Γρηγόρης Ζ. Πεπόνης: «Αποσβεστική προθεσμία» και «φυσικός δικαστής»
Δεν είναι η «αποσβεστική προθεσμία» άμοιρη, αμέτοχη και αδιάφορη έναντι του «φυσικού δικαστή».

Δύο όροι και δύο έννοιες με έντονη και πυκνή παρουσία και συμμετοχή στην «κονίστρα» του δημόσιου (πολιτικού και επιστημονικού) λόγου, τελευταίως.
Επίκεντρο του σχετικού προβληματισμού και της συναφούς επιχειρηματολογίας (στον επιστημονικό λόγο), αλλά και της παρεμφερούς και ανάλογης αντιπαράθεσης (στον πολιτικό λόγο) η ποινική υπουργική ευθύνη και η περί αυτήν θεσμοθετημένη διαδικασία, με φόντο και σημείo αναφοράς τις διαβιβαζόμενες στην Βουλή σχετικές δικογραφίες, ο αριθμός των οποίων δεν μπορεί παρά να συνιστά αρνητική σημειολογία.
Δεν είναι η «αποσβεστική προθεσμία» άμοιρη, αμέτοχη και αδιάφορη έναντι του «φυσικού δικαστή», αφού συνδρομή και παραδοχή της πρώτης εξοβελίζει από την ουσιαστική εκπλήρωση της θεσμικώς τεταγμένης αποστολής του τον δεύτερο.
Ωστόσο, έστω και με πολυετή καθυστέρηση (με τον νόμο 5197\16.5.2025) και στα πλαίσια του «κάλλιο αργά παρά ποτέ» έχει ήδη καταργηθεί διαπιστωτικώς η αποσβεστική προθεσμία και από τον εκτελεστικό του Συντάγματος νόμο 3126\2003, στον οποίον και ως μη έδει διατηρήθηκε αυτή, επί εξαετία σχεδόν, μετά την Συνταγματική Αναθεώρηση του 2019.
Γνωστές και δημοσιοποιημένες στον επιστημονικό λόγο οι σκέψεις και οι επιφυλάξεις για ενδεχόμενες νομικές συνέπειες της χρονικής αναντιστοιχίας μεταξύ της ως άνω αναθεώρησης του άρθρου 86 του Συντάγματος και της νομοθετικής μεταβολής του εκτελεστικού αυτού νόμου 3126\2003, ως προς την αποσβεστική προθεσμία.
Είθε, να μην επαληθευθεί εν προκειμένω το αποφθεγματικό «έχει κίνδυνο η ακαιρία μέγα» και η σημειωθείσα καθυστέρηση της νομοθετικής μεταβολής του εκτελεστικού νόμου να μην αναδειχθεί στην, κατά την γνωστή ρήση, «πιο θανατηφόρα μορφή άρνησης», πάντα, εννοείται, με αποκλειστικώς νομικά κριτήρια και αυστηρώς νομική προσέγγιση του ζητήματος.
Σίγουρα, συγκλονιστικά αρνητικά γεγονότα συνταράσσουν αναλόγως, κατά κανόνα και συνήθως, ψυχισμούς και συνειδήσεις σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, και η τραγωδία των Τεμπών συνιστά αναμφίβολα γεγονός κοινωνικού συγκλονισμού και συλλογικής πηγαίας αυθόρμητης και γενικευμένης αφύπνισης, αντίδρασης και κινητοποίησης.
Θα συνιστούσε την θετική εκδοχή, στο τελευταίο τούτο χαρακτηριστικό να οφείλεται η οψιγενώς, κατά τρόπον πρωτόγνωρο και εν πολλοίς ξενίζοντα εκδηλωθείσα, από μέρος του πολιτικού συστήματος, «λαγνεία» υπέρ του «φυσικού δικαστή», με τέτοια μάλιστα ζέση και θέρμη ώστε να διακυβεύονται ακόμη και ζητήματα καταστρατήγησης του Συντάγματος.
Σε άλλου είδους αντιδράσεις και συμπεριφορές μας έχει συνηθίσει η περί την ποινική υπουργική ευθύνη διαχρονικώς και παγίως εκδηλουμένη πρακτική, με τον σκεπτικισμό του να αποτελεί έλιγμό σκοπιμότητας και «άδειο τενεκέ» το θορυβωδώς προβληθέν ως καινή θεσμικότητα, πάντα ενεργό και παρόντα.
Δεν σπανίζουν, εξ άλλου, στο πολιτικό μας σύστημα και τις επί μέρους συνιστώσες του έμπρακτες και ακραίες, πολλές φορές, εκδηλώσεις αποδοκιμασίας (αν όχι χλευασμού) του «φυσικού δικαστή», με βασικό και σύνηθες κριτήριο το επιβλαβές των ενεργειών του για τα εκάστοτε θιγόμενα και κακώς νοούμενα πολιτικοκομματικά συμφέροντα.
Εγκώμια, «διθυραμβικές» δηλώσεις και όρκοι εμπιστοσύνης προς τον «φυσικό δικαστή», μέσα σε ένα αποκαλυπτικό, μάλλον, των αντιθέτων αληθών προθέσεων «κρεσέντο» υπερβολής, που δεν αποκλείεται από μεγάλο τμήμα της κοινωνίας ευλόγως να εκλαμβάνεται και να εισπράττεται ως υποκριτική ωραιοποίηση και φαινομενική εξιδανίκευση μιας διαφορετικής πραγματικότητας και ως ψεύδος «σερβιριζόμενο» με χρυσό περιτύλιγμα.
Το ίδιο, άλλωστε, πολιτικό σύστημα είναι αυτό που θέσπισε και ανενδότως υπερασπίσθηκε το ιδιάζον, προβληματικό και ασύμβατο με βασικές και θεμελιώδεις δικαιικές αρχές νομικό καθεστώς της ποινικής υπουργικής ευθύνης.
Αυτό το ανήγαγε σε ειδικής συνταγματικής πρόβλεψης και περιωπής θεσμό, για να επικαλείται το τελευταίο τούτο ως δήθεν δικαιολογία της μη μεταβολής του, όταν συνεπεία καταλυτικών και συνταρακτικών γεγονότων οι προφάσεις και τα προσχήματα στερεύουν ή όταν (θα μπορούσε, ενδεχομένως, να σκεφτεί κάποιος) η «λεοντή» αφαιρείται, το «προσωπείο» φεύγει και το «φύλλο συκής» πίπτει.
Διότι αναθεωρήσεις συνταγματικές έχουν γίνει πλείονες, σε όλες όμως διαφυλάχτηκε ως κόρη οφθαλμού και δεν θίχτηκε ουσιαστικά η κατ’ εξοχήν αναθεωρητέα και προβληματική ρύθμιση του άρθρου 86.
Είθε, οι εξαγγελίες για την συμπερίληψή του στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση να αντανακλούν αληθείς προθέσεις και πραγματική βούληση και να μην αποτελούν προσωρινή απότοκο συνέπεια της ιδιάζουσας κοινωνικής πραγματικότητας που έχει ήδη διαμορφωθεί και της κοινωνικής αντίληψης (αν όχι πεποίθησης) ότι το πολιτικό σύστημα έχει και διατηρεί την δυνατότητα να προστατεύει πολιτικούς με την εκάστοτε πλειοψηφία του, όταν συντρέξει προς τούτο λόγος και σχετική ανάγκη.
Ωστόσο, «εξ όνυχος τον λέοντα». Μικρές αλλά ουσιώδεις ενδείξεις και λεπτομέρειες αρκούν πολλές φορές και καθιστούν δυνατή την διάγνωση των χαρακτηριστικών και της αξιοπιστίας ενός συνόλου.
Έτσι, εν μέσω ενός νεόκοπου «οίστρου» υπέρ του «φυσικού δικαστή» και μιας αγωνιώδους φραστικής και μάλλον επικοινωνιακής προσπάθειας επίδειξης θεσμοφροσύνης, με έντονα χαρακτηριστικά οψιμότητας, κομματικοί σχηματισμοί διαγκωνιζόμενοι καταγίνονται με αλλότρια προς την φυσική τους αποστολή έργα νομικών χαρακτηρισμών αξιοποίνων πράξεων και υπαγωγής πραγματικών περιστατικών σε ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, επιδεικνύοντας παραλλήλως «περιφρόνηση» προς τον αποκλειστικώς αρμόδιο για τα έργα αυτά «φυσικό δικαστή», τον οποίον επιπροσθέτως και σε επίπεδο νομοθετικής λειτουργίας και έκφρασης έχουν «φιμώσει» και έχουν καταστήσει «βωβό» πρόσωπο.
Τούτο δε κατ’ επιταγή και πρόβλεψη του εκτελεστικού νόμου του άρθρου 86 του Συντάγματος, με διάταξη του οποίου δεν επιτρέπεται, σε καμιά περίπτωση, στον φυσικό δικαστή που διενεργεί την έρευνα στην οποίαν προέκυψαν στοιχεία ποινικής υπουργικής ευθύνης «αξιολόγηση των στοιχείων που έχουν σχέση με ενδεχόμενη ποινική ευθύνη Υπουργών», αλλά επιβάλλεται απλώς η «αμελλητί» διαβίβασή τους στην Βουλή και πέραν αυτού ουδέν (άρθρο 4 του νόμου 3126\2003).
Και όμως, αυτή η μη δεσμευτική (θετική ή αρνητική αδιαφόρως) αξιολόγηση θα αποτελούσε την «πεμπτουσία», πολυτιμότατη «πυξίδα» και αναγκαίο «μπούσουλα» κατά την κοινοβουλευτική διαδικασία κίνησης ή μη της ποινικής δίωξης, με το αναμφισβήτητο ειδικό βάρος της σύνταξής της από φύσει και θέσει τεταγμένον προς τούτο και, το κυριώτερο, από γνωρίζοντα και έχοντα σαφή εικόνα όλων των στοιχείων της οικείας, εκάστοτε, δικογραφίας.
Ευλόγως θα ανέμενε κανείς, η νομοθετική πρωτοβουλία για την διαπιστωτική κατάργηση της ειδικής αποσβεστικής προθεσμίας από τον εκτελεστικό νόμο 3126\2003, να συμπεριελάμβανε την κατάργηση (από τον ίδιο νόμο) και της απαγόρευσης αξιολόγησης για την οποία γίνεται λόγος, η οποία (απαγόρευση) σημειωτέον δεν συνιστά και περιεχόμενο του κειμένου του άρθρου 86 του Συντάγματος, αλλά μόνον του ισχύοντος νυν εκτελεστικού αυτού νόμου (ο προϊσχύσας εκτελεστικός νόμος 2509\1997 δεν περιελάμβανε τέτοια απαγορευτική διάταξη).
Δεν συνέβη όμως.
Προκρίθηκε, φαίνεται, η εκ μέρους του πολιτικού συστήματος απόλυτη και «ασκίαστη» διατήρηση των συναφών πρωτοβουλιών και η διασφάλισή του από εν δυνάμει ενοχλητικές και νομικώς τεκμηριωμένες παρεμβολές, αυτονοήτου κύρους και ειδικού βάρους.
Προτιμήθηκε και υιοθετήθηκε το ήκιστα κολακευτικό, για μια σοβαρή δημοκρατική πολιτεία, κομματικές πλειοψηφίες και κομματικοί σχηματισμοί να μετέρχονται και υποδύονται ρόλους και ιδιότητες που ουσιαστικά δεν έχουν, καλούμενοι ταυτοχρόνως να αποστασιοποιηθούν και ουδετεροποιηθούν έναντι των θιγομένων πολιτικοκομματικών συμφερόντων τους, ως τρίτοι υποτίθεται ανεξάρτητοι κριτές, με πλήρη αγνόηση και παραγκωνισμό του «φυσικού δικαστή», που, εν προκειμένω και σε πρώτη φάση, είναι οι εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές της υπόθεσης επί της οποίας προέκυψαν στοιχεία ποινικής υπουργικής ευθύνης, απαγορεύοντάς τους την σύνταξη αιτιολογημένου αξιολογικού διαβιβαστικού πορίσματος, δηλαδή και ουσιαστικώς απαγορεύοντάς τους την ουσιαστική αιτιολογία της διαχωριστικής απόσπασης, από τα δικαστικά καθήκοντά τους, τμήματος της υπόθεσης που ερευνούν, η οποία (αιτιολογία) συνιστά αυτονόητη υποχρέωση για κάθε δικαστική πράξη, πολλώ δε μάλλον για μείζονος σημασίας δικαστικές κρίσεις και ενέργειες (η απλή τυπική ιστορική μνεία των στοιχείων «πρόσκρουσης» σε υπουργό ή υπουργούς πόρρω απέχει της νομικής αυτών αξιολόγησης).
Η ποινική δίωξη συνιστά υψίστης σημασίας και κρισιμότητας νομική πράξη.
Δεν είναι εργαλείο πολιτικής επικοινωνίας, κομματικών σκοπιμοτήτων και συναφών διαφανών ιδιοτελών επιδιώξεων.
Υπόκειται, όπως και η συνεπεία αυτής ανοιγόμενη διαδικασία, αποκλειστικώς και αυστηρώς σε νομικούς κανόνες και όχι σε «μοντέλα» του τάδε ή δείνα τύπου, όπως όλως καινοφανώς λέγεται και ακούγεται τελευταίως, ούτε νοούνται ως προς αυτήν «εκπτωτικές» ή καθ’ υπερβολήν νομικές «πατέντες» και «ευρεσιτεχνίες».
Ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός και η ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον προσήκοντα κανόνα δικαίου προσδιορίζουν ειδικώς και κατά περίπτωση, αναλόγως και μόνον, τα ποινικά αδικήματα και σίγουρα δεν υπάρχουν αξιόποινες πράξεις «πασπαρτού».
Ποινική δίωξη με (ή και με) εξωνομικά κριτήρια δύναται να αποβεί θρυαλλίδα στην ομαλή εξέλιξη και κατάληξη της ποινικής διαδικασίας που ανοίγεται με αυτήν.
Η αυτοοριοθέτησή της και ο περιορισμός του «δραστκού βεληνεκούς» της από το εύρος της επιτρεπτής μεταβολής της κατηγορίας, αλλά και από τις ειδικές προβλέψεις του νομικού πλαισίου για την ποινική ευθύνη των υπουργών, δεν μπορεί να παραθεωρούνται χωρίς (και νομικό) διακύβευμα.
Γιατί, σε θεσμικό επίπεδο, είναι δεδομένη η διεύρυνση και εκβάθυνση του χάσματος μεταξύ πολιτικού συστήματος και κοινωνίας, με τάση παγίωσης της αντίληψης της τελευταίας για μια διαρκή μέριμνα διατήρησης άθικτου και λειτουργικού ενός μηχανισμού εύνοιας προς τους κρατούντες, πέραν και ανεξάρτητα από σοφιστείες και συναφή φραστικά πυροτεχνήματα, που έτσι εισπράττονται και γίνονται αντιληπτά, φοβούμαι, γενικώς και συλλήβδην μάλλον και όχι μόνον από τους ειδικώς γνωρίζοντες.
Απόλυτη νομοθετική απαγόρευση αξιολόγησης των στοιχείων «σε αυτόν που διενεργεί την έρευνα ή την εξέταση» δικαστικό λειτουργό και, επιπροσθέτως, το από ανώτατους εισαγγελικούς λειτουργούς συγκείμενο τριμελές γνωμοδοτικό συμβούλιο του εκτελεστικού νόμου 3126\2003 και του Κανονισμού της Βουλής στο χρονοντούλαπο με την ναφθαλίνη της απόλυτης αχρησίας.
Υποβόσκουσα και υποφώσκουσα μεν, απολύτως όμως διάφανη και διαυγής η αληθής νομοθετική βούληση: Στο κρίσιμο και καθοριστικό προδικαστικό στάδιο της άσκησης ή μη ποινικής δίωξης και του είδους αυτής, ουδεμία (άμεση ή έμμεση) ανάμιξη ή παρεμβολή της δικαστικής Αρχής είναι επιθυμητή.
Απόλυτοι κύριοι του συναφούς πεδίου το πολιτικό σύστημα, τα κομματικά συμφέροντα και οι επί τη βάσει αυτών διαμορφούμενες πλειοψηφίες.
Άραγε, «εκάς οι παρείσακτοι εξωτικοί» κατά το «εκάς οι βέβηλοι»;
Θέλουμε να ελπίζουμε πως όχι.
Ωστόσο θα φανεί και θα δείξει.
*Του Γρηγόρη Ζ. Πεπόνη, Αντεισαγγελέως Αρείου Πάγου ε.τ.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ηλίας Κλάππας: Υπερασπιζόμαστε με συνέπεια τον πολύπλευρο και κρίσιμο ρόλο του δικηγόρου από κάθε προσπάθεια απαξίωσης ή και στοχοποίησής του Σπύρος Σκιαδόπουλος: Η δεύτερη ευκαιρία που δεν ήρθε ποτέ Νίκος Δ. Βιτώρος: H υποτροπή στα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας μετά τις αλλαγές που επέφερε ο Ν. 5272/2025 Γιάννης Ραχιώτης: Η Ισραηλινή επίθεση στο Ιράν από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου Αριστομένης Β. Τζαννετής: Ιδού η Ρόδος ιδού και ο έλεγχος – Σκέψεις με αφορμή το νέο άρθρο 290 παρ. 4Α ΚΠΔΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr