Γιώργος Δημήτραινας: Ο κίνδυνος των ανακοινώσεων

"Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η αμεροληψία των δικαστών διακρίνεται σε υποκειμενική και αντικειμενική" επισημαίνει ο Γιώργος Δημήτραινας.

NEWSROOM
Γιώργος Δημήτραινας: Ο κίνδυνος των ανακοινώσεων

Όπως είναι γνωστό στο άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α΄ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατοχυρώνεται το δικαίωμα κάθε προσώπου για την εκδίκαση της υπόθεσής του από ένα αμερόληπτο δικαστήριο. Το ίδιο δικαίωμα, δηλαδή το δικαίωμα κάθε προσώπου να δικασθεί η υπόθεσή του από αμερόληπτο δικαστήριο, κατοχυρώνεται και με το άρθρο 14 παρ. 1, εδ. β΄ Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η αμεροληψία των δικαστών διακρίνεται σε υποκειμενική και αντικειμενική1. Η υποκειμενική αμεροληψία συνίσταται στην απαίτηση από τον δικαστή να μην έχει διαμορφώσει εκ των προτέρων άποψη επί της υπόθεσης που καλείται να κρίνει. Επισημαίνεται από την αρχή ότι τέτοιο θέμα δεν τίθεται εν προκειμένω και σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητείται η προσωπική αμεροληψία όλων των εισαγγελέων και δικαστών του Πρωτοδικείου Αθηνών, οι οποίοι χρεώθηκαν συγκεκριμένη δικογραφία που απασχολεί τον τύπο και την κοινή γνώμη. 

Ωστόσο, είναι διαφορετική από την υποκειμενική αμεροληψία η περίπτωση της αντικειμενικής αμεροληψίας. Η τελευταία (: αντικειμενική αμεροληψία) δεν συνδέεται με την υποκειμενική-προσωπική αμεροληψία των δικαστών, αλλά αφορά στη διαπίστωση ότι στο πλαίσιο μιας δικαστικής έρευνάς προσφέρονται επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε πιθανής αμφιβολίας του κατηγορουμένου. Συνίσταται, με άλλα λόγια, στην ύπαρξη αντικειμενικά δικαιολογημένων αμφιβολιών του κατηγορουμένου ότι δικάζεται (: εν προκειμένω ερευνάται/ανακρίνεται) δίκαια, χωρίς αυτό να συνδέεται με την προσωπική πεποίθηση του κρίνοντος δικαστή (αντικειμενικό κριτήριο)².

Στην τελευταία αυτή περίπτωση σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ θα πρέπει να εξεταστεί αν, πέρα –και ανεξάρτητα- από προσωπική συμπεριφορά του δικαστή (: για την οποία δεν υπάρχουν δείγματα μεροληψίας), υπάρχουν αντικειμενικά γεγονότα που ενδέχεται να δημιουργήσουν στον κατηγορούμενο αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του. Καθοριστικό με άλλα λόγια, στην περίπτωση αυτή, είναι το εάν και κατά πόσο ο φόβος του κατηγορουμένου μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικά δικαιολογημένος. Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι κάθε δικαστής, σε βάρος του οποίου υπάρχει βάσιμος φόβος μεροληψίας, πρέπει να μη συμμετέχει στη συγκεκριμένη δίκη³

Παράλληλα, μόλις χρειάζεται να επισημανθεί στο σημείο αυτό η ύπαρξη εθνικών δικονομικών διαδικασιών για τη διασφάλιση της αμεροληψίας, παρά το γεγονός ότι στη σύμβαση δεν ορίζεται ρητά ότι πρέπει να υπάρχουν τέτοιοι μηχανισμοί. Τέλος, σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ αν ο καθ’ ου εγείρει ζήτημα αμεροληψίας, πρέπει αυτό να ερευνηθεί πρώτα, εκτός αν το ζήτημα στερείται προδήλως σοβαρότητας4.    

Προσφάτως, και με βάση τις προβλέψεις του ΚΠΔ, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης σε βάρος προσώπου, στο οποίο αποδίδονται ιδιαίτερα σοβαρές αξιόποινες πράξεις τιμωρούμενες σε βαθμό κακουργήματος. Ωστόσο, στη συνέχεια εκδόθηκε ανακοίνωση από το Υπουργείο Δικαιοσύνης στην οποία αναφέρεται επί λέξει «H Δικαιοσύνη έχει πλέον το λόγο. Είμαστε βέβαιοι ότι οι δικαστικές αρχές θα κάνουν ό,τι χρειαστεί προκειμένου να έρθουν όλα στο φως σε αυτή την πολύ σκοτεινή υπόθεση και να αποδοθεί δικαιοσύνη. Η χώρα έχει κράτος Δικαίου και η κυβέρνηση θα συνδράμει, με όποιο τρόπο της ζητηθεί, θέτοντας στη διάθεση των δικαστικών αρχών τις υπηρεσίες της. Υποθέσεις τέτοιου είδους δεν έχουν κομματικό χρώμα. Είναι καθήκον όλων των πολιτικών δυνάμεων να συνεργαστούν, ώστε να αντιμετωπιστούν νοσηρά φαινόμενα, όπως αυτά που καταγγέλλονται. Είναι ευθύνη και καθήκον μας απέναντι στα θύματα. Η σιωπή που επικρατούσε για τόσα χρόνια έσπασε. Ήρθε η ώρα της Δικαιοσύνης».

Ανεξάρτητα από τις καλές προθέσεις του συντάκτη της ανακοίνωσης, θα πρέπει ωστόσο να μας προβληματίσει το εξής: Σε αυτό το χρονικό στάδιο της προδικασίας μία τέτοια ανακοίνωση δείχνει να έχει από μόνη της την προσφορότητα να γίνει αντιληπτή ευλόγως και πρωτίστως από τον κατηγορούμενο, αλλά ενδεχομένως και από κάθε λογικό άνθρωπο, ως παρεμβατική ενέργεια που αποκαλύπτει ότι η ελληνική κυβέρνηση (: εκτελεστική εξουσία), το μεν υιοθετεί το περιεχόμενο των καταγγελιών, ενώ αυτές είναι ήδη υπό δικαστική διερεύνηση, το δε επιδιώκει με κάθε τρόπο («συνδρομή, με όποιον τρόπο της ζητηθεί», «συνεργασία όλων των πολιτικών δυνάμεων») να αντιμετωπίσει τα καταγγελλόμενα «νοσηρά φαινόμενα», επειδή αυτό είναι «ευθύνη και καθήκον της απέναντι στα θύματα». Αυτό ευλόγως δημιουργεί σε οποιονδήποτε κατηγορούμενο, με αφορμή την υπόθεση του οποίου εκδίδονται τέτοιες ανακοινώσεις, αμφιβολίες σε σχέση με τη διαδικασία και την πιθανή συρρίκνωση της δυνατότητας άσκησης των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων, στο στάδιο αυτό, μόνο και μόνο διότι οι κρατικές αρχές δείχνουν να υιοθετούν τις σε βάρος του καταγγελίες και να δηλώνουν ετοιμότητα να παρέμβουν. Οι εύλογες αυτές αμφιβολίες θα μπορούσαν να γίνουν ακαταμάχητες, αν αναλογισθεί κανείς ότι καμία ενέργεια από την πλευρά του κατηγορουμένου δεν φαίνεται να έχει προκαλέσει μέχρι στιγμής καθυστέρηση της δικαστικής διαδικασίας. 

Μόλις χρειάζεται να επισημανθεί ότι διαδικασία έχουσα τα παραπάνω χαρακτηριστικά διατρέχει τον κίνδυνο: και το τεκμήριο αθωότητας να θεωρηθεί ότι παραβιάζει και την εγγύηση της αντικειμενικής αμεροληψίας να θεωρηθεί ότι θέτει εν αμφιβόλω και για το λόγο αυτό προσκρούει σε υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες δικαίου, δηλαδή στο άρθρο 6 παρ. 1 και 2 της ΕΣΔΑ και άρθρο 14 παρ. 1, εδ. β΄ ΔΣΑΠΔ. Εν τέλει δε διατρέχει τον κίνδυνο να εμφιλοχωρήσει και απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας (άρθρο 171 παρ. 1 δ΄ ΚΠΔ). 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: 

 1-Βλ. ΕΔΔΑ, Academy Trading Ltd κ. Ελλάδας, 4/4/2000, παρ. 43. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι: «The Court recalls that there are two aspects to the requirement of impartiality in Article 6 § 1. First, the tribunal must be subjectively impartial, that is, no member of the tribunal should hold any personal prejudice or bias. Personal impartiality is presumed unless there is evidence to the contrary. Secondly, the tribunal must also be impartial from an objective viewpoint, that is, it must offer sufficient guarantees to exclude any legitimate doubt in this respect (see, inter alia, the Fey v. Austria judgment of 24 February 1993, Series A no. 255, p. 12, § 28)».

2-Βλ. ΕΔΔΑ, Fey κ. Αυστρίας, 24/2/1993, παρ. 30, όπου το ΕΔΔΑ έκρινε ότι: «Under the objective test, it must be determined whether, quite apart from the judge’s personal conduct, there are ascertainable facts which may raise doubts as to his impartiality. In this respect even appearances may be of a certain importance. What is at stake is the confidence which the courts in a democratic society must inspire in the public and, above all, as far as criminal proceedings are concerned, in the accused. This implies that in deciding whether in a given case there is a legitimate reason to fear that a particular judge lacks impartiality, the standpoint of the accused is important but not decisive. What is determinant is whether this fear can be held to be objectively justified». Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, Toziczka κ. Πολωνίας, 24.7.2012, παρ. 35, ΕΔΔΑ Sigurdsson κ. Ισλανδίας, 10.7.2003, ΕΔΔΑ, Castillo Algar κ. Ισπανίας, 28.10.1998, παρ. 45.

 3-Βλ. ΕΔΔΑ Piersack κ. Βελγίου, 1/10/1982, παρ. 30.

 4-Βλ. ΕΔΔΑ Remli κ. Γαλλίας, 23/4/1996, παρ. 48.

Του Γιώργου Δημήτραινα, Επίκουρου Καθηγητή Νομικής ΔΠΘ

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr