφασίζει. Η ποινική Δίκη είναι ένας διάλογος με τον κατηγορούμενο (Ν. Ανδρουλάκης, αυθεντία και περιύβριση, σειρά ποινικά, σελ. 112-113).  Καλύτερη διαδικασία είναι αυτή που πραγματώνει την ισότητα της πάλης των αντιδικούντων. Σημαντικό αίτιο πλάνης είναι η ανισότητα κατηγόρου και κατηγορουμένου, Εισαγγελέως και κατηγορουμένου (όπου αυτή απαντάται).

Υφέρπει μια αντίληψη ότι Δικαστής και Δικηγόρος είναι αντίπαλοι. Είναι;

Ο Δικαστής είναι επιφορτισμένος με το βαρύ έργο της ανακάλυψης της αλήθειας. Ο Δικηγόρος συμπαρίσταται ηθικά και νομικά στους διαδίκους και προβάλει τον Αντίλογο στην κατηγορία, ώστε η αλήθεια προσεγγίζεται διαλεκτικά στην ποινική Δίκη μέσω της προβολής των αντίθετων επιχειρημάτων. Ο Δικαστής εγγυάται την ελευθερία και τα δικαιώματα, ώστε επιβεβαιώνει το κράτος δικαίου. Ο Δικηγόρος ως φορέας του αντιλόγου και της αμφισβήτησης συνιστά θεμελιώδη θεσμό της Δημοκρατίας. (Ι. Μανωλεδάκης, Υπεράσπιση 1996, σελ. 713). Επιβεβαιώνει με την παρουσία του την υπεροχή της Δημοκρατίας. Ο Δικηγόρος κινεί με τα εισαγωγικά δικόγραφα την δικανική σκέψη, ώστε μετατρέπεται για λίγο σε Δικαστή. Ο Δικαστής, όταν περιάγει τον εαυτό του στην θέση του κατηγορουμένου (όποτε…) για να ανεύρει την αλήθεια και να αποδώσει Δικαιοσύνη, μετατρέπεται για λίγο σε Δικηγόρο.

Η θέση του κατηγορουμένου ενόχου αλλά και αθώου είναι δεινή. Η ψυχή του ενόχου κλυδωνίζεται από αντίρροπες δυνάμεις που αναπτύσσονται: η ορμέμφυτη τάση για απόκρυψη του εγκλήματος και αποφυγή των συνεπειών από τη μια και η συνείδηση (όπου υπάρχει) που ωθεί στην ομολογία – λύτρωση. Η ψυχή του αθώου από την άλλη βασανίζεται από την σκέψη ότι μπορεί να μην γίνει πιστευτός ο ισχυρισμός του, βιώνει την αδικία και εξουθενώνεται από τον άδικο στιγματισμό.

Ο Ησίοδος πρώτος κάνει λόγο για Δίκη, Δίκαιο και στρεψόδικες διαδικασίες “αυτίκα γαρ τρέχει Όρκος άμα σκολιήσι δίκησιν, της δε Δίκης ρόθος ελκομένης ή και άνδρες άγωσι δωροφάγοι, σκολιής δε δίκης κρίνωσι θέμιστας, η δ’ έπεται κλαίουσα πόλιν και ήθεα λαών, οι δε δίκας ξένοισι και ενδήμοισι διδούσιν ιθείας και μη τι παρεκβαίνουσι δικαίου, τοίσι τέθηλε πόλις, λαοί δ’ ανθεύσιν εν αυτή”.

Το παράδειγμα πάντοτε είναι πιο εναργές από μια ρηματική διατύπωση. Ο καθηγητής Γαρδίκας αναφέρεται στο παράδειγμα της δίκης και καταδίκης του υπολοχαγού de la Ronciere (1835) για την πράξη του βιασμού σε βάρος μιας 16ετούς που τον κατήγγειλε. Η καταδίκη και η ειρκτή υπήρξε το αποτέλεσμα της δίκης, καίτοι ήταν λογικώς αδύνατη η τέλεση του εγκλήματος όπως αποφαίνονταν οι έμπειροι ιατροί και πραγματογνώμονες της εποχής. Η κατάθεση της νεαρής κοπέλας (που καταγόταν από επιφανή οικογένεια) υπήρξε καταλυτική. Η ίδια αριστοτεχνικώς και μετά μεγίστης θεατρικότητος «αναπαρέστησε» το (δήθεν) έγκλημα υποστηρίζοντας την κατηγορία στο Δικαστήριο.

Η διαλεκτική αντιπαράθεση των επιχειρημάτων βοηθά τον (πράγματι) αμερόληπτο τρίτο Δικαστή να κρίνει επί της δικαζομένης υπόθεσης. Ο Δικαστής οφείλει να ενθυμείται ότι η ευθύνη για την εύρυθμη διεξαγωγή της δίκης βαρύνει προεχόντως τον ίδιο μέσα από πλέγμα διατάξεων (άρθρα 333 επ ΚΠΔ). Τότε μόνον διεξάγεται σωστός «διάλογος» με τον κατηγορούμενο, όταν και ο συνήγορος πραγματώνει το καθήκον του χωρίς να περιορίζεται σε τυπική υπεράσπιση, χωρίς να φωνασκεί, χωρίς να κωλύει την διαδικασία.

Ώστε Δικαστής και Δικηγόρος πράττουν στον ίδιο «χώρο», δικονομικό και πραγματικό. Η συμπεριφορά τους οριοθετείται από την δικονομία. Ο Δικαστής υπόκειται στις διατάξεις του Κώδικα για την κατάσταση Δικαστικών Λειτουργών και ο Δικηγόρος στις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων. Τούτων δοθέντων εξάγεται ασφαλώς το συμπέρασμα ότι συμπράττουν σε πλαίσιο καλής πίστης και αμοιβαίου σεβασμού.

Όμως τι αναμένει ο Δικηγόρος και η κοινωνία από τον Δικαστή;

Αυτό που κληροδότησε ο Σωκράτης ως «δέον», ως θεμελιώδη αρχή της Δικαστικής Δεοντολογίας «να ακούει ευγενικά, να απαντά με σοφία, να αναλύει με νηφαλιότητα και να αποφασίζει με αμεροληψία». Εδώ προσθέτω, χωρίς κίνδυνο να διαταράξω το κληροδότημα του Σωκράτη και δύο ακόμη σκέψεις: να αιτιολογεί ειδικά και εμπεριστατωμένα την απόφασή του (τις θέμιστες) και να αποφασίζει κατά το δυνατόν ταχέως.

Αναλογιζόμενος τα περί ταχύτητας «σκόνταψα» στον νόμο 755 του Καρλομάγνου που όριζε ότι «όταν ο Δικαστής θα βραδύνει να εκδώσει την απόφασή του, ο διάδικος θα δικαιούται να εγκαθίσταται στο σπίτι του, να ζει εκεί, να τρώει εκεί και να κοιμάται εκεί με δαπάνες του Δικαστή»…

Το φαντάζεστε;

Επανερχόμενος στις προσδοκίες της κοινωνίας επισημαίνω ότι Δικαστές ανώταρτου βαθμού δικαιοδοσίας από όλο τον κόσμο συνέταξαν κοινό κείμενο των αρχών της Bangalore (2001 – 2002) με τίτλο «αρχές της δικαστικής δεοντολογίας». Συνόψισαν τα βασικά χαρακτηριστικά ως εξής:

  1. αμεροληψία κατά τη διαδικασία
  2. αμεροληψία κατά την λήψη της απόφασης
  3. ακεραιότητα
  4. ευπρέπεια
  5. ίση μεταχείριση των διαδίκων

Ο Δικαστής ως φρουρός των ατομικών ελευθεριών οφείλει να εφαρμόζει τον νόμο χωρίς να φοβάται μήπως «ενοχλήσει». Οφείλει επίσης να εφαρμόζει τον νόμο χωρίς να επιδιώκει να «ικανοποιήσει» τις άλλες εξουσίες, τους ιεραρχικώς προϊσταμένους, τα ΜΜΕ. Η εκτελεστική εξουσία διαχρονικά συχνά επιδιώκει να ελέγχει τα ΜΜΕ. Τούτο, διότι δυσφορεί με την ελεγκτική εκ του Συντάγματος εκπορευόμενη εξουσία του Δικαστή. Συχνά οι πανηγυρικές διακηρύξεις περί διάκρισης των εξουσιών απολήγουν «πουκάμισο αδειανό». Η ποθούμενη ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης φαλκιδεύεται μέσω των πολλών ευκαιριακών νομοθετικών «επεμβάσεων», μέσω της καλλιέργειας σχέσεων εύνοιας με ορισμένους Δικαστές. Πολλές φορές έχει παρατηρηθεί το θλιβερό φαινόμενο παράγοντες της εκτελεστικής εξουσίας να εκδηλώνουν την ευαρέσκεια ή την δυσαρέσκειά τους για πράξεις Δικαστών. Πολλές φορές με δηλώσεις τους προοικονομούν την έκβαση μιας ποινικής Δίκης. Τραυματίζουν το πολύπαθο τεκμήριο της αθωότητας. Συντρίβουν το δικαίωμα και την υποχρέωση του Δικαστή για έκδοση μιας πράγματι δίκαιης απόφασης.

Λυπούμαι που θα ταράξω τα συχνά λυμνάζοντα νερά της συνείδησής μας, αλλά υπάρχουν και αθώοι κατηγορούμενοι!

Υπάρχουν καταγεγραμμένα περιστατικά ωμής παρέμβασης στην απονομή της Δικαιοσύνης;

Η δίκη Κολοκοτρώνη – Πλαπούτα ανέδειξε την φυσιογνωμία δυο συμβόλων. Συνόψισε τι οφείλει να είναι ο Δικαστής. Άγνωστο παραμένει εισέτι γιατί αφαιρέθηκαν τα πορτραίτα των δύο Δικαστών από την είσοδο του Αρείου Πάγου. Η σημειολογία της καθαίρεσής τους προκαλεί ανατριχίλα.

Ο Γ. Τερτσέτης απολογούμενος μεταξύ άλλων ανέφερε:

«ποιος είσαι εσύ καλέ άνθρωπε που με το πρόσχημα της παιδείας έλαβες από τον Βασιλέα επάγγελμα επικίνδυνο για την τιμή και την ζωή μας; ποιος είσαι εσύ που παίζεις με ημάς στην γη της γεννήσεώς μας; Μάθετε κύριοι Δικασταί ότι ο Υπουργός της Δικαιοσύνης διέβη λαμπροφορεμένος, μεστός οπαδών από τον Πλάτανο και περιτοίχισε με λόγχες τον ιερόν τούτον τόπον. Ο λαός της Ελλάδος μας δίδαξε την αφοβίαν του κινδύνου, όταν πιασμένοι σώμα με σώμα με τους στρατιώτες του Υπουργού ηρνήθημεν να αναγνώσωμεν την απόφασιν. Σας ομολογούμεν με ειλικρίνειαν ότι την νύφην θέλαμε, όχι την προίκα της. Την αρετήν θέλαμε, όχι τους επαίνους της. Το κλειδί που θα φυλακίσει τον Πολυζωίδη, θα φυλακίσει την Δικαιοσύνη».

Άλλο παράδειγμα αποτελεί η καταδίκη του δημοσιογράφου Γρηγόρη Στακτόπουλου που μετά από «φιλοξενία» 4 μηνών στα κρατητήρια της ασφαλείας Θεσσαλονίκης «ομολόγησε» την ανθρωποκτονία του Πολκ. Μια «ομολογία» που δεν άντεχε στην λογική και στην πραγματικότητα. Κι όμως…

Πρόσφατα έγινε λόγος για το «μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως του ελληνικού κράτους» στην υπόθεση Novartis…

Όμως και στο εξωτερικό δεν λείπουν οι παρεμβάσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης. Την 21/8/1941 δολοφονήθηκε στο Παρίσι γερμανός αξιωματικός του ΠΝ. Οι Γερμανοί απαίτησαν την δίκη, καταδίκη και εκτέλεση 6 “ενόχων”, διαφορετικά θα εκτελούνταν 100 άμαχοι – όμηροι. Συστήθηκε ειδικό τμήμα κατόπιν δημοσίευσης σχετικού νόμου. Ο Υπουργός της Δικαιοσύνης της Κυβέρνησης του Βισύ κάλεσε τον Εισαγγελέα του Ανώτατου Δικαστηρίου και τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας του Εφετείου ζητώντας να του υποδειχθούν ονόματα “προθύμων” Δικαστών. Του υπεδείχθη ο Πρόεδρος του Εφετειου ονόματι Κουρνέ, ο οποίος προς τιμήν του αρνήθηκε “μου είναι αδύνατον να προεδρεύσω σε Δικαστήριο που πρόκειται να θανατώσει ανθρώπους κατά διαταγή”. Του υπεδείχθη εν συνεχεία ο αντιπρόεδρος του Εφετείου ονόματι Μπενόν, ο οποίος αντιθέτως προσδοκούσε την υπηρεσιακή του ανέλιξη και αποδέχθηκε την ανήθικη αυτή πρόταση. Στην δίκη – παρωδία υπήρξε χαρακτηριστική η ρήση συνηγόρου υπεράσπισης “φοβούμαι ότι θα εκδώσετε απόφαση, αλλά δεν θα απονείμετε δίκαιο”.

Η δίκη είναι εξουσιαστικό φαινόμενο, όπως είχε γράψει ο Αντώνης Βγόντζας. Η εξουσία που δεν ελέγχεται παρανοεί. Την εξουσία ελέγχει συχνά ο Δικηγόρος. Για το λόγο αυτό κεκτημένο του Σώματος αποτελεί ο υψηλός βαθμός ελευθερίας και ανεξαρτησίας του Δικηγόρου. Εξού και τα ασυμβίβαστα, για τα οποία εσχάτως η συζήτηση.

Στην δικηγορία περισσότερο από οιοδήποτε άλλο επάγγελμα – λειτούργημα κάθε επιστημονική αποψη, κάθε επιχείρημα, κάθε ισχυρισμός τίθεται εν αμφιβόλω με ένα αντίθετο επιχείρημα, ισχυρισμό, άποψη. Ενδεικτικός ο έντονος διάλογος Ανδρουλάκη – Μανωλεδάκη μέσα από την αρθρογραφία στα Ποινικά Χρονικά.

Ένας αληθινά αμερόληπτος τρίτος παρατηρεί την “σύγκρουση” Δικηγόρου – Εισαγγελέως, Δικηγόρου υπεράσπισης και Δικηγόρου Υποστηρίζοντος την κατηγορία. Είναι εύκολο να παρασυρθεί ο Δικηγόρος, να υποπέσει σε υπέρβαση δικονομικών ορίων. Ορισμένες φορές ταυτίζεται με τον εντολέα του, ενώ οφείλει να εκπροσωπεί τον διάδικο με ευσυνειδησία, ευπρέπεια και επιμέλεια. Συχνά υποκύπτει στον φόβο ότι εάν δεν δικαιωθεί ο εντολέας του θα τερματιστεί η σχέση εντολής. Ο Δικηγόρος οφείλει σεβασμό στον θεσμό της δικαστικής αρχής, διότι είναι παράγων της Δικαιοσύνης. Είναι όμως και βοηθός του κατηγορουμένου – εντολέα του. Σχοινοβατεί μεταξύ του καθήκοντος υπεράσπισης, του επαγγελματικού απορρήτου και του στοιχειώδους καθήκοντος σεβασμού της αλήθειας. Της αλήθειας που κρύβεται στις σελίδες της δικογραφίας ή της πραγματικής αλήθειας; Θεμελιώδες ερώτημα. Δύσκολη η απάντηση εάν ταυτίζεται η αλήθεια της δικογραφίας με την πραγματική αλήθεια. Ορισμένες φορές ναι. Άλλες μπορεί και όχι.

Οφείλει ο Δικηγόρος να φωτίζει τα ευμενή υπέρ του κατηγορουμένου στοιχεία. Οφείλει επίσης να απέχει από πράξεις κατασκευής στοιχείων, από πράξεις προτροπής ακόμη και σε ψευδή κατάθεση. Κι όμως έχουν παρατηρηθεί και τέτοια φαινόμενα.

Ο καθηγητής Γαρδίκας μνημονεύει αυτό που απεύχεται να του συμβεί κάθε συνήγορος υπεράσπισης: στην Γαλλία καταδικάστηκε πολίτης ονόματι lesurgue από το Δικαστήριο του Σηκουάνα σε θάνατο και κατόπιν καρατομήθηκε ως αυτουργός ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Μετά την παρέλευσης διετίας καταδικάστηκε και κάποιος ονόματι Duborg για την αυτή πράξη ως αυτουργός του ίδιου εγκλήματος. Ο Duborg προ της καταδίκης του Lesurgue εκμυστηρεύθηκε στον συνήγορο υπεράσπισής του ονόματι Lebon ότι αυτός ήταν ο ένοχος του αδικήματος και όχι o Lesurgue. Ο συνήγορος σιώπησε κρατώντας το φοβερό μυστικό. Όμως η σιωπή του είχε μια αμετάκλητη συνέπεια: την εκτέλεση ενός αθώου. Ερωτάται: ορθώς; Το απόρρητο κάλυπτε αυτό το φοβερό μυστικό;

Η δεύτερη επανάσταση κατά του Όθωνα ξέσπασε το 1862. Εκκολαπτήριο της ιδέας υπήρξε το Πανεπιστήμιο. Η πρώτη επανάσταση αποδόθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Φημολογείται ότι τότε πρόφερε τα πράγματι προφητικά λόγια ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης δείχνοντας με το δάχτυλο από το Πανεπιστήμιο που κτιζόταν προς το ανάκτορο «Τούτο το σπίτι θα γκρεμίσει εκείνο το σπίτι».

Κι εγώ σήμερα τολμώ να πω ότι «τούτο το σπίτι, ο Δικηγόρος» δεν θα γκρεμίσει «εκείνο το σπίτι (της Δικαιοσύνης)». Ο Δικηγόρος είναι το αναγκαίο θεμέλιο του οίκου της Δικαιοσύνης.

Δανείζομαι την σκέψη του Ευάγγελου Κρουσταλάκη «η συνταγή είναι μονόδρομος: ο σεβασμός της προσωπικότητας του άλλου». Μόνον αυτό το μονοπάτι μπορούμε να βαδίσουμε.

*Δημήτρης Γκαβέλας, Δικηγόρος, Αντιπρόεδρος της Ένωσης Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων 

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr