Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

Δικαστική Αστυνομία: Απάντηση των μελών της ομάδας εργασίας στην κριτική της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Τα μέλη της ομάδας Εργασίας που επεξεργάστηκε το νομοσχέδιο για τη Δικαστική Αστυνομία το οποίο βρίσκεται στη Βουλή απαντούν στην κριτική για επιμέρους θέματα. Γράφουν στο dikastiko.gr οι Κώστας Σαργιώτης, Δημήτριος Νικολόπουλος, Αντώνιος Αλαπάντας, Χριστίνα Σαλάππα.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Δικαστική Αστυνομία: Απάντηση των μελών της ομάδας εργασίας στην κριτική της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων EUROKINISSI

“Με την ιδιότητα των μελών της ομάδας εργασίας που επεξεργάστηκε το νομοσχέδιο για τη Δικαστική Αστυνομία, μετά από μία μακρά πορεία που ξεκίνησε το 2017 με τη σύσταση νομοπαρασκευαστικής της οποίας ήμασταν επίσης μέλη, νιώθουμε την ανάγκη να απαντήσουμε στις σκέψεις, την κριτική και τις αγωνίες που εκφράστηκαν από την Ένωσής μας (πλειοψηφία και μειοψηφία του ΔΣ) πάνω στις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου, τουλάχιστον στο μέρος που αφορά τις δικές μας προτάσεις. Αυτή η επεξήγηση είναι αναγκαία για το λόγο ότι το σχέδιο που υποβάλλαμε προς το Υπουργείο ήταν σε πολλά σημεία πολύ πιο αναλυτικό, ωστόσο κρίθηκε αναγκαίο για λόγους νομοτεχνικούς κάποια σημεία να οριστούν με τη δευτερογενή νομοθεσία που θα τεθεί άμεσα υπό επεξεργασία.

μεταθέσεις ειρηνοδικών

EUROKINISSI/ΜΠΟΝΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

Κατ’ αρχάς, όσον αφορά στις θέσεις του ΔΣ (της πλειοψηφίας):

Με την πρώτη παρατήρησή του το ΔΣ κρίνει ως αναγκαία τη ρητή πρόβλεψη λειτουργίας περιφερειακών τμημάτων σ’ όλες της Εφετειακές περιφέρειες της Πολιτικής – Ποινικής Δικαιοσύνης στην έδρα του κάθε Εφετείου. Συμφωνούμε απόλυτα ότι μόνο τότε θα έχει επιτευχθεί ο σκοπός της ίδρυσης του νέου αυτού Σώματος, όταν η λειτουργία του θα είναι πλήρης και θα καλύπτει όλα τα δικαστήρια και τις εισαγγελίες της χώρας. Ωστόσο, για προφανείς λόγους, αυτό δεν θα ήταν ποτέ δυνατό στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Όχι μόνο για δημοσιονομικούς λόγους, αλλά κυρίως γιατί δεν θα ήταν δυνατό να προβλεφθούν με ακρίβεια οι ανάγκες και οι ιδιαιτερότητες του νέου θεσμού. Πρόκειται για έναν θεσμό που το επόμενο διάστημα θα κάνει τα πρώτα του βήματα. Η εμπειρία που θα προκύψει από αυτή την πρώτη, πιλοτική, εφαρμογή θα καθορίσει και την πορεία στη συνέχεια. Όσο ο νέος θεσμός θα προχωρά θα διαπιστώνονται οι επιτυχίες, οι αστοχίες και τα λάθη και με βάση την εμπειρία από αυτά θα γίνουν οι αναγκαίες αλλαγές και προσαρμογές ώστε, με τη μέγιστη δυνατή οικονομία δυνάμεων και μέσων, να επιτύχουμε το μέγιστο αποτέλεσμα. Με βάση αυτό το σκεπτικό, η πιλοτική εφαρμογή κρίνεται ως πολύ σημαντική, και κυρίως χρήσιμη, περίοδος. Ακόμα και η πρόβλεψη στο νόμο ακριβούς αριθμού περιφερειακών διευθύνσεων σε αυτή τη φάση θα ήταν άσκηση επί χάρτου, αφού ο τελικός αριθμός των περιφερειακών διευθύνσεων θα υπαγορευθεί από μία σειρά παραγόντων.

Αναφορικά με τη δεύτερη παρατήρηση, σχετικά με τις αρμοδιότητες των Πταισματοδικών, εννοείται ότι ποτέ δεν υπήρξε από τη ομάδα εργασίας οποιαδήποτε σκέψη περιορισμού των αρμοδιοτήτων τους ή του αντικειμένου τους. Αντίθετα, η βασική σκέψη της πρόβλεψης ειδικότητας νομικών επιστημόνων στη Δικαστική Αστυνομία με την αντίστοιχη αρμοδιότητα ήταν η διαπίστωση ότι η αποτελεσματική και γρήγορη προανάκριση ή προκαταρκτική απαιτεί σε όλο και περισσότερες υποθέσεις σφαιρική γνώση του δικαίου και όχι αποσπασματική γνώση μόνο του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας (όπως συμβαίνει πχ στους περισσότερους από τους επιφορτισμένους με αντίστοιχα καθήκοντα αστυνομικούς υπαλλήλους). Δηλαδή η βασική ιδέα είναι ουσιαστικά η όλο και μεγαλύτερη μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων αυτών στους Πταισματοδίκες και τους νομικούς επιστήμονες της Δικαστικής Αστυνομίας.

Αναφορικά με τις αρμοδιότητες του πολιτικού τομέα θα πρέπει να τονιστεί ότι σκοπός του νομοσχεδίου είναι να υπάρχουν πολιτικά τμήματα και στα δικαστήρια και στις εισαγγελίες πλήρως στελεχωμένα. Και τα δικαστήρια και οι εισαγγελίες έχουν την ίδια ανάγκη σε ειδικούς επιστήμονες όπως οικονομολόγους, μεταφραστές – διερμηνείς, ιατρούς κλπ προκειμένου να τους συνδράμουν στο αντίστοιχο έργο τους (απονομή πολιτικής, ποινικής ή διοικητικής δικαιοσύνης). Ανάγκη μετάφρασης εγγράφων, διερμηνείας και επικοινωνίας με ξένες αρχές υπάρχει πχ και στους ανακριτές επί εγκλημάτων διαφθοράς και στους εισαγγελείς που ερευνούν πράξεις που έχουν τελεστεί σε περισσότερες χώρες, ή που ανακοινώνουν κατηγορίες σε αλλοδαπούς κ.ο.κ.. Αναφορικά με την εποπτεία των περιφερειακών τμημάτων του πολιτικού τομέα, είναι αυτονόητο ότι αυτή θα ασκείται από τον προϊστάμενο του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας όπου λειτουργεί το τμήμα.

Αναφορικά με το περιφερειακό τμήμα του αστυνομικού τομέα, που κύρια αποστολή του θα είναι η ασφάλεια των κτιρίων και η ευταξία των συνεδριάσεων, κατά την άποψη της ομάδας εργασίας, η αρμοδιότητα πρέπει να ανήκει στο πρόσωπο που έχει την ευθύνη της ασφάλειας του κτιρίου ή του συγκροτήματος και όπου υπάρχει επιτροπή κτιρίου στον προεδρεύοντα αυτής. Το να διασπάσουμε την ευθύνη φύλαξης και την εποπτεία του περιφερειακού τμήματος θα αναιρούσε τον βασικότερο λόγο ύπαρξης του αστυνομικού τομέα, αφού θα διαιωνίζαμε την ήδη υπάρχουσα προβληματική κατάσταση όπου άλλος έχει την ευθύνη φύλαξης και άλλος την διεύθυνση των δυνάμεων ασφαλείας. Ο έχων την ευθύνη της ασφάλειας του κτηρίου θα γνωρίζει που υπάρχει ανάγκη να επικεντρωθούν σε ημερήσια βάση οι δυνάμεις φύλαξης και θα μπορεί να το πράττει αποτελεσματικά. Στην εποπτεία του προϊσταμένου της κάθε εισαγγελίας θα υπάγεται, πάντα κατά την κρίση των μελών της ομάδας εργασίας, το προσωπικό του περιφερειακού τμήματος αστυνομικού τομέα που θα έχει μόνο την ευθύνη εκτέλεσης των ποινικών αποφάσεων, ήτοι την δεύτερη κρίσιμη αρμοδιότητα του αστυνομικού τομέα.

Δικαστική Αστυνομία

Eurokinissi/ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

Όσον αφορά στις θέσεις της μειοψηφίας του ΔΣ:

Οι ανησυχίες για τον κίνδυνο δημιουργίας ενός αποδεικτικού «υπερόπλου» που θα «δημιουργείται» υπό την εποπτεία της εισαγγελικής ή την ανακριτικής αρχής, με ότι αυτό συνεπάγεται για τα δικαιώματα των διαδίκων, απασχόλησε έντονα την ομάδα εργασίας.

Και είναι όντως ένα ζήτημα που πρέπει να μας απασχολεί όλους διαρκώς και να προσπαθούμε πάντα να εντοπίζουμε τυχόν αστοχίες του νόμου ή της πράξης και να τις θεραπεύουμε με πρόσθετες εγγυήσεις αμεροληψίας των υπαλλήλων της Δικαστικής Αστυνομίας και διαφύλαξης της επιστημονικής τους ελευθερίας. Ωστόσο, η σκέψη πίσω από τη ρύθμιση αυτή δεν είναι η αντικατάσταση της πραγματογνωμοσύνης από ένα «ανέλεγκτο» από τους διαδίκους ή αυθαίρετο αποδεικτικό μέσο. Η ανάγκη που έρχεται να καλύψει η συνδρομή αυτή συνίσταται στην ανάγκη του δικαστή ή του εισαγγελέα να κατανοήσει το πρόβλημα πριν ακόμα κάνει ανακριτικές ή προανακριτικές ενέργειες ή πριν ασκήσει τις όποιες άλλες αρμοδιότητες του.

Πόσες φορές δεν έχουμε φτάσει στο σημείο να δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε κρίσιμα ζητήματα μίας δικογραφίας και να προσπαθούμε να «ξετυλίξουμε το κουβάρι» χωρίς ουσιαστικά κανένα μέσο στη διάθεσή μας, επειδή αυτά τα ζητήματα σχετίζονταν με δύσκολα επιστημονικά θέματα άλλης ειδικότητας; Πόσες φορές χρειάστηκε να ρωτήσουμε πχ σε ιατρούς για να κατανοήσουμε βασικές ιατρικές παραμέτρους μίας υπόθεσης και μετά να προχωρήσουμε σε πραγματογνωμοσύνη;

Σε δυσχερείς περιπτώσεις, προς το παρόν, το πρόβλημα λύνεται με τον ορισμό ειδικών επιστημόνων. Ωστόσο αυτή η λύση αποδείχθηκε ανεπαρκής για την κάλυψη των πραγματικών αναγκών της Δικαιοσύνης και αυτό το γνωρίζουν όλοι. Η Δικαστική Αστυνομία με τους επιστήμονες του πολιτικού τομέα θα λύνει ακριβώς τα προβλήματα αυτά. Αφού έχει κατανοήσει πλήρως τις (μη νομικές) επιστημονικές παραμέτρους της υπόθεσης, ο δικαστής ή ο εισαγγελέας θα μπορεί να αποφασίσει αν θα προχωρήσει πχ σε πραγματογνωμοσύνη (διατάσσοντας αυτή με επιστημονική πληρότητα) ή θα απορρίψει (και επιστημονικά πλήρως αιτιολογημένα) το σχετικό αίτημα, όταν αυτό είναι παρελκυστικό και ανούσιο. Η σύνταξη τέτοιων εκθέσεων δεν εμποδίζει τους διαδίκους να αμφισβητούν το περιεχόμενό τους με τη βοήθεια τεχνικών συμβούλων και να υποβάλλουν τους αντίστοιχους ισχυρισμούς ή αιτήματα. Η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, κατά την κρίση της ομάδας εργασίας, πρέπει να παραμείνει σε ανεξάρτητα πρόσωπα, η δε ανάγκη οποιασδήποτε αναμόρφωσης του θεσμού του πραγματογνωμόνων εκφεύγει της αρμοδιότητάς της.

Με την επόμενη παρατήρησή της η μειοψηφία του ΔΣ αναφέρει ότι «παρατηρούμε επίσης για άλλη μια φορά στο άρθρο 3 παρ. 3 ΣχΝ ότι της διεύθυνσης της Δικαστικής Αστυνομίας προΐσταται συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός. Αντί λοιπόν να γίνει σεβαστό το αίτημα της Γενικής Συνέλευσης της Ένωσής μας, να αποκοπεί ο ομφάλιος λώρος μεταξύ κυβέρνησης και δικαιοσύνης με τον διορισμό αφυπηρετούντων δικαστικών λειτουργών σε διοικητικές θέσεις, η σχέση αυτή μεταξύ των δύο λειτουργιών ενδυναμώνεται». Με βάση το σχέδιο που επεξεργάστηκε η ομάδα εργασίας και δη την παράγραφο 2 του άρθρου 46 που έχει τίτλο «μεταβατικές διατάξεις για το προσωπικό και τους προϊσταμένους» προβλέπεται ρητά πως: «Για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος καθήκοντα Διευθυντή της Δικαστικής Αστυνομίας ασκεί ανώτατος ή ανώτερος συνταξιούχος δικαστικός ή εισαγγελικός λειτουργός που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μπορεί να παραταθεί για άλλη μία τριετία, με βάση τις υπηρεσιακές ανάγκες, το χρονικό διάστημα άσκησης καθηκόντων Διευθυντή της Δικαστικής Αστυνομίας από ανώτατο ή ανώτερο συνταξιούχο δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό». Η μεταβατική αυτή ρύθμιση κρίθηκε αναγκαία για τον απλούστατο λόγο ότι τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του θεσμού κανένας από όσους προσληφθούν ως στελέχη της Δικαστικής Αστυνομίας δεν θα έχει τα αναγκαία τυπικά προσόντα για τον διορισμό του / της στην συγκεκριμένη θέση, σύμφωνα και με τις αντίστοιχες διατάξεις διοικητικού δικαίου που θα διέπουν το υπαλληλικό καθεστώς τους και τη νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων. Οπότε έπρεπε να απαντηθεί το δίλημμα σε ποιον να ανατεθεί, γι’ αυτό το συγκεκριμένο μεταβατικό διάστημα, η διεύθυνση του νέου σώματος. Κατά την κρίση της ομάδας εργασίας, η ως άνω λύση κρίθηκε ως προσφορότερη και καταλληλότερη, σε σχέση με εναλλακτικές όπως να τοποθετηθεί στη θέση αυτή ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου ή πολιτικό πρόσωπο. Αυτή όμως ήταν και η μοναδική πρόβλεψη για τοποθέτηση συνταξιούχου δικαστικού λειτουργού στην διεύθυνση του νέου Σώματος, με βάση τις ρυθμίσεις που επεξεργάστηκε η ομάδα εργασίας.

Αναφορικά με τις παρατηρήσεις της μειοψηφίας σχετικά με την εποπτεία των περιφερειακών τμημάτων ισχύουν όσα εκτίθενται ανωτέρω. Η παρατήρηση που αφορά τη δυνατότητα πρόβλεψης εξαίρεσης από την απαγόρευση διορισμού στην Δικαστική Αστυνομία των υπαλλήλων εκείνων (του Δημοσίου και νπδδ) που τιμωρήθηκαν πειθαρχικά με την ποινή της οριστικής παύσης για τους Δικαστικούς Λειτουργούς που κρίνονται μη διοριστέοι σε θέση ισόβιου Δικαστικού Λειτουργού ή που παύονται οριστικά και οι οποίοι μπορούν κατά το άρθρο 126 νέου ΚΟΔΚΔΛ (Ν. 4938/2022) να διοριστούν σε δημόσια διοικητική θέση, ιδίως όσον αφορά το προσωπικό του πολιτικού τομέα της Δικαστικής Αστυνομίας, ώστε να αξιοποιείται η δικαστική εμπειρία τους, είναι πολύ χρήσιμη παρατήρηση και θα καταβληθεί προσπάθεια από την ομάδα εργασίας να αξιοποιηθεί. Αναφορικά με τους φορείς που θα αναλάβουν, κατά κύριο λόγο, την εκπαίδευση των στελεχών του νέου Σώματος αναμένεται να είναι η (υπό ψήφιση) Σχολή Δικαστικών Υπαλλήλων και, όσον αφορά τη χρήση των όπλων, οι αστυνομικές σχολές.

Κλείνοντας το κείμενο αυτό επί των θέσεων της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, θεωρούμε χρέος να επισημάνουμε την ομόφωνη αναγνώριση από όλες τις πλευρές του ΔΣ των προσπαθειών της ομάδας εργασίας για την ικανοποίηση ενός πάγιου αιτήματος του Δικαστικού Σώματος και πρέπει να ευχαριστήσουμε τους συναδέλφους για την αναγνώριση αυτή. Θα ήταν παράλειψη να μην επισημανθεί ότι η ολοκλήρωση αυτής της μακράς και επίπονης πορείας κατέστη εφικτή με την πολύτιμη συνδρομή των συμβούλων του Υπουργείου Δικαιοσύνης Αγγελικής Παπαπαναγιώτου Λέζα, Προέδρου Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων και του Νίκου Σεκέρογλου Παρέδρου του ΣτΕ. Η ευόδωση της προσπάθειας για την ικανοποίηση αυτού του πάγιου αιτήματος των Δικαστικών Λειτουργών δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς την απόφαση της ηγεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης να προωθήσει άμεσα το νομοσχέδιο και την σχεδόν ομόφωνη, στο γενικού του πλαίσιο, αποδοχή του από τα πολιτικά κόμματα και τους φορείς.

Τα μέλη της Ομάδας Εργασίας

Κώστας Σαργιώτης, Εφέτης Αθηνών Πολιτικής Ποινικής Δικαιοσύνης

Δημήτριος Νικολόπουλος, Εφέτης Αθηνών Διοικητικής Δικαιοσύνης

Αντώνιος Αλαπάντας, Εφέτης Πατρών Πολιτικής Ποινικής Δικαιοσύνης

Χριστίνα Σαλάππα, Πρωτοδίκης Ανακρίτρια Πρωτοδικείου Αθηνών”.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ