Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου: Τα χρέη της κληρονομίας ως θρυαλλίδα αλλαγών υπό του πρίσμα του νέου κληρονομικού δικαίου-Προβληματισμοί και προτάσεις

Μείζον ζήτημα, ως ένας διαρκής προβληματισμός που συγκεντρώνει στοιχεία νομικής αλλά και πρακτικής δυσχέρειας, είναι τα χρέη τα οποία συγκαταλέγονται σε ένα κληρονομικό σύνολο.

NEWSROOM
Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου: Τα χρέη της κληρονομίας ως θρυαλλίδα αλλαγών υπό του πρίσμα του νέου κληρονομικού δικαίου-Προβληματισμοί και προτάσεις

Ο νομοθετικός σχεδιασμός στον τομέα του ελληνικού κληρονομικού δικαίου, είναι αναντίρρητο πως πρέπει να είναι συνδεδεμένος με την λειτουργία μίας αποτελεσματικότερης θεσμοθέτησης λύσεων επί ζητημάτων για τα οποία ως σήμερα δεν υφίστανται ρεαλιστικές επιλογές αντιμετώπισής τους.

Μείζον ζήτημα, ως ένας διαρκής προβληματισμός που συγκεντρώνει στοιχεία νομικής αλλά και πρακτικής δυσχέρειας, είναι τα χρέη τα οποία συγκαταλέγονται σε ένα κληρονομικό σύνολο.

Στο υφιστάμενο καθεστώς προβλέπεται η ευθύνη του κληρονόμου με την ίδια του την ατομική-προσωπική περιουσία, όταν ο ίδιος αποδεχθεί (δηλαδή δεν αποποιηθεί) μία κληρονομία στην οποία ενυπάρχουν παντός είδους προς τρίτους οφειλές του κληρονομούμενου προσώπου.

Οι επιχειρούμενες επεμβάσεις επί βασικών ζητημάτων της κληρονομικής διαδοχής, αναδεικνύουν όπως προκύπτει από πρόσφατα δημοσιεύματα, την ανάγκη μίας τροποποιητικής πρωτοβουλίας η οποία θα ισοσταθμίσει κατά το δυνατόν τα οφέλη από τα μειονεκτήματα επί της αποδοχής μία χρεωμένης κληρονομίας.

Εκ των νομοθετικών σκέψεων που φέρεται να έχουν τεθεί επί τάπητος αντιμετωπίζοντας όμως αντίλογο, είναι η πρόταση να παραμένει η κληρονομιαία περιουσία ως «ξεχωριστό περιουσιακό σύνολο», ώστε τα χρέη να εξοφλούνται αποκλειστικά από αυτήν. Πρόκειται αναμφισβήτητα για μία ριζοσπαστική σκέψη η οποία προφανώς κατατείνει στην προστασία της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου. Αναμενόμενη βέβαια αντίθετη άποψη είναι το ότι υπό το πρίσμα μίας τέτοιας θεσμοθέτησης καταστρατηγούνται τα συμφέροντα των δανειστών της κληρονομίας.

Η ενδελεχής ανάγνωση αυτού του καινοτόμου σκεπτικού, θα καταδείξει ότι ο δανειστής ενδέχεται να απολέσει τα δικαιώματα του σε περίπτωση που η περιουσία που κληρονομείται είναι κατάχρεη (δηλαδή υπερτερεί το παθητικό) χωρίς αξιόλογο ενεργητικό (δηλαδή χωρίς σημαντικής αξίας κινητά και ακίνητα) ή ακόμη και άνευ ενεργητικού.

Όμως ο σύγχρονος νομοθέτης οφείλει σε κάθε περίπτωση να ενεργήσει ευέλικτα ώστε να εξαλειφθεί το φαινόμενο μαζικών αποποιήσεων όπου λόγω κληρονομικών χρεών συμπαρασύρουν στον αφανισμό ακόμη και σημαντικές περιουσίες ένεκα των αποποιηθέντων κληρονόμων, εξαιτίας του φόβου για τις επιδράσεις στην ατομική τους περιουσία.

Αντισταθμίζοντας τα εκατέρωθεν συμφέροντα δανειστών-οφειλετών, θα μπορούσε να τεθεί ως τομή η περιπτωσιολογική κατηγοριοποίηση των κληρονομιαίων περιουσιών με βάση το ύψος ενεργητικού και παθητικού, ώστε κατόπιν της πλήρωσης συγκεκριμένων προϋποθέσεων οικονομικής αξιολόγησης και οικονομοτεχνικών κριτηρίων, να παρέχεται η δυνατότητα ικανοποίησης του δανειστή αποκλειστικά και μόνο από την περιουσία που αποκτά ο κληρονόμος.

Οφείλουμε βέβαια να επισημάνουμε, ότι η επιχειρούμενη-δια της άνω νομοθετικής πρότασης-δημιουργία δύο ξεχωριστών περιουσιών, ήτοι της ατομικής και της κληρονομικής, δεν είναι φαινόμενο άγνωστο στην ελληνική νομοθεσία.

Ειδικότερα, στον Αστικό Κώδικα ισχύει ο σημαντικός θεσμός του «ευεργετήματος της απογραφής» όπου ο κληρονόμος ευθύνεται για τις υποχρεώσεις της κληρονομιάς, έως το ενεργητικό της (ΑΚ 1904). Με αυτό τον τρόπο εισήχθη εξαίρεση στον κανόνα της σύγχυσης των δύο περιουσιών (AK 1905), ούτως ώστε να απαρτίζουν πλέον δύο διακριτές περιουσιακές ομάδες, με την καθεμιά να αποτελεί χωριστή αιτία ικανοποίησης συγκεκριμένων δανειστών.

Πρόκειται για μία διαδικασία κατ’ ουσίαν δικαστική όπου κατόπιν δήλωσης της αποδοχής με το ευεργέτημα και έκδοσης εν συνεχεία δικαστικής απόφασης ύστερα από υποβολή σχετικής αίτησης, διαταζομένης της απογραφής ορίζονται συμβολαιογράφος που θα απογράψει την κληρονομιαία περιουσία και πραγματογνώμονες που θα εκτιμήσουν το ενεργητικό και το παθητικό της κληρονομίας αυτής.

Η ratio της αντιμετώπισης των δύο ως άνω περιουσιακών ομάδων προφανώς και δικαίως απασχολεί την νομοθετική πρωτοβουλία. Εάν εντούτοις δεν υπάρξει ανθεκτικό αντίβαρο στις επιφυλάξεις που φέρονται να έχουν διατυπωθεί, ένα σοβαρό αντιστάθμισμα θα ήταν η στροφή προς την αναβάθμιση του πλαισίου της αποδοχής κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής.

Πιο συγκεκριμένα, θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμες οι παρεμβάσεις εκείνες που θα στοχεύσουν στο να αποσαφηνιστεί με απόλυτη ευκρίνεια ότι η τετράμηνη προθεσμία που τάσσεται για την ολοκλήρωση της απογραφής της κληρονομίας, αναστέλλεται για λόγους ανωτέρας βίας που ενδεικτικώς και όχι περιοριστικώς  θα απαριθμηθούν.

Σημαντικό θα ήταν επίσης το να προβλεφθούν ειδικές ρυθμίσεις για τις περιπτώσεις αποποίησης εκ μέρους των διορισθέντων πραγματογνωμόνων ή των συμβολαιογράφων ώστε να εξαλειφθούν φαινόμενα αιτήσεων αντικατάστασης των προσώπων αυτών κατόπιν αποποίησης διορισμών που οδηγούν σε καθυστέρηση της περάτωσης της διαδικασίας απογραφής.

Παραλλήλως, θα ήταν ωφέλιμη η επανεξέταση των ζητημάτων που αφορούν στον τρόπο αξιοποίησης της κληρονομίας που αποκτήθηκε επ’ ωφελεία απογραφής με την πρόβλεψη περισσότερο ευέλικτων δυνατοτήτων για τον κληρονόμο.

Πέραν όμως αυτών, ένα κεφαλαιώδες ζήτημα που συχνά ανακύπτει, είναι ότι ο κληρονόμος που αποδέχεται την κληρονομία με το ευεργέτημα της απογραφής, αδυνατεί να πληροφορηθεί έγκαιρα (παρά τις προσπάθειές του) και εντός των τασσόμενων εκ του νόμου προθεσμιών το ακριβές παθητικό της περιουσίας που αποκτά. Οι χρονοβόρες διαδικασίες νομιμοποίησης των κληρονόμων ενώπιον πιστωτικών ιδρυμάτων, funds, Δημοσίου και εν γένει τρίτων θα πρέπει να αντιμετωπιστούν δραστικά και ο πυρήνας των εξωγενών αιτίων για την μη έγκαιρη και πλήρη γνώση των οφειλών προς τρίτους, είναι ανάγκη να τύχει νομοθετικής παρέμβασης.

Προς τούτο η εξέταση του ενδεχόμενου αξιοποίησης της δικαστικής απόφασης που διατάσσει την απογραφή της κληρονομίας, υπό το πρίσμα της νομοθετικής πρόβλεψης πρόσθετων δικονομικών δυνατοτήτων έναντι των τρίτων-δανειστών, ώστε αυτοί λαμβάνοντας γνώση της απόφασης να χορηγούν αμελλητί παν αναγκαίο για την απογραφή έγγραφο στον κληρονόμο, θα ήταν ένα αποτελεσματικότατο μέσο επίλυσης των δυσχερειών που αναπτύχθηκαν ανωτέρω.

Επιλογικά η αναδιαμόρφωση του πλαισίου λειτουργίας συγκεκριμένων τμημάτων του κληρονομικού δικαίου, απαρτίζει αναμφισβήτητα μία δαιδαλώδη διαδικασία η οποία απαιτεί πολλαπλές αναγνώσεις της καθημερινότητας. Είναι ουσιαστικά ένα «ψηφιδωτό» που αποτελείται από πολυάριθμα επιμέρους τμήματα και το οποίο λειτουργεί ως καθρέφτης του σύγχρονου ανθρώπου.

Καθώς λοιπόν τα κριτήρια οικονομικής, κοινωνικής και υλικής επιλογής της περιουσιακής αξιοποίησης δεν χαρακτηρίζονται από σταθερά υπόβαθρα αλλά είναι διαρκώς μεταβαλλόμενα, η Πολιτεία καλείται να συμπορευθεί με την κατάσταση αυτή, γενόμενη παραγωγικώς ευμετάβλητη. Σε αυτή την προσπάθεια, το μόνο σίγουρο είναι πως η εξασφάλιση της εμπιστοσύνης του πολίτη απέναντι στο πλέγμα του νομοθετικού συστήματος, είναι μία διαρκής πρόκληση που λειτουργεί αμφίδρομα και ως πρόσκληση για την εδραίωση ενός ακλόνητου Κράτους Δικαίου το οποίο θα ενεργεί υποδειγματικά για το κοινό όφελος.

*Κωνσταντίνος Δ. Παπακωνσταντίνου, Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr