Τετάρτη 08 Μαϊου 2024

Δημήτρης Γκαβέλας: “Ωδή στους ποιητές της ιδέας”

Η σύγχυση του ψηφιακού περιβάλλοντος και η τεχνοτροπία του συρμού αναδεικνύει την πνευματική αρρυθμία των ημερών μας. 

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Δημήτρης Γκαβέλας: “Ωδή στους ποιητές της ιδέας” dikastiko.gr

Οφείλονται ευχαριστίες στην Πρόεδρο και στα μέλη του ΔΣ του Κύκλου Ελλήνων Λογοτεχνών Δικαστών για την εκδήλωση που διοργανώθηκε την Κυριακή 19/11/2023 στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Πολεμικού Μουσείου με θέμα «Αφιέρωμα στους Εθνικούς Ποιητές».

Ευχαριστίες, διότι «την ώρα που ξεσπερμεύονται οι λαοί και ξεθεμελιώνονται οι πατρίδες», μας προσκάλεσε να βαδίσουμε στα νάματα, να ψηλαφίσουμε την ουσία της ελληνικής ψυχής.  Οι ιεροί κανόνες της πνευματικότητας σήμερα χαρακτηρίζονται «ξεπερασμένοι» από θορυβώδεις μορφές που ξέβρασε η πλημμυρίδα. Αύριο φυσικά θα τις παρασύρει στην αφάνεια η άμπωτη του χρόνου. Η σύγχυση του ψηφιακού περιβάλλοντος και η τεχνοτροπία του συρμού αναδεικνύει την πνευματική αρρυθμία των ημερών μας.

Η φωνή του Παλαμά αντηχεί από τότε για το πάντα προφητικά προειδοποιητική «βοσκοί στη μάντρα της Πολιτείας οι λύκοι! Οι λύκοι! Στα όπλα ακρίτες! Μακριά και οι φαύλοι και οι περιττοί, καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίκοι, για λόγους άδειους ή για του ολέθρου τα έργα βαλτοί». Αντελήφθη ότι χειρότερο κακό από την φτώχεια και την δυσμενή συγκυρία αποτελεί η κάμψη των συνειδήσεων και η μαλθακότητα την ώρα που εφορμούν τα κάθε λογής θηρία. Εξοστράκισε από την ζωή του τον πειρασμό της βολικής ζωής.

«Άνθια πεινούμε για καρδιές, Άνθια διψούμε για ψυχές».

Ανακουφισμένοι τιμήσαμε τα στηρίγματα της φυλής μας. Τους πνευματικούς ανθρώπους που συνείδησή τους είχαν ορίσει την συνείδηση της ελληνικής φυλής που πορεύεται τρεις χιλιάδες χρόνια. Του έθνους που πέτυχε το ακατόρθωτο. Του έθνους που οδηγήθηκε και σε ξεπεσμούς αδιανόητους. Μια πορεία γεμάτη αντινομίες. Στο πάνθεον του πνευματικού μας ουρανού έχουν κατακτήσει επάξια την θέση τους ο Κάλβος, ο Σολωμός, ο Παλαμάς.

Δημήτρης Γκαβέλας

dikastiko.gr

Ο Κάλβος και ο Σολωμός αποτελούν τα προπύλαια της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Στο χωνευτήρι της φωτιάς που έκαιγε εντός τους έριξαν ιδέες και σύμβολα. Η έμπνευσή τους απογυμνώνει την αληθινή και αιώνια μορφή αυτής της πρώτης ύλης. Την απαλλάσσει από το παροδικό κέλυφος. Την παραδίδει άφθαρτη. Το έργο τους καθόρισε σίγουρα η ιστορική συγκυρία και οι προσωπικές τους εμπειρίες.

Ανδρεία, ελευθερία και δικαιοσύνη είναι, ιδίως, οι ιδέες που πραγματεύεται ο Κάλβος. Τις ωδές του αφιέρωσε στον εθνικό αγώνα του 1821. Με μια εξαίρεση: την ωδή στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Ζάκυνθο. Οι στίχοι του, εάν κλείσει κανείς τα μάτια και αφεθεί στην τέχνη του, αποκαλύπτουν όλη την ομορφιά και αποδεικνύουν την αγάπη για τον τόπο του: «ιόνιοι ζέφυροι» που κυριαρχούν ευγενικά στο Ιόνιο, «μουσικές φωνές» που ζωντανεύουν τις καντάδες και η ευωδία από τους κήπους, ώσπου «πλουτίζει το πέλαγος από την μυρωδιά των χρυσών κίτρων».

Στον «Ωκεανό» περιγράφει με τον δικό του μοναδικό τρόπο το θαύμα της ανατολής: «τα μυρισμένα χείλη της ημέρας φιλούσι το αναπαυόμενον μέτωπον της οικουμένης».

Ως άλλος ευρύοπα Ζεύς ο Κάλβος από την υψηλή κορυφή της τέχνης περιγράφει πως η ανατολή διαδέχεται την νύχτα

«ιδού τα ακάμαντα άλογα του ήλιου εκβαίνουν, χρυσά, φλογώδη, καίουσι τους δρόμους του αέρος τα αμιλλητήρια πέταλα».

Το ελληνικό δράμα της πολυαίωνης σκλαβιάς της πατρίδας περιγράφει ως εξής

«Γη των θεών φροντίδα, Ελλάς ηρώων μητέρα, φίλη, γλυκεία πατρίδα μου, νύκτα δουλείας σ’ εσκέπασε, νύκτα αιώνων».

 Και «εις την σκοτιάν βαθείαν, εις το απέραντον διάστημα, τα φώτα σιγαλέα κινώνται των αστέρων λελυπημένα».

Στην «Ωδή εις Σούλι» παρατηρεί το στρατόπεδο των εχθρών που αγνοούν την επικείμενη επίθεση

 «εις το στρατόπεδον των βαρβάρων ακούεις κραυγάς, τύμπανα, κτύπους. Όμως άτρεμα ο θάνατος στέκων τους βλέπει».

Καλεί την νύχτα να στέρξει στον ελληνικό αγώνα, να καταστεί «συνεργός» «μητέρα φρονημάτων υψηλών, συνεργέ ψυχών τολμηροτάτων, νύχτα ουρανία και σύγχρονε δικαιοσύνης».

Μα δεν μπορεί να δει και επιστρατεύει την αίσθηση της ακοής. Ακούει σπαθιά που σμίγουν με ξερό κρότο και φωνές. Όταν χαράζει κλίνει το γόνυ ευλαβικά στις πομπές των ελληνικών ψυχών που ανεβαίνουν στον ουρανό.

Δημήτρης Γκαβέλας

dikastiko.gr

Δεν θα μπορούσε να μην αφιερώσει λίγη από την τέχνη του και στον προδότη του τότε, του πάντα που φεύγει προς τους εχθρούς της πατρίδας

«εγύρισε ταις πλάταις του, φεύγει ο προδότης, αλαμπή σέρνει τα άρματα φαρμακερά, το στήθος του έγινεν Άδης, 

τρέχεις και ο χτύπος των ποδιών σου αντιβομβεί, ωσάν να τρέχεις επί του κούφιου θόλου βαθείας αβύσσου».

Τον προδότη τον φοβίζει το φως, τον τρομάζει το σκότος, πλαγιάζει μαζί του η «τιμωρός συνείδησις».

Και στο τέλος επιφυλάσσει σκληρή μοίρα

«γύρευε από την μοίραν σου κρυπτόν να σου χαρίσει τάφον εις όλους».

Η «Ωδή εις τον ιερόν λόχον» αποκαλύπτει την συγκλονιστική ευχή του προς την φύση που περιβάλλει το μνήμα των ηρώων

«ας μην βρέξει ποτέ το σύγνεφον, ο άνεμος σκληρός ας μη σκορπίσει το χώμα το μακάριον που σας σκεπάζει, ας το δροσίσει πάντοτε με τα αργυρά της δάκρυα η ροδόπεπλος κόρη και αυτού ας ξεφυτρώνουν αιώνια τα άνθη».

Όμως «ότε πλησιάσει την γην όπου σας έχει θέλει αλλάξειν τον δρόμον του ο χρόνος, το θαυμάσιον χώμα σεβαζων».

Η περιγραφή του για τον χρόνο χαρακτηριστική

«ο γέρων φθονερός και των έργων εχθρός και πάσης μνήμης έρχεται, από την στάμναν χύνει τα ρεύματα της λήθης και τα πάντα αφανίζει».

Δημήτρης Γκαβέλας

dikastiko.gr

Ο Σολωμός δειλά αλλά με φλογερή ορμή κατέστη θεμελιωτής, όπως του ζήτησε ο Τρικούπης, της νέας ελληνικής φιλολογίας. Ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» αποτελεί μετά τον «Ερωτόκριτο» του Β. Κορνάρου, τον πρώτο γνήσιο καρπό της ελληνικής φαντασίας μετά τα χρόνια του μαρασμού της σκλαβιάς. Το προοιμιό του υπενθυμίζει το μεγαλείο του παρελθόντος «που διηγώντας το έκλαιγε». Το ελληνικό πνεύμα κρατούσε στιβαρά «σπαθί με κόψη τρομερή» και παρουσιάζεται βγαλμένο μέσα από τα «ιερά κόκκαλα των Ελλήνων» και με «βλέμμα που με βία μετρά τη γη» πίστεψε ότι γρήγορα θα γίνει  αυτή η γη και η ελληνική φύση ξανά δική του. «Ένα στόμα καρτερούσε η ανδειωμένη σαν πρώτα Ελευθερία έλα πάλι να της πει». Με «ρούχα αιματωμένα έβγαινε η Ελευθερία κρυφά να γυρέψει εις τα ξένα άλλα χέρια δυνατά». Η περιγραφή της μάχης της Τριπολιτσάς ανταγωνίζεται τις πλούσιες ομηρικές σκηνές μάχης. «Ανάφτει του πολέμου η αναλαμπή, το τουφέκι ανάβει, αστράφτει, λάμπει, κόφτει το σπαθί», «ακούω κούφια τα τουφέκια, ακούω σμίξιμο σπαθιών, ακούω ξύλα, ακούω πελέκια, ακούω τρίξιμο δοντιών», «αυξαίνει του πολέμου ο χορός τρομακτικά», «κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει, λές και εκείθενε η ψυχή από το μίσος που την καίει, πολεμά να πεταχτεί». Στιγμάτισε ο ποιητής την διχόνοια που μάστιζε  διαχρονικά το ελληνικό έθνος «η διχόνοια που βαστά ένα σκήπτρο η δολερη, καθενός χαμογελάει, πάρε το λέγοντας και εσύ» και δεν δίστασε να ασκήσει δριμεία κριτική στην πολιτική των δυνάμεων της εποχής που πρόδωσαν την ελευθερία των Ελλήνων «ελαφιάσθη το θηρίο της Αγγλίας».

Με σεβασμό και ευγνωμοσύνη αναφέρθηκε στις Ελληνίδες κρινοδάχτυλες παρθένες που «ο κόρφος καθεμιάς γλυκοβυζαστο ετοιμάζει γάλα ανδρείας και ελευθερίας» και στις Σουλιώτισες που «τες μάζωξε εις το μέρος του Ζαλόγγου το ακρινό, της ελευθερίας ο έρως και τες έμπνευσε χορό».

Μεταφέρθηκε στην «ολόμαυρη ράχη των Ψαρών», όπου αντίκρυσε «έρημη γη», κύτταξε την «Δόξα που περπατούσε μονάχη και μελετούσε τα λαμπρά παλληκάρια».

Δημήτρης Γκαβέλας

dikastiko.gr

Ύμνησε τον φιλέλληνα Βύρωνα «λευθεριά για λίγο πάψε να χτυπάς με το σπαθί, τώρα σίμωσε και κλάψε εις του Μπάιρον το κορμί».

Στο έργο του Παλαμά θα αναζητήσουμε την «παραδαρμένη από το κρίμα ψυχή μας». Θα ανεύρουμε την ελληνική ιδέα, θα διαπιστώσουμε εκστατικοί το ήθος της και θα αφουγκραστούμε το λόγο που ορίζει το μέτρο την ώρα της ανομίας. Το πολύτομο έργο του περικλείει θησαυρούς αιώνων, εξυμνεί την φιλοσοφία του ελληνικού μέτρου που αντιμάχεται την εξίσωση των ανίσων. Στο «Γυμνό τραγούδι» βιώνει τον καυτό ήλιο της Αττικής γης. Στον «ύμνο της Αθηνάς» καθίσταται Αθηναίος πολίτης και μαραθωνομάχος. Στον «Βωμό» μεταφέρεται στην ρωμαϊκή εποχή. Στην «Πολιτεία» ραγιάς και μετά Ήρωας του ’21.

Περιγράφει την ώρα της υψηλής έμπνευσης και πως τον επισκέπτονται οι Μούσες «κάποια στο δρόμο βήματα βαριά ειστε εσείς. Την σκέψη, το φως, τον ήχο φέρνετε, τριάδα μου ιερή. Τι κι αν είστε σκλάβου ξύπνημα που τρέχει να δουλέψει, τι κι αν είστε ασώτου γύρισμα που παει να κοιμηθεί» στους «Στοχασμούς της χαραυγής» και στα «παράκαιρα» περιγράφει το κελλί του «τριάντα χρόνια εδώ μέσα στο κελλί το στενό, έμπασα όλη την πλάση, πέλαγο, γης ουρανό. Τριάντα χρόνια εδώ μέσα στο κελλί το στενό».

Αισθάνεται στην «Αυγουστιάτικη νύχτα» ότι

«το μπαλκονάκι του σπιτιού μου είναι κορφή αναπάντεχη βουνού».

 Στο έργο του η ύλη υποτάσσεται στο πνεύμα. Γνώρισε έναν λαό που γνώρισε στην πορεία του τον μόχθο.

«εργάτη οκνός όταν περνώ που τρως και σε κοιτάζω, 

ντροπαλά στέκω, ευλαβικά σαν να τα δοξάζω, 

με της δουλειάς σου τον κάματο και με τον ιδρώτα σου μυρωμένα το μαύρο σου ψωμί και την ελιά σου».

Δημήτρης Γκαβέλας

dikastiko.gr

 Αισθάνθηκε να κινδυνεύει η πορεία του λαού αυτού που αίφνης απώλεσε αυτή την πυξίδα. Επέστρεψε στην πηγή, στο περήφανο παρελθόν, γυρεύοντας τον κανόνα της θυσίας και τα αθάνατα έργα.

«που πας; Που παω; Που πάμε» αναρωτιέται ο ποιητής με έκδηλη αγωνία.

Στην «Ασάλευτη Ζωή» σπαραχτικά βιώνει τον πόνο.

 «είπε η σάρκα ύπνος βαρύς με δένει πάντα. Τι θα γενώ; Είπε το πνεύμα πάντα προς τα απέραντα ανάλαφρο ανεβαίνω. Που πηγαίνω; Είπε η ψυχή και εγώ είμαι η άμοιρη που παραδέρνω ανάμεσα στα δύο μακαρισμένα. Ή δος μου πνεύμα τα φτερούγια σου ή σάρκα εσύ να κοιμηθώ δόσε μου σαν εσένα».

Ο Παλαμάς είναι υμνητής του πάθους στους «καημούς της λιμνοθάλασσας»

«μα ποιος το ξέρει πιο πολύ κι απάνου από τα άστρα, από της τέχνης την κορφή και της ιδέας το βάθος, μην είναι η θέαινα η φωτιά, και η πλάστρα και η χαλάστρα πιο πάνου κι από την Αρετή, τέλος και αρχή: το πάθος».

Ο Παλαμάς αισθάνεται στις «νύχτες του Φήμιου» ότι ένα φίλημα, ένα δάκρυ αξίζουν περισσότερο από οτιδήποτε σε αυτό τον κόσμο.

 «Σκύψε μέσα στο βιβλίο σου, μη ζητάς προβλήματα, ερωτήματα, όλα να τα καταλάβεις, μόνο την καρδιά σου να ρωτάς μην παύεις, μάθε πως τα συστήματα των φιλοσόφων, κάθε νου τρανού φεγγοβόλημα, κάθε επιστήμη, μάθε

Πως δεν αξίζουν τίποτα τα πάντα από άκρη εις άκρη, όσο αξίζει ένα φίλημα, ένα δάκρυ».

Ο Παλαμάς τέλος προσεγγίζει στα «Παράκαιρα» το ζήτημα του έρωτα και της γυναίκας.

«Τάχα για ποιο ξεχωριστά, πιο δυνατά καρδιοχτυπώ

κι από τους δυο σκληρότερα καημούς ποιος θα με δείρει;

Το που με καίει και με χτυπάει και με μεθάει πιοτό;

ή τ’ ολόχρυσο κι ολάκριβο το μέγα το ποτήρι

που με κεράσαν κι ήπια το πιοτό;

Ποιος ξέρει τι ξεχωριστά και τι βαθύτερα αγαπώ

*Δημήτρης Γκαβέλας, Δικηγόρος

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ