Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

Χρειάστηκαν 5,5 χρόνια για μία προκαταρκτική εξέταση και τα αδικήματα παραγράφηκαν – “Καμπάνα” από το ΕΔΔΑ

Παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο έκρινε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, εξαιτίας των σφαλμάτων εισαγγελικών αρχών και καθυστερήσεων στην προδικασία.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Χρειάστηκαν 5,5 χρόνια για μία προκαταρκτική εξέταση και τα αδικήματα παραγράφηκαν – “Καμπάνα” από το ΕΔΔΑ Freepik

Άσκησε μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση και ειδικότερα μετά από όταν στα μέσα Ιουλίου 2001 κατηγορήθηκε για σοβαρά αδικήματα απάτης και διαφθοράς σε άρθρα τα οποία δημοσιεύτηκαν σε ιταλική εφημερίδα μαζί με φωτογραφία του. Ωστόσο, πέρασαν πάνω από 5,5 χρόνια μόνον για την προκαταρκτική διαδικασία.

Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, η περίοδος που έπρεπε να ληφθεί υπόψη είχε αρχίσει στις 28 Ιουλίου 2001, ημερομηνία την οποία ο προσφεύγων υπέβαλε τη μήνυσή του και έληξε στις 17 Ιανουαρίου 2007, ημερομηνία που αρχειοθετήθηκε. Αυτή η περίοδος διήρκεσε περίπου 5,5 χρόνια αποκλειστικά για τη προκαταρκτική εξέταση.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σημειώνει επίσης ότι ένας μηνυτής δεν μπορούσε να υποχρεωθεί να ασκήσει αγωγή με το ίδιο περιεχόμενο ενώπιον αστικού δικαστηρίου εφόσον η ποινική διαδικασία με την οποία θα μπορούσε να διεκδικήσει την αξίωσή του είχε αρχειοθετηθεί λόγω παραγραφής εξαιτίας σφάλματος των εισαγγελικών αρχών.

Δεν ήταν περίπλοκη υπόθεση

«Η υπόθεση δεν ήταν ιδιαίτερα περίπλοκη και, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου καμία ανακριτική δραστηριότητα δεν είχε πραγματοποιηθεί. Η Κυβέρνηση δεν είχε υποβάλει επιχειρήματα για να δικαιολογήσει την ανάγκη παράτασης των προδικαστικών ερευνών για τόσο μεγάλο χρόνο» υπογραμμίζεται.

Το Δικαστήριο  παρατήρησε ότι ο προσφεύγων είχε κάνει χρήση των δικαιωμάτων και των προνομίων που είχε στη διάθεσή του σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας και, επομένως, θα ήταν σε θέση, στο στάδιο προκαταρκτικής εξέτασης να διεκδικήσει την αστική του αξίωση.

«Λόγω όμως των καθυστερήσεων στο χειρισμό της υπόθεσης από τις εισαγγελικές αρχές, και της επακόλουθης αρχειοθέτησης της μήνυσης λόγω παραγραφής των αδικημάτων, δεν είχε καταφέρει να υποβάλει την αγωγή του για αποζημίωση ή να λάβει απόφαση σχετικά με αυτήν την αξίωσή του από το ποινικό δικαστήριο» προσθέτει.

 Αμελής συμπεριφορά των αρχών

 Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι «ο ενάγων δεν θα μπορούσε να απαιτηθεί να προσφύγει εκ νέου σε αστικό δικαστήριο, αφότου η ποινική διαδικασία με την οποία θα μπορούσε να διεκδικήσει την αξίωσή είχε αρχειοθετηθεί λόγω παραγραφής εξαιτίας σφάλματος των ποινικών αρχών. Μια τέτοια ενέργεια θα συνεπαγόταν πιθανώς την ανάγκη συγκέντρωσης εκ νέου αποδεικτικών στοιχείων και τότε η απόδοση πιθανής ευθύνης θα μπορούσε να αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολη λόγω της μεγάλης χρονικής διάρκειας που παρήλθε από το συμβάν».

Για το λόγο αυτό, το ΕΔΔΑ κατέληξε «στο συμπέρασμα ότι αυτή η αμελής συμπεριφορά εκ μέρους των αρχών είχε στερήσει από τον προσφεύγοντα την προοπτική καθορισμού των αστικών του δικαιωμάτων στο είδος της διαδικασίας που είχε επιλέξει, όπως δύναται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία». Και επιδίκασε το ποσό των 7.200 ευρώ εις βάρος των κρατικών αρχών.

 Ολόκληρη η απόφαση

Petrella κατά Ιταλίας της 18.03.2021 (αρ. προσφ. 24340/07)

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Υπερβολική διάρκεια προκαταρκτικής εξέτασης στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε κατόπιν μήνυσης του προσφεύγοντα για συκοφαντική δυσφήμηση. Απουσία αποτελεσματικού ένδικου μέσου σε σχέση με τη διάρκεια της διαδικασίας. Αρχειοθέτηση της εν λόγω υπόθεσης λόγω παραγραφής των αδικημάτων. Αδυναμία άσκησης αστικών αξιώσεων λόγω της παραγραφής των αδικημάτων.

Το αδίκημα που καταγγέλθηκε από τον προσφεύγοντα εξαιτίας της καθυστέρησης που οφειλόταν αποκλειστικά στις διωκτικές αρχές παραγράφηκε και είχε ως αποτέλεσμα ο προσφεύγων, που είχε αποκτήσει την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος, να μη μπορεί να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης ούτε και να αναμένει την έκδοση απόφασης από το ποινικό δικαστήριο για την αστική του απαίτηση ως πολιτική αγωγή. Η αμελής συμπεριφορά επομένως των διωκτικών αρχών στέρησαν τη δυνατότητα στον προσφεύγοντα να εξεταστεί η αστική του αξίωση μέσω των διαδικασιών που είχε επιλέξει, όπως δύναται από το εθνικό δίκαιο.

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ένας μηνυτής δεν μπορούσε να υποχρεωθεί να ασκήσει αγωγή με το ίδιο περιεχόμενο ενώπιον αστικού δικαστηρίου εφόσον η ποινική διαδικασία με την οποία θα μπορούσε να διεκδικήσει την αξίωσή του είχε αρχειοθετηθεί λόγω παραγραφής εξαιτίας σφάλματος των εισαγγελικών αρχών.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 της ΕΣΔΑ) αναφορικά με τη στέρηση πρόσβασης του προσφεύγοντος σε δικαστήριο και επίσης διαπίστωσε ότι  η προκαταρκτική εξέταση διήρκησε  περίπου 5,5 χρόνια. Αυτή η υπερβολική διάρκεια παραβίασε και τη διάρκεια ευλόγου χρόνου (άρθρο 6 ΕΣΔΑ).

Τέλος, δεδομένου ότι το ένδικο μέσο «Pinto» δεν ήταν διαθέσιμο σε θύματα που δεν κατάφεραν να συμμετάσχουν στις ποινικές διαδικασίες ως πολιτική αγωγή, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρξε κανένα ένδικο μέσο στο εσωτερικό δίκαιο, μέσω του οποίου ο προσφεύγων θα μπορούσε να έχει καταγγείλει για τη διάρκεια της διαδικασίας.

Έτσι το Δικαστήριο διαπίστωσε επί πλέον και παραβίαση του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής (άρθρο 13 της ΕΣΔΑ).

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε  ποσό 5.200 ευρώ για ηθική βλάβη  και 2.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα.

 ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6

 ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Vicenzo Petrella, είναι Ιταλός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1951 και ζει στο Caserte της Ιταλίας. Κατά τον επίδικο χρόνο ήταν δικηγόρος και Πρόεδρος της ποδοσφαιρικής ομάδας «Casertana».

Μεταξύ 22 και 25 Ιουλίου 2001 κατηγορήθηκε για σοβαρά αδικήματα απάτης και διαφθοράς σε άρθρα τα οποία δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Corriere di Caserta μαζί με φωτογραφία του. Υπέβαλε μήνυση στις 28 Ιουλίου 2001 για συκοφαντική δυσφήμιση μέσω του Τύπου, με την αιτιολογία ότι τα άρθρα είχαν βλάψει την τιμή και υπόληψή του. Στην μήνυσή του διευκρίνισε ότι προτίθεντο να παρασταθεί ως πολιτικός ενάγων για το ποσό των δέκα δισεκατομμυρίων λιρών Ιταλίας (περίπου 5.000.000 ευρώ).

Στις 10 Σεπτεμβρίου 2001, επιλήφθηκε ο Εισαγγελέας του Επαρχιακού Δικαστηρίου του Σαλέρνο. Στις 9 Νοεμβρίου 2006, ο εισαγγελέας αποφάσισε τελικά να αρχειοθετήσει την υπόθεση, διότι τα αδικήματα παραγράφηκαν. Στις 17 Ιανουαρίου 2007, ο δικαστής του Σαλέρνο αρχειοθέτησε επίσης την υπόθεση.

Σύμφωνα με το άρθρο 79 του εγχώριου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ένα θύμα μπορεί να προσχωρήσει στις ποινικές διαδικασίες ως πολιτικός ενάγων κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης, στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο ο δικαστής όφειλε να αποφασίσει εάν θα παρέπεμπε κάποιο πρόσωπο σε δίκη.

Βασιζόμενος ειδικότερα, στο άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη εντός εύλογου χρόνου / έλλειψη πρόσβασης σε δικαστήριο) και το άρθρο 13 (δικαίωμα αποτελεσματικού ένδικου μέσου), ο προσφεύγων παραπονέθηκε για την υπερβολική διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, υποστηρίζοντας ότι, με την αρχειοθέτησή της μήνυσής του, οι αρχές είχαν αποτρέψει να έχει πρόσβαση σε δικαστήριο. Παραπονέθηκε επίσης για την αναποτελεσματικότητα του ένδικου μέσου «Pinto» βάσει του οποίου ένα θύμα που δεν είχε συμμετάσχει στη διαδικασία ως πολιτικός ενάγων δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτό το εν λόγω ένδικο μέσο.

 ΤΟ ΣΤΡΑΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6 § 1

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η περίοδος που έπρεπε να ληφθεί υπόψη είχε αρχίσει στις 28 Ιουλίου 2001, ημερομηνία την οποία ο προσφεύγων υπέβαλε τη μήνυσή του και έληξε στις 17 Ιανουαρίου 2007, ημερομηνία που αρχειοθετήθηκε. Αυτή η περίοδος διήρκεσε περίπου 5,5 χρόνια αποκλειστικά για τη προκαταρκτική εξέταση. Η υπόθεση δεν ήταν ιδιαίτερα περίπλοκη και, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου καμία ανακριτική δραστηριότητα δεν είχε πραγματοποιηθεί. Η Κυβέρνηση δεν είχε υποβάλει επιχειρήματα για να δικαιολογηθεί την ανάγκη παράτασης των προδικαστικών ερευνών για τόσο μεγάλο χρόνο.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6§1 της Σύμβασης λόγω του υπερβολικού μήκους των διαδικασιών που δεν πληρούσαν την απαίτηση «εύλογου χρόνου».

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο αναφέρθηκε σε προηγούμενες υποθέσεις όπου διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 της Σύμβασης όταν η  αρχειοθέτηση της ποινικής διαδικασίας και η μη εξέταση αστικής αξίωσης οφείλονταν σε περιστάσεις που θα μπορούσαν να αποδοθούν κυρίως στις δικαστικές αρχές, ιδίως στις υπερβολικά χρονοβόρες διαδικαστικές καθυστερήσεις προκαλώντας παραγραφή του αδικήματος. Το Δικαστήριο  παρατήρησε ότι ο προσφεύγων είχε κάνει χρήση των δικαιωμάτων και των προνομίων που είχε στη διάθεσή του σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας και, επομένως, θα ήταν σε θέση, στο στάδιο προκαταρκτικής εξέτασης να διεκδικήσει την αστική του αξίωση. Λόγω όμως των καθυστερήσεων στο χειρισμό της υπόθεσης από τις εισαγγελικές αρχές, και της επακόλουθης αρχειοθέτησης της μήνυσης λόγω παραγραφής των αδικημάτων, δεν είχε καταφέρει να υποβάλει την αγωγή του για αποζημίωση ή να λάβει απόφαση σχετικά με αυτήν την αξίωσή του από το ποινικό δικαστήριο.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή η αμελής συμπεριφορά εκ μέρους των αρχών είχε στερήσει από τον προσφεύγοντα την προοπτική καθορισμού των αστικών του δικαιωμάτων στο είδος της διαδικασίας που είχε επιλέξει, όπως δύναται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ο ενάγων δεν θα μπορούσε να απαιτηθεί να προσφύγει εκ νέου σε αστικό δικαστήριο, αφότου η ποινική διαδικασία με την οποία θα μπορούσε να διεκδικήσει την αξίωσή είχε αρχειοθετηθεί λόγω παραγραφής εξαιτίας σφάλματος των ποινικών αρχών. Μια τέτοια ενέργεια θα συνεπαγόταν πιθανώς την ανάγκη συγκέντρωσης εκ νέου αποδεικτικών στοιχείων και τότε η απόδοση πιθανής ευθύνης θα μπορούσε να αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολη λόγω της μεγάλης χρονικής διάρκειας που παρήλθε από το συμβάν.

Το ΕΔΔΑ παραβίαση της δίκαιης δίκης υπό την ειδικότερη έκφανσή της της πρόσβασης σε  δικαστήριο (άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης).

Άρθρο 13

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι διατάξεις του Κανονισμού «Pinto» (ν. 89 του 2001) και του σχετικού εσωτερικού δικαίου είχαν αποδείξει ότι το ένδικο μέσο «Pinto» δεν ήταν διαθέσιμο σε θύματα που δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν στις  ποινικές διαδικασίες ως πολιτικοί ενάγοντες.

Έτσι, διαπίστωσε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 13 της Σύμβασης λόγω του γεγονότος ότι στο εσωτερικό δίκαιο δεν υπήρχε ένδικο μέσο με το οποίο ο προσφεύγων θα μπορούσε να διεκδικήσει το δικαίωμά του να εξεταστεί η υπόθεσή του εντός εύλογου χρονικού διαστήματος σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ιταλία έπρεπε να καταβάλει στον προσφεύγοντα 5.200 ευρώ για ηθική βλάβη  και 2.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.

 Πηγή: www.echrcaselaw.com

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ