Δευτέρα 19 Μαϊου 2025

Ειρήνη Γιανναδάκη: Και αν όμως καταρρεύσει η Δικαιοσύνη;

Η δικαίωση της Δικαιοσύνης απορρέει από την ίδια τη Δικαιοσύνη. Η επί της ουσίας ανεξαρτησία της δεν εξαντλείται σε νόμους και διαδικασίες.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Ειρήνη Γιανναδάκη: Και αν όμως καταρρεύσει η Δικαιοσύνη;

Η πολιτεία ζητεί, σήμερα, από την Δικαιοσύνη να τα βγάλει πέρα μόνη της, με την υπόθεση των Τεμπών, και σωστά, αφού αυτή και μόνο, έχει την ευθύνη, το κύρος και τη δυνατότητα να επιβάλει το δίκαιο. Και η κοινωνία διεκδικεί και απαιτεί από τη Δικαιοσύνη, ως αδέκαστο κριτή, να αποδώσει έγκαιρα δικαιοσύνη. Και όταν το αίτημα αυτό γίνεται συλλογικό αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Ωστόσο, η κοινή γνώμη φαίνεται να έχει διαμορφωθεί ενάντια στους θεσμούς, και η καχυποψία δεν αφήνει ανέγγιχτο κανέναν και ιδιαίτερα τη Δικαιοσύνη. Το σύστημα απονομής δικαιοσύνης εμφανίζει μια επικίνδυνα γενικευμένη έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών, και συγκεντρώνει ιδιαίτερα χαμηλές αξιολογήσεις ως προς την αντιλαμβανόμενη αποτελεσματικότητα αλλά και την ανεξάρτητη λειτουργία και αμεροληψία του. Η πλειοψηφία των πολιτών αξιολογεί ότι, η Δικαιοσύνη είναι, «πολιτικά ελεγχόμενη» (79%), αργή ( 91%), και σχεδόν 9 στους 10 οι πολίτες ( 88%) θεωρούν ότι το θεσμικό πλαίσιο που τη διέπει χρειάζεται σοβαρές αλλαγές, ενώ το 85% δηλώνει ότι ο διορισμός της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την κυβέρνηση θίγει τη ζητούμενη ανεξαρτησία της. H κυρίαρχη εικόνα, είναι ανησυχητική, αλλά δεν είναι αδικαιολόγητα κυρίαρχη.

Και τούτο:

Επειδή, η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας απαιτεί λεπτοµερείς κανόνες, προκειµένου να απορρίψει κάθε εύλογη αµφιβολία στο µυαλό των πολιτών, ως προς τη στεγανότητα του δικαστικού σώµατος σε εξωτερικούς παράγοντες, και την ουδετερότητά του, σε σχέση µε τις υποθέσεις που καλείται να κρίνει. Και στη χώρα µας τέτοιοι κανόνες δεν τηρούνται, γιατί η ενδηµική επανάληψη κάθε λογής αµφισβητήσεων εις βάρος της Δικαιοσύνης, δεν αφήνει αδιάφορη τη λαϊκή συνείδηση. Οσοι ευνοούνται από την δικαστική απόφαση υπερασπίζονται την δικαιοσύνη και την ανεξαρτησία της, ενώ όσοι θίγονται την αμφισβητούν.

Επειδή σε πολιτικές διαμάχες, όπου η Δικαστική εξουσία έπρεπε να μένει ξένη και αμέτοχη, αυτή βρίσκεται όλο και συχνότερα στο επίκεντρο του πολιτικού σχολιασμού και αντιπαράθεσης, με δηλώσεις υπουργών και άλλων πολιτικών προσώπων για, δικαστικούς λειτουργούς και υποθέσεις που εκκρεμούν στη δικαιοσύνη. Πολλά λέγονται και κυρίως υπονοούνται για το ρόλο της δικαστικής εξουσίας, που τροφοδοτούν, και καθιστούν θεμιτή τη δυσπιστία της κοινής γνώμης και του τύπου ως εκφραστή της απέναντι στη Δικαιοσύνη. Αλλά μέσα στην όλη φασαρία, στον κατακλυσμό των δηλώσεων και των αφ’ υψηλού σχολιασμών, το ουσιώδες πνίγεται στο περιστασιακό, και είναι προφανές ότι οι επιπτώσεις δεν έχουν επιμετρηθεί με σοβαρότητα. Τα Κόμματα, αν δεν φλυαρούν ή αν δεν κλείνουν τα μάτια τους στις δικές τους ευθύνες, ούτε που φαίνεται να ενδιαφέρονται ή να κατάλαβαν, τι αυτό σημαίνει. Και οι πολίτες παρακολουθούν και αναρωτιούνται κάτω από ποιες συνθήκες και μέσα από ποιες διαδικασίες απονέμεται η δικαιοσύνη στη χώρα μας. Το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι αρνητικό στο ζύγι με το έλλειμμα εμπιστοσύνης στο θεσμό. Και επειδή οι δικαστές είναι σιωπηλοί, ο καθένας κεντά την εικόνα τους με τη βελόνα του. Ανάλογα με τις ημέρες, τους προσδίδουν άλλοτε τη δύναμη που ανήκει στο θεσμό της Δικαιοσύνης, άλλοτε τους υποψιάζονται ως καθοδηγούμενους και εξαρτημένους από την πολιτική εξουσία.

Επειδή αν και η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης αποτελεί την επωδό των επίσημων διακηρύξεων, υπάρχει βαθύτατο χάσμα ανάμεσα στα λόγια και την πράξη. Δεν είναι λίγες οι φορές, που η εκάστοτε, νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, δεν κρύβουν την δυσφορία τους, με επιθέσεις κατά της Δικαιοσύνης, ο ελεγκτικός ρόλος της οποίας δεν είναι αρεστός, κάθε φορά που ο δικαστικός χειρισμός διεισδύει ή εκτιμάται ότι διεισδύει σε κυβερνητικά χωράφια. Και αυτό το χάσμα γίνεται ακόμα πιο αισθητό, γιατί δεν εφαρμόζουν τις δικαστικές αποφάσεις, ή τις ξεπερνούν με νομοθετικά μέτρα, όταν αυτές δεν συμβαδίζουν με τις πολιτικές τους επιλογές, εισφέροντας σημαντικό πλήγμα στη δημόσια εικόνα της Δικαιοσύνης ως ανεξάρτητης και αποτελεσματικής λειτουργίας. Και αυτό ,επειδή η αξία των υπηρεσιών της δικαιοσύνης έχει αντικατασταθεί από οικονομικούς και πολιτικούς υπολογισμούς. Και είναι σκόπιμο να υπενθυμίσουμε ότι το Ευρωπαικό Δικαστήριο έχει καταδικάσει τη χώρα μας επανειλημμένως για την άρνησή της να εφαρμόσει τις δικαστικές αποφάσεις.

Επειδή η επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης από την εκάστοτε κυβέρνηση δίδει λαβή και έδαφος σε υπόνοιες για σχέσεις εξάρτησης με την εκάστοτε πολιτική εξουσία, και οι πολίτες αποκομίζουν συχνά την εντύπωση ότι ο Νόμος εφαρμόζεται σε όλους, πλήν εκείνων που κατέχουν πολιτική ή οικονομική εξουσία. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει καταγράψει, και παλαιότερα, σε ετήσια έκθεσή της για τη Δικαιοσύνη, τη γενικευμένη αίσθηση που επικρατεί στην Ελλάδα για την ύπαρξη παρεμβάσεων ή πιέσεων στον χώρο της Δικαιοσύνης από πλευράς της εκάστοτε κυβέρνησης και των πολιτικών .Δεν υπάρχει αντικειμενική διαδικασία που να επιτρέπει, πραγματικά, την ανίχνευση των εν δυνάμει ικανών για την ηγεσία της Δικαιοσύνης, και κατά κανόνα επιλέγονται εκείνοι που κατά την άποψη της εκάστοτε κυβέρνησης συγκεντρώνουν τις μικρότερες πιθανότητες να προκαλέσουν κραδασμούς .Και ευτυχώς που κάποιοι αποδεικνύονται ικανοί για τη θέση αυτή και στέκονται στο ύψος των απαιτήσεων του θεσμού.

Επειδή η έγκαιρη και αποτελεσματική λειτουργία της Δικαιοσύνης απαιτεί πολύ περισσότερα από όσα είναι συχνά διατεθειμένη να δώσει η Πολιτεία μας. Από ασύγγνωστη ολιγωρία της Πολιτείας, παραμένουν ανοικτά επί δεκαετίες ,διαχρονικά ζητήματα που αφορούν, τον εκσυγχρονισμό, την αναδιοργάνωση του συστήματος απονομής της Ελληνικής Δικαιοσύνης, και σειρά άλλες χρόνιες παθογένειες των συνθηκών λειτουργίας της, που καταγράφονται και σε διεθνείς εκθέσεις, όπως αυτές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Δικαιοσύνη, σύμφωνα με τις οποίες σε μια κλίμακα που κυμαίνεται από το 0 έως το 4, η ποιότητα του συστήματος δικαιοσύνης στην Ελλάδα είναι τελευταία στην Ε.Ε. με επίδοση 1,5.

Επειδή επίσης, δεν υπάρχει αλλαγή στη βασική νοοτροπία, στη διάθεση, στο τρόπο προσέγγισης των προβλημάτων. Τα ωραιότερα σχέδια για τον εκσυγχρονισμό της Δικαιοσύνης και η διάθεση αρκετών εκατομμυρίων επι πλέον, δεν αρκούν, αν δεν υπάρξει μια εκ βάθρων επανάσταση νοοτροπίας .Και αν κάνουμε μια χρονική αναδρομή ,θα διαπιστώσουμε, ότι η αμφισβήτηση και δυσπιστία για τη δικαιοσύνη διεκδικεί μεγάλη παλαιότητα μέσα στο χρόνο. Το 1981, η Ελένη Βλάχου έγγραφε στη Καθημερινή: «Ποτέ στα τελευταία χρόνια της ιστορίας μας δεν έγινε σωστή και τίμια απονομή δικαιοσύνης» .Ο καθηγητής της Νομικής Γ. Κουμάντος εξίσου καυστικός, έθιγε το 1975 καίρια σημεία: Η δικαστική εξουσία δεν είναι ούτε αμερόληπτη, ούτε ανεπηρέαστη, ούτε ανεξάρτητη. Εγραφε ο Γ. Κουμάντος: « Ο μύθος της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, δεν αντέχει στην επαφή με τη πραγματικότητα ….. Η ίδια δύναμη που ξέρουμε πως έχουν οι νομοθέτες και βλέπουμε πως έχουν οι κυβερνήσεις και οι μηχανισμοί κρατικής επιβολής, αναγνωρίζεται και στους δικαστές .Προ πάντων τους αναγνωρίζεται η ανεξαρτησία απέναντι στη κυβέρνηση, στις δυνάμεις που έχουν όπλα και, βέβαια στις δυνάμεις που έχουν χρήμα…..Η μυθολογούσα θεωρία εξηγεί ακόμη ότι….ανάμεσα σε δικαστές, ανώτερους και κατώτερους δεν υπάρχει ιεραρχική σχέση. ….. Ο δικαστής δεν λογοδοτεί στους ανωτέρους του …, αλλά ούτε και οι δικαστικές αποφάσεις των ανωτέρων δικαστηρίων δεσμεύουν τα κατώτερα….. …..Η δημοσιότητα απονομής της δικαιοσύνης πνίγεται μέσα στη γραπτή διαδικασία, στην έλλειψη δικαστικών κτιρίων, στις συνθήκες δουλειάς…. Και έχει καταντήσει ένας κοινός τύπος που τηρείται βαρυεστημένα, με συνείδηση της ματαιότητάς του…..». Ο καθηγητής έγραφε επίσης πως υπονομεύεται εντελώς νόμιμα η ανεξαρτησία του δικαστή: «Το μεγάλο όμως θυσιαστήριο της δικαστικής ανεξαρτησίας είναι ακριβώς ο θεσμός που προοριζόταν να είναι η υπέρτατη κατοχύρωση της, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Εδώ συμβαίνει κάτι που μόνο σαν τέχνασμα μπορεί να χαρακτηρισθεί: Ο Πρόεδρος, οι αντιπρόεδροι και ο εισαγγελέας …..εκλέγονται από το Υπουργικό Συμβούλιο κατά τις προτιμήσεις του και συνάμα μετέχουν από το νόμο στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Αυτό σημαίνει: πρώτον ότι το προεδρείο οφείλει το αξίωμά του στη κυβέρνηση και μπορεί να αισθάνεται κάποια δεσμευτική ευγνωμοσύνη προς αυτήν. Δεύτερον, ότι οι αεροπαγίτες που φιλοδοξούν να φτάσουν στο προεδρείο_ και όλοι έχουν αυτή την εύλογη φιλοδοξία_ δεν πρέπει να γίνουν δυσάρεστοι στη κυβέρνηση. Τρίτον ότι οι κατώτεροι δικαστές δεν πρέπει και αυτοί να γίνουν δυσάρεστοι στη κυβέρνηση γιατί αυτό μπορεί να επηρεάσει την κρίση τους από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, δηλαδή από όσους τρέφουν ευγνωμοσύνη ή φιλοδοξία για το προεδρείο. ……Ετσι γεννιέται στον δικαστή ο πειρασμός της υπακοής για χάρη του επαγγελματικού του μέλλοντος με θυσία βέβαια της ανεξαρτησίας του……… Η συνταγματική επιταγή της προνομιακής μισθολογικής μεταχειρίσεως των δικαστών έχει μείνει ανεφάρμοστη. Υλικά θέλγητρα δεν παρουσιάζει η δικαστική σταδιοδρομία .Αν υπήρχε ένα θέλγητρο, θα ήταν ηθικό: η αίσθηση της απονομής της δικαιοσύνης, μέσα σε ανεξαρτησία, αξιοπρέπεια και κοινωνική αναγνώριση. Και αυτά όμως τα γνωρίσματα δεν επιβεβαιώνονται στη πραγματικότητα…» Θα μπορούσαν να αναφερθούν πολλά τέτοια σχόλια. Το παράδοξο όμως είναι ότι, τα αίτια αυτών δεν φαίνεται να απασχόλησαν την Πολιτεία μας στη διαδοχή των φορέων της εξουσίας.

Από την άλλη, η λιγότερο φανερή, η Δικαιοσύνη της καθημερινότητας, δεν είναι ενθαρρυντική. Το τελετουργικό της οδηγεί σε έναν κλειστό και αυστηρά ελεγχόμενο κόσμο, ελάχιστα ευαισθητοποιημένο στην εκτός τειχών πραγματικότητα. Η Δικαιοσύνη σήμερα, που η δύναμη των διαπλεκόμενων συμφερόντων είναι τόσο εντυπωσιακή, μοιάζει με κάποιον που έχασε τα κλειδιά του μέσα στη νύκτα και ψάχνει να τα βρεί μόνο στη περίμετρο που φωτίζει ο φακός του. Εννοείται ότι, αν δεν μετακινήσει το φακό της πέρα από τη περίμετρο αυτή, θα βρεί μόνο ο,τι υπάρχει στη φωτισμένη περιοχή. Η Δικαιοσύνη πάσχει επίσης από υπόταση και εξάντληση. Οποιος υπηρετεί τη Δικαιοσύνη έχει την εντύπωση ότι τρέχει σε χελωνοδρομία. Ο φόρτος εργασίας των δικαστικών λειτουργών αυξάνει αδιάκοπα και ταχύτατα Οι καθυστερήσεις συσσωρεύονται ,και η εκδίκαση των υποθέσεων επιβραδύνεται. Τα πάντα λειτουργούν σύμφωνα με την αρχή της επανάληψης, της καθιερωμένης πρακτικής, και χρειάζεται κόπος και δύναμη να αρνηθεί κανείς το στρωμένο δρόμο της έτοιμης σκέψης, και να βαδίσει στην ανηφόρα του ατομικού προβληματισμού. Ο κάθε δικαστικός λειτουργός, μετά από ένα πέρασμα από τη σχολή δικαστών, επικεντρώνεται, περιχαρακωμένος,_ χωρίς επαρκή πρακτική και ουσιαστική επιμόρφωση_, στο χαρτοβασίλειο του, στο χειρισμό πλήθους υποθέσεων, _που καταλαμβάνουν το σύνολο της κρατικής και κοινωνικής δραστηριότητας, αφού διαθέτει έμφυτο το χάρισμα της γνώσης κάθε επιστήμης_, και στο καβούκι των συνηθειών και της κόπωσης από τη γραπτή διαδικασία και την περίτεχνη πλοκή της πολυνομοθεσίας, βασιζόμενος στη διαίσθησή του, ως ότου τον διδάξει η πείρα. .Εχοντας, συμβιβαστεί και με το νόμο της σιωπής στις ιεραρχικές εντολές και περιορισμούς που ενίοτε, ως μη όφειλαν, αφορούν και στην ανεξάρτητη δικαιοδοτική κρίση του, αν τύχει και αυτή δεν είναι σύμφωνη με εκείνη της ιεραρχίας. Εχοντας συνηθίσει, και στη δικαστική έννοια του χρόνου, όπου η μονάδα μέτρησης, εκτός από τις κατεπείγουσες περιπτώσεις, ορίζεται και ελέγχεται οριζόντια ανεξάρτητα από το είδος και τη βαρύτητα της υπόθεσης. Υπάρχουν πολλοί δικαστικοί λειτουργοί με ποιότητα, που εργάζονται ευσυνείδητα και δεν φείδονται μόχθου .Το ίδιο το σύστημα ελέγχου αμβλύνει τις προσπάθειες τους με την ανελεύθερη ακαμψία του, με την έμφαση στη ποσότητα, το μόνο κριτήριο αποδοτικότητας των δικαστικών λειτουργών που πραγματικά ελέγχεται ,αλλά και είναι πολύ πιο εύκολο να διαπιστωθεί. Σύμφωνα με τη κρατούσα αντίληψη, ένας δικαστικός λειτουργός θεωρείται καλός, όταν δεν έχει «εκκρεμότητα» στη δουλειά του. Η ουσιαστική αξιολόγηση ικανοτήτων αποδοτικότητας και ποιότητας, δεν λειτουργεί. Οι δικαστικοί λειτουργοί επιθεωρούνται χονδρικώς .Και είναι αλήθεια ότι, υπάρχουν δικαστές, και κατά συνέπεια και αποφάσεις, δυο ταχυτήτων, γιατί όλοι οι δικαστές δεν είναι του ίδιου επιπέδου και των ίδιων ικανοτήτων, αλλά οι αξιολογικές εκθέσεις τους είναι σχεδόν όμοιες και οι προαγωγές αποφασίζονται κατά κανόνα με γνώμονα την αρχαιότητα. Αποτέλεσμα, η ισοπέδωση των ανίσων, με κίνδυνο μετάλλαξης του δικαστικού λειτουργήματος σε γραφειοκρατικά ελεγχόμενο υπαλληλικό έργο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα του δικαστικού έργου, για την οποία σχεδόν καθόλου γίνεται λόγος, αφού η έμφαση έχει μετατοπιστεί στην επιτάχυνση της δικαιοσύνης. Οι σωστοί και ευσυνείδητοι δικαστικοί λειτουργοί δεν έχουν τον χρόνο να αναλάβουν σωστά το ρόλο τους. Αυτή είναι η βιωμένη αλήθεια. Και όσο συμβαίνουν όλα αυτά, η σωστή και αποτελεσματική λειτουργία της Δικαιοσύνης γίνεται δύσκολη υπόθεση.

Τα συνεπακόλουθα όλης αυτής της κατάστασης, της συνεχούς, υποβάθμισης του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, και αμφισβήτησης της δικαστικής εξουσίας ,είναι δύσκολο να εκτιμήσει κανείς μέχρι που ακριβώς μπορούν να φθάσουν.

Και αν όμως καταρρεύσει η Δικαιοσύνη; Ποιοι είναι οι κίνδυνοι για την δημοκρατία μας; Ποιος θα νοιαζόταν και γιατί, αν πράγματι η Δικαιοσύνη καταρρεύσει ;

Είναι ερώτημα που, διακατέχει όσους θεωρούν την Δικαιοσύνη ως μια από τις βασικές λειτουργίες και αξίες της δημοκρατίας μας, που οφείλουν να υπερασπιστούν, ακόμη και αν έχουν επιφυλάξεις ή ασκούν κριτική στον τρόπο που λειτουργεί. Η απάντηση σ΄ αυτό το ερώτημα, που περιβάλλεται με υπεροπτική σιωπή, είναι κρίσιμη, έστω και για να πειστούν να αλλάξουν γνώμη όσοι υπονομεύουν, ακυρώνουν, και αμφισβητούν το ρόλο της Δικαιοσύνης.

Αυτό πάντως που μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα, είναι ότι, η δικαίωση της Δικαιοσύνης απορρέει από την ίδια τη Δικαιοσύνη. Η επί της ουσίας ανεξαρτησία της δεν εξαντλείται σε νόμους και διαδικασίες. Είναι ζήτημα προσωπικής ευθύνης, ήθους και συνείδησης του κάθε δικαστικού λειτουργού Γιατί οι θεσμοί υπηρετούνται και εκπροσωπούνται από πρόσωπα που τους τιμούν ή τους απαξιώνουν με τη στάση τους ή τη συμπεριφορά τους. Γιατί κανένας δεν μπορεί να απαιτήσει να του έχουν εμπιστοσύνη όταν ο ίδιος δεν καταξιώνεται αυτής της εμπιστοσύνης. Γιατί ο καθένας πρέπει να σηκώσει τις συνέπειες της ευθύνης του με υπευθυνότητα και ελευθερία. Ίσως τότε να δρομολογηθούν αλλαγές και εκείνοι που θα θέλουν να τις ματαιώσουν, μπορεί να είναι λιγότεροι. Γιατί ακόμη και στις πιο αγκυλωμένες υπηρεσίες υπάρχουν ρωγμές ελευθερίας. Μεταξύ του βολέματος και της ελευθερίας δεν υπάρχει μέση οδός.

 *Ειρήνη Γιανναδάκη, πρώην πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ