Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

Μ. Μήττας – Γ. Τρασανίδης : Δικηγορία – Η κρίση και η ευκαιρία της νέας γενιάς

Η δημόσια εικόνα και αξιοπιστία του κλάδου έχει πληγεί και μαζί τους η ίδια η επαγγελματική αξιοπρέπεια των περισσότερων δικηγόρων. Η υποβάθμιση αυτή δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της γενικότερης οικονομικής ύφεσης. Είναι, πρωτίστως, αποτέλεσμα των σχέσεων μεταξύ μας, ως συναδέλφων.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Μ. Μήττας – Γ. Τρασανίδης : Δικηγορία – Η κρίση και η ευκαιρία της νέας γενιάς freepik

Η πανδημία δυστυχώς δεν ήταν η πρώτη φορά που η Δικαιοσύνη βρέθηκε στο επίκεντρο της δημοσιότητας για τους λάθος λόγους.

To 2020 και 2021 χαρακτηρίσθηκαν δυστυχώς από την συνολική υποβάθμιση της Δικαιοσύνης.

Αφενός, η «καραντίνα» των δικαστηρίων συνεπάγεται τον περιορισμό του ελέγχου της διοίκησης και του νομοθέτη από τους πολίτες, όπως και της εγγύησης των δικαιωμάτων του καθενός έναντι των άλλων, οδηγώντας σε σημαντική ανισορροπία των κρατικών λειτουργιών.

Αφετέρου, η «καραντίνα» των δικηγόρων, θέτει εν αμφιβόλω την επιβίωσή τους ως θεσμικά ανεξάρτητων εγγυητών της ισότιμης πρόσβασης των πολιτών σε Δικαιοσύνη και Διοίκηση.

Αν και ο κλάδος βρίσκεται σε, εν τοις πράγμασι, αναστολή λειτουργίας από τον Μάρτιο του 2020, ουδεμία οικονομική ενίσχυση έλαβε το διάστημα αυτό, πέραν του πενιχρού και ιδιαίτερα απαξιωτικού επιδόματος των 600 ευρώ, μέσω του συστήματος που έμεινε γνωστό ως «σκόιλ ελικικού».

Έκτοτε, οι υποσχέσεις για οικονομική στήριξη πέφτουν στο κενό, με τους δικαιούχους της επιστρεπτέας προκαταβολής να μην υπερβαίνουν τις 8.000 (σε σύνολο περίπου 50.000) και μια περιορισμένη παροχή από τον ΟΑΕΔ ύψους 400 ευρώ.

Όπως παντού, οι συνθήκες αυτές, χωρίς κανένα ουσιαστικό στήριγμα από πουθενά, για τους νεότερους, χαμηλόμισθους ή άμισθους ελεύθερους επαγγελματίες και τα χαμηλότερα εισοδήματα ή τους εργαζόμενους χωρίς “λεφτά στην άκρη” δεν αποτελούν απλώς πλήγμα. Αποτελούν τέλος διαδρομής.

Χωρίς καμία διάθεση δικαιολόγησης της Κυβέρνησης, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι για όλα αυτά δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών.

Αν και θα έπρεπε, κατανοώντας τις δυναμικά μεταβαλλόμενες εξελίξεις, να επιδιώκουμε να επηρεάσουμε τις καταστάσεις προς όφελος του λειτουργήματος και  της κοινωνίας, μάλλον παρουσιάζουμε την εικόνα ενός κλάδου που ματαιοπονεί και αγκομαχά να διατηρήσει ισορροπίες.

Ισορροπίες μεταξύ των συλλόγων και των μελών τους. Ισορροπίες μεταξύ των συλλόγων και των αρμόδιων κρατικών φορέων. Ισορροπίες, τελικά, μεταξύ όλων ημών και της κυβερνητικής πολιτικής. Ανεπιτυχώς φυσικά, αφού στις περιπτώσεις αυτές αντί για ισορροπίες, απαιτούνται πρωτοβουλίες, τις οποίες δεν επιδείξαμε.

Η Δικαιοσύνη την τελευταία δεκαετία έχει υποστεί σειρά αποσπασματικών, πρόχειρων και, συχνά, αλληλοσυγκρουόμενων «μεταρρυθμίσεων». Πρακτικά καμία δεν απέδωσε τους, συχνά, φιλότιμους στόχους της. Μάλλον το αντίθετο.

Η νέα Πολιτική Δικονομία, αν και περιόρισε τα δικονομικά δικαιώματα των ασθενέστερων (επιταχύνοντας τους πλειστηριασμούς), απέτυχε στην πραγματική επιτάχυνση της πολιτικής δικαιοσύνης.

Η επιβολή της διαμεσολάβησης ως υποχρεωτικής προδικασίας σε σειρά δικών, αύξησε μεν το κόστος και τον χρόνο πρόσβασης των πολιτών στην δικαιοσύνη, απέτυχε όμως να αυξήσει το ποσοστό εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών.

Καμία ουσιαστική προσπάθεια δεν έγινε για την ψηφιοποίηση, την αντιμετώπιση των παρελκυστικών τακτικών του Δημοσίου, όπου αυτό εμπλέκεται σε δίκες, ή τον εξορθολογισμό της διοικητικής δικαιοσύνης των παράλληλων δικονομιών. Αποκορύφωμα βέβαια αυτών, η σημερινή κατάσταση των αλλεπάλληλων, κακογραμμένων και συχνά αντιφατικών ΚΥΑ, που δημοσιεύονται πλέον λίγες ώρες πριν την έναρξη εφαρμογής τους.

Το δικό μας σφάλμα σε όλα αυτά δεν ήταν ότι αντιδράσαμε σε «μεταρρυθμίσεις» που, όπως αποδείχθηκε, ήταν καταδικασμένες. Ήταν πολύ περισσότερο ότι, ενώ είχαμε το χρέος να εισφέρουμε πραγματικά ολοκληρωμένες προτάσεις για μια ολοκληρωμένη και ριζική μεταρρύθμιση στην Δικαιοσύνη, ουδέποτε αναλάβαμε την πρωτοβουλία.

Το ίδιο διάστημα η δημόσια εικόνα και αξιοπιστία του κλάδου έχει πληγεί και μαζί τους η ίδια η επαγγελματική αξιοπρέπεια των περισσότερων δικηγόρων. Η υποβάθμιση αυτή δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της γενικότερης οικονομικής ύφεσης. Είναι, πρωτίστως, αποτέλεσμα των σχέσεων μεταξύ μας, ως συναδέλφων.

Παρά τις συχνές αναθεωρήσεις του Κώδικα Δικηγόρων που η ηγεσία μας προωθεί, ουδέποτε τίθεται προς συζήτηση η προοπτική θεσμοθέτησης ελάχιστων αμοιβών και όρων απασχόλησης συνεργατών και ασκουμένων δικηγόρων. Είναι σχεδόν αυτονόητο, όταν οι δικηγόροι καθίστανται αντικείμενο εργασιακής εκμετάλλευσης από τους ίδιους τους συναδέλφους τους και οι όροι αξιοπρεπούς διαβίωσής τους δεν διασφαλίζονται, το σύνολο του κλάδου να οδηγείται σε ταυτοτική κρίση.

Η αναζήτηση εναλλακτικών πηγών βιοπορισμού, άσχετων με τη νομική επιστήμη, η πτώση των αμοιβών για τις ανεξάρτητα παρεχόμενες υπηρεσίες και η μαζική φυγή από το επάγγελμα είναι άμεσα απότοκα. Απότοκα που μάλιστα σήμερα κινδυνεύουν να αποκτήσουν «κανονικό» χαρακτήρα.

Η ηγεσία, καθοδηγούμενη κυρίως από τα εκλογικά της κίνητρα και με προφανή έλλειψη εικόνας για το ευρωπαϊκό πλαίσιο, εισηγείται τροποποιήσεις που όχι μόνο θα νομιμοποιήσουν την ως άνω κατάσταση, αλλά θα οδηγήσουν τελικά στην περαιτέρω υποβάθμιση του κλάδου, απομακρύνοντας την δικηγορία από τον λειτουργηματικό της χαρακτήρα, που εξασφαλίζει την αυτονομία των δικηγόρων από δραστηριότητες που θα έθεταν εν αμφιβόλω την ανεξαρτησία τους και την σχέση απόλυτης εμπιστοσύνης με τον εντολέα τους.

Αντί λοιπόν για πειραματισμούς, που απλώς θα επιβεβαιώσουν μια προβληματική για πολίτες και δικηγόρους κατάσταση, πρέπει να εστιάσουμε στο πρόβλημα. Να διασφαλίσουμε τους όρους αμοιβής και απασχόλησης όσων δικηγόρων απασχολούνται ως συνεργάτες και ασκούμενοι. Να διασφαλίσουμε δυναμικά τον σεβασμό των δικηγόρων από δημόσιες και δικαστικές αρχές. Να διασφαλίσουμε, τελικά, ότι ο λειτουργηματικός χαρακτήρας του επαγγέλματος αναγνωρίζεται έμπρακτα από όλους.

Με διάθεση αποτίμησης των αποτελεσμάτων που έφερε ο δικηγορικός συνδικαλισμός κατά την κρισιμότερη ίσως περίοδο των τελευταίων δεκαετιών, το πρόσημο βρίσκεται έντονα αρνητικό.

Για αυτό όμως δεν είναι υπαίτια απλώς τα πρόσωπα, που συνήθως βάλλονται. Είναι, κατά πρώτον, υπαίτιο το είδους συνδικαλισμού που εκπροσωπούν αυτά τα πρόσωπα.

Η αντίληψη δηλαδή της εκπροσώπησης ως μιας πολιτικής, ιδιαίτερα δαπανηρών αλλά καθ’ όλα αναποτελεσματικών, δημοσίων σχέσεων, (αλληλο)εξυπηρετήσεων και απουσίας πρωτοβουλιών για τα μείζονα που απασχολούν την Δικαιοσύνη. Είναι επίσης το σύστημα εκπροσώπησης που στελεχώνουν αυτά τα πρόσωπα.

Η υπερσυγκέντρωση εξουσιών σε όργανα με ελάχιστα εχέγγυα δημοκρατικής νομιμοποίησης και διαφάνειας, η απουσία δημοσιότητας αποφάσεων και λογοδοσίας δαπανών ακόμα και σε τοπικό επίπεδο και η κομματική στράτευση αποτελούν χαρακτηριστικά που διακρίνουν επί σειρά ετών τον δικηγορικό συνδικαλισμό.

Το τελευταίο διάστημα δεν επιδεινώθηκαν. Απογυμνώθηκαν απλώς από κάθε ψευδαίσθηση ουσιαστικών αποτελεσμάτων υπέρ των αντιπροσωπευόμενων δικηγόρων. Για την αλλαγή αυτή νοοτροπίας απαιτείται μια συλλογική προσπάθεια γενικής συστράτευσης.

Η αιχμή του δόρατος της συστράτευσης αυτής, θα πρέπει να είναι οι Ενώσεις Νέων και Ασκουμένων Δικηγόρων ανά την επικράτεια ως φορείς και φυσικά, σαν υποκείμενα όλοι εμείς οι δικηγόροι της νέας γενιάς που επιλέξαμε να παραμείνουμε πιστοί συλλειτουργοί της διαδικασίας απονομής Δικαιοσύνης. Γενιάς που αισθάνεται ότι τα προβλήματα, τα αιτήματα και οι ανάγκες της δεν εισακούγονται.

Οι νέοι δικηγόροι λοιπόν θα πρέπει να αναλάβουν την πρωτοβουλία του γενικού καλέσματος, ώστε να συγκροτήσουμε το κοινό μέτωπο που έλειπε μέχρι σήμερα και να αποτελέσουμε καταλυτικό και αναπόσπαστο μέρος της συνδικαλιστικής εξίσωσης.

Ακόμα και αν οι ενώσεις νέων δικηγόρων ανά την επικράτεια είναι σήμερα ελάχιστες σε αριθμό, η διάθεση για ενεργό συμμετοχή είναι μειωμένη και πολλές αντίστοιχες πρωτοβουλίες κατατρύχονται από πολιτικές επιρροές και προσωπικό τυχοδιωκτισμό, η συλλογική έκφραση αποτελεί αναγκαιότητα για εμάς ως επαγγελματίες όσο και για τον θεσμό της Δικαιοσύνης, τον οποίο υπηρετούμε.

Έτσι, θα πάρουμε τις τύχες μας στα χέρια μας. Θα αλλάξουμε το μοντέλο της αποκλειστικής εκπροσώπησης μεγάλων γραφείων, επαγγελματιών συνδικαλιστών και οπισθοδρομικών θεσμικών οργάνων που εκφράζουν μια άλλη γενιά.

Θα το μετασχηματίσουμε σε καθαρή φωνή εκπροσώπησης μιας γενιάς που γεννήθηκε επαγγελματικά σε καιρό κρίσης και αυτήν στοχεύει να αποτινάξει από πάνω της, δημιουργώντας ένα καλύτερο μέλλον. Μόνο, τότε, θα έχουμε ενδυναμώσει την ουσία της αγωνιστικής μας πράξης και δράσης κατά τρόπο που τα κέντρα εξουσίας δεν θα έχουν επιλογή παρά να ακούσουν. Και να ακούσουν με προσοχή.

Ο Μιχάλης Μήττας είναι Δικηγόρος, Υπ. Δ.Ν. – τ. ΔΣ Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης – τ. Πρόεδρος Ένωσης Ασκουμένων & Νέων Δικηγόρων Θεσσαλονίκης

Γιάννης Τρασανίδης είναι Δικηγόρος – Πρόεδρος Ένωσης Ασκουμένων & Νέων Δικηγόρων Θεσσαλονίκης

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ