Σουζάνα Κλημεντίδη: Οι παρεπόμενες υποχρεώσεις των συμβάσεων – Η περίπτωση της ποινικής ρήτρας

Σε περιπτώσεις προφανούς δυσαναλογίας, το δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αίτησης του οφειλέτη, να περιορίσει το ύψος της ποινής, προκειμένου το ίδιο να λειτουργεί με όρους εξασφάλισης κι όχι υπονόμευσης για την εκπλήρωση της σύμβασης.

NEWSROOM
Σουζάνα Κλημεντίδη: Οι παρεπόμενες υποχρεώσεις των συμβάσεων – Η περίπτωση της ποινικής ρήτρας

Οι ποινικές ρήτρες αποτελούν ένα κλασικό κατά την κοινή πρακτική στοιχείο των συμβάσεων, που αποσκοπούν στην εύρυθμη και ακώλυτη εκπλήρωση της σύμβασης και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη. Οι ποινικές ρήτρες, εν πρώτοις, ενδέχεται να προκαλέσουν σύγχυση με την ποινική νομοθεσία, ωστόσο καθόλου δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο, δεδομένου ότι αποτελούν έναν εδραιωμένο πλέον θεσμό του Αστικού Δικαίου και κατ’ επέκταση της συναλλακτικής ζωής.

Ειδικότερα, η διάταξη που προβλέπει τη δυνατότητα ενσωμάτωσης ποινικής ρήτρας στις συμβάσεις είναι εκείνη του άρθρου 404 ΑΚ, κατά την οποία, σε περιπτώσεις, είτε υπαίτιας αδυναμίας του οφειλέτη να εκπληρώσει την παροχή, είτε περιέλευσης αυτού σε υπερημερία, μπορεί ο δανειστής να απαιτήσει το περιεχόμενο αυτής, που πλέον αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της σύμβασης (405 ΑΚ). Είθισται, οι προβλέψεις της ποινικής ρήτρας να αφορούν χρηματικές ποινές, οι οποίες, με τον εγγυητικό τους χαρακτήρα, καθίστανται απαιτητές όταν ο οφειλέτης παρακωλύει την εκπλήρωση της σύμβασης.

Μάλιστα, προκειμένου ο δανειστής να αξιώσει δικαστικά τα όσα έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο της ποινικής ρήτρας, απαιτείται να αποδείξει α) τη σύμβαση που πρέπει να εκπληρωθεί και τον έγγραφο χαρακτήρα της, β) τη συμφωνία επί τη βάσει της οποίας προβλέπεται εγγράφως και με τρόπο ορισμένο η ποινική ρήτρα, καθώς και γ) τις προϋποθέσεις υπερημερίας του οφειλέτη, που ο δεύτερος θα προσπαθήσει φυσικά να αντικρούσει. Προς την συγκεκριμένη κατεύθυνση, καθότι η ποινική ρήτρα αποτελεί παρεπόμενη υποχρέωση της σύμβασης, η ακυρότητα της σύμβασης περιάγει σε ακυρότητα και την ίδια (408 ΑΚ), ενώ πρέπει να διευκρινιστεί ότι η πρόκληση ζημίας στον δανειστή, αφ’ ης στιγμής παραβιαστεί όρος της σύμβασης, δεν αποτελεί προϋπόθεση για την αξίωση του περιεχομένου της.

Καταληκτικά, ειδικότερα ζητήματα των ποινικών ρητρών ρυθμίζονται στις επόμενες διατάξεις, μεταξύ των οποίων τα άρθρα 406, 407 και 409 ΑΚ. Ιδιαίτερο πρακτικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάταξη του άρθρου 409 ΑΚ, κατά την οποία ο νομοθέτης επιδιώκει να αποτρέψει καταχρηστικές συμπεριφορές, που ενδέχεται να συνίστανται είτε στον αδικαιολόγητο πλουτισμό του δανειστή, είτε σε ρήτρες οι οποίες προφανώς είναι ασύμβατες με τον σκοπό που οι ίδιες επιτελούν, δηλαδή την εκπλήρωση της σύμβασης. Κατά τούτο, λοιπόν, σε περιπτώσεις προφανούς δυσαναλογίας, το δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αίτησης του οφειλέτη, να περιορίσει το ύψος της ποινής, προκειμένου το ίδιο να λειτουργεί με όρους εξασφάλισης κι όχι υπονόμευσης για την εκπλήρωση της σύμβασης.

 *  Σουζάνα Κλημεντίδη, Δικηγόρος

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr