Δευτέρα 04 Αυγούστου 2025

Γρηγόρης Ζ. Πεπόνης: Θεσμοφθόρα ρύθμιση 

Σχετικά με την αρμοδιότητα του Υπουργικού Συμβουλίου για την επιλογή της ηγεσίας των Ανωτάτων δικαστηρίων.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Γρηγόρης Ζ. Πεπόνης: Θεσμοφθόρα ρύθμιση  dikastiko.gr

Ο λόγος για τη ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος και τη θεσπιζόμενη με αυτήν αρμοδιότητα του Υπουργικού Συμβουλίου για την επιλογή της ηγεσίας των Ανωτάτων δικαστηρίων, της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου και των Γενικών Επιτροπειών του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των Διοικητικών Δικαστηρίων.

Ασφαλώς και πρόκειται για ρύθμιση με καίρια και κρίσιμη αντανάκλαση επί της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, αλλά και αποφασιστική επήρεια στην περί την ανεξαρτησία αυτή αντίληψη και πεποίθηση της κοινής γνώμης και ευρύτερα της κοινωνίας.

Ωστόσο ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, ως όρος και χαρακτηριστικό «εκ των ων ουκ άνευ» για την ίδια την ύπαρξή της και την κοινωνική αποδοχή του αποτελέσματος της λειτουργικής της αποστολής αφ’ ενός και επιλογή της αποκαλούμενης «ηγεσίας» της από την Εκτελεστική εξουσία αφ’ ετέρου, συνιστά (κατ’ ελάχιστον) γεγονός ήκιστα συμβατό με την θεμελιώδη αρχή της διάκρισης των λειτουργιών του άρθρου 26 του Συντάγματος, αν όχι θεσμικό «σύμβαμα» υπονομευτικό και αλλοιωτικό της βασικότατης και κρίσιμης (για ένα σύγχρονο κράτος δικαίου) ως άνω δομικής φύσεως αρχής.

Όλως αδρά και επιγραμματικά, όμως.

Μπορεί ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης να σημαίνει πρώτα απ’ όλα ανεξαρτησία έναντι της Εκτελεστικής εξουσίας, και, παρά ταύτα, η τελευταία να ορίζει την «ηγεσία» της πρώτης;

Είναι δυνατόν μια τέτοια κατάφαση να συνιστά, πειστικώς, απόρροια ορθολογικής προσέγγισης και αντέχει, αλήθεια, σε μια σοβαρή θεσμική θεώρηση του ζητήματος;

Μπορεί να  υποστηριχθεί με εγκυρότητα και αξιοπιστία ότι, η συνταγματικής περιωπής ρύθμιση για την οποία πρόκειται με τις κρίσιμες δυνατότητες και αρμοδιότητες των εκάστοτε ηγουμένων του Δικαστικού Σώματος και αναφορικά  με την εν γένει Δικαστική Λειτουργία και το αντικείμενό της, δεν συνιστά θεσμοθετημένο περιθώριο εν δυνάμει  παρέμβασης στην Δικαιοσύνη και νόθευσης της λειτουργικής ανεξαρτησίας αυτής;

Αμφιβάλλει κανείς ότι αποτελεί αυτή μόνιμη αιτία ή αφορμή σταθερής και πάγιας  αμφισβήτησης της Δικαστικής Ανεξαρτησίας και ότι θεωρείται πως λειτουργεί ως «ομφάλιος λώρος» μεταξύ Εκτελεστικής και Δικαστικής εξουσίας, αλλά και ως «καλός αγωγός» προώθησης και διαβίβασης (οσάκις κριθεί αναγκαίο και απαιτηθεί) κυβερνητικών επιθυμιών (αν όχι εντολών) προς τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς;

Μπορεί να αμφισβητηθεί ότι συντελεί (η ρύθμιση) εν δυνάμει,  με την λειτουργική της δομή και το πνεύμα που αυτή αποπνέει, στην διαμόρφωση μιας κατηγορίας δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών που, ανεξαρτήτως του αριθμού τους, προτεραιοποιούν και θέτουν υπεράνω όλων την ανέλιξή τους στα ύπατα αξιώματα της Δικαιοσύνης, προσαρμόζοντας αναλόγως και εντάσσοντας στον σκοπό αυτόν την συνόλη δικαστική συμπεριφορά τους, με ό,τι αυτό σημαίνει και συνεπάγεται;

Συνιστά, άραγε, αυτή «ατού» και «αβαντάζ» ή σοβαρό μειονέκτημα στην τελεσφόρηση μιας προσπάθειας απόσεισης μομφών, επιτιμήσεων και κατακρίσεων που αρμοδίως και από επίσημους φορείς εγνωσμένης εγκυρότητας και κύρους διατυπώνονται, κατά καιρούς, για τον βαθμό και την ποιότητα λειτουργίας του κράτους δικαίου στην χώρα μας;

Νοείται, αλήθεια, η συντελούμενη ή επιχειρούμενη (με την ρύθμιση) «επικυριαρχία» της εκτελεστικής εξουσίας επί της δικαστικής και ο δι’ αυτής εν δυνάμει έλεγχος της τελευταίας να εμφανίζονται, από οποιονδήποτε, ως δήθεν θεσμική αρμονία και νομιμοποίηση της δικαστικής λειτουργίας  εν σχέσει με το θεμέλιο του πολιτεύματος, την λαϊκή κυριαρχία;

Ασφαλώς, δεν είναι κομματική η Δικαιοσύνη και ουδενός κυβερνώντος  κόμματος τέτοια νομιμοποίηση χρειάζεται.

Άλλο «λαϊκή κυριαρχία» και άλλο απόλυτη κυριαρχική επιλογή συγκεκριμένου κυβερνώντος κόμματος κάθε φορά.

Άλλο «κομματική» (του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος) και άλλο «δημοκρατική νομιμοποίηση», με την επιδίωξη και κατάφαση ευρύτερης συναίνεσης (που υπερβαίνει την κατά τα ανωτέρω κομματική) να αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της τελευταίας («δημοκρατικής νομιμοποίησης»).

Εμφανίζεται η ρύθμιση ως ιεροτελεστία «μετάγγισης» δημοκρατικής νομιμοποίησης με «λήπτρια» την δικαστική λειτουργία και «δότη» το εκάστοτε Υπουργικό Συμβούλιο («ναυαρχίδα» του πολιτικού συστήματος), παρά την δεδομένη και πλειστάκις (καθ’ ό,τι το αφορά) επιβεβαιωμένη δυσανεξία του τελευταίου και τον έμμονο προσανατολισμό του να περιχαρακωθεί και να ορθώσει προστατευτικά «τείχη» έναντι της Δικαιοσύνης, με εμβληματική (άκρως σημειολογική, συμβολική και παραστατική) περίπτωση την συμπεριφορά του και τον πλειστάκις και κατά κανόνα ευτελιστικό για τους θεσμούς τρόπο χρήσης εκ μέρους του της κυβερνητικής πλειοψηφίας, ως προς την εφαρμογή του άρθρου 86 του Συντάγματος και του εκτελεστικού αυτού νόμου για την ποινική ευθύνη των υπουργών.

Ωστόσο, παρά τις φραστικές μεγαλαυχίες και τις εθισμένες συναφείς ψιμυθιωμένες «επιφάσεις», τα  γεγονότα έχουν την δική τους δυναμική και την πειστική ή μη αποτίμησή τους.

Δεν νοείται και δεν μπορεί να γίνει δεκτό, στο όνομα δήθεν της λαϊκής κυριαρχίας και μιας ψευδεπίγραφης (όπως επιχειρείται) δημοκρατικής νομιμοποίησης, να πλήττεται ευθέως και στον σκληρό πυρήνα της η βασική και «εκ των ων ουκ άνευ» για το κράτος δικαίου αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, όσον και αν αυτή μπορεί να είναι άβολη και δυνατόν να προκαλεί δυσφορία σε όσους βούλονται να υποδύονται όλους τους ρόλους, να μετέρχονται όλες τις αρμοδιότητες και να ασκούν όλες τις εξουσίες.

Η θέση ότι, με την ρύθμιση του άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος, η πολιτική εξουσία επέλεξε την χειραγώγηση του δικαστικού συστήματος με τον ορισμό της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων δεν μπορεί να αμφισβητηθεί πειστικά ως προς την βασιμότητά της, ούτε δύναται η τελευταία να κλονισθεί από προηγούμενες της κυρίαρχης κυβερνητικής επιλογής διαδικαστικής και μόνον φύσεως («άσφαιρες» ως προς το «Δια Ταύτα») παρεμβολές.

Δυσοίωνο επ’ αυτού τυγχάνει και το ήδη υφιστάμενο και διαπιστούμενο κοινωνικό αποτύπωμα μιας δικαιοδοτικής αναξιοπιστίας ή εκτεταμένης δυσπιστίας έναντι της δικαστικής λειτουργίας.

Πριν το κοινωνικό αυτό αποτύπωμα καταστεί ανεξίτηλο και κακοφορμίσει μετατρεπόμενο σε χαίνουσα θεσμική πληγή, η αναθεώρηση της συγκεκριμένης  συνταγματικής ρύθμισης είναι επιβεβλημένη και αναγκαία όσον ποτέ.

Και ναι μεν οι θεσμοί αντανακλούν το ήθος, την ποιότητα, την σοβαρότητα και την συνέπεια των προσώπων που τους υπηρετούν, και οι ιδιότητες αυτές δεν αποκτώνται με νομοθετικές διατάξεις, ας μη φέρουν όμως συνειδητά και εν γνώσει κρίσιμες «συγγενείς διαμαρτίες» που, πέραν του να αποκαλύπτουν τις προθέσεις των γεννητόρων τους, υπάρχουν φορές που αδικούν και «σκιάζουν» a priori άξιους και «ταγμένους» στην υπηρεσιακή αποστολή τους λειτουργούς.

Υποστηρικτικές (στην πράξη)  και ενδυναμωτικές των αξιών του κράτους δικαίου θεσμικές ρυθμίσεις χρειαζόμαστε, και όχι φθοροποιές και υπονομευτικές αυτών, που αρχήθεν και από την σύλληψη και εγκαθίδρυσή τους αλλού «αλλοιθωρίζουν» και αλλού «αρμενίζουν».

Σε μια πολιτειακή δομή καταθλιπτικώς πρωθυπουργοκεντρική, με υπερτροφική και απολύτως δεσπόζουσα την Εκτελεστική Εξουσία, δεν μπορεί και δεν νοείται να επιλέγει ανελέγκτως και κυριαρχικώς η Κυβέρνηση και την ηγεσία της Δικαστικής Λειτουργίας.

Την «λαϊκή κυριαρχία» και την «δημοκρατική νομιμοποίηση» εκφράζει και προσωποποιεί κυρίως και πρωτίστως η Βουλή, η οποία (και ως σύνολο) εκφράζει και αποτυπώνει ολόκληρο το πολιτικό φάσμα και σύμπασα την κοινωνία, με δυνατότητα και ενισχυμένων-διευρυμένων πλειοψηφιών, όπου δει και όπως πρέπει να συμβαίνει, ειδικά στην περίπτωση της Δικαιοσύνης, που δεν είναι απλά κυβερνητική προτεραιότητα και υπόθεση, αλλά παλλαϊκού και διακομματικού ενδιαφέροντος ζήτημα.

Καθ’ όσον εξ άλλου αφορά τις άστοχες (αν όχι θυμηδείς) για τα παρ’ ημίν ισχύοντα δεδομένα (εκφρασθείσες ή ενδεχόμενες) θέσεις και απόψεις περί κινδύνου εγκαθίδρυσης «κράτους δικαστών», σε καμιά περίπτωση δεν νοείται η δημόσια εκφορά τους να επηρεάζει αρνητικά την ανένδοτη προβολή και στήριξη της θέσης για παύση ορισμού της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την Κυβέρνηση.

Δεν είναι παραδεκτό η ευλογότατη και εναγώνια προσπάθεια διασφάλισης της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης να συγχέεται με «κράτος δικαστών» και να εκλαμβάνεται εσφαλμένως ως «θεσμικός κίνδυνος» και «θεσμική απειλή».

Μακάρι οι κίνδυνοι και οι απειλές του είδους αυτού να εκινούντο στην σφαίρα του νομιζόμενου και της φαντασίας, όπου αυτοδήλως και καταφανέστατα «υφίσταται» και «κινείται» το παρ’ ημίν αποκαλούμενο «κράτος δικαστών».

Το «L’ etat c’est moi» δεν έχει θέση και χώρο σε μια ουσιαστικώς δημοκρατική πολιτεία.

Κράτος είναι και η Εκτελεστική Εξουσία. Δεν είναι όμως μόνο αυτή το κράτος.

Αναγκαίος και επιβεβλημένος ο επ’ αυτής θεσμικός «χαλινός» για το περί ου πρόκειται καίριο και ουσιαστικό ζήτημα δημοκρατίας και κράτους δικαίου, η επί του οποίου θεσμική ρύθμιση  δεν νοείται και δεν μπορεί (σε καμιά περίπτωση) να εκφράζει την κυριαρχία των κυριάρχων.

Ως προς την επιλογή της ηγεσίας της Δικαστικής Λειτουργίας η Κυβέρνηση πρέπει να δικαιούται σε εκφορά απλής γνώμης και σε αυτήν και μόνον να περιορίζεται, αφήνοντας τα περί «λαϊκής κυριαρχίας» και «δημοκρατικής νομιμοποίησης» σε θεσμούς άλλους, που (φύσει και θέσει) καθολικότερα, εγκυρότερα και αυθεντικότερα τα εκφράζουν.

* Του Γρηγόρη Ζ. Πεπόνη, Αντεισαγγελέως Αρείου Πάγου ε.τ.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ