Κυριακή 05 Μαϊου 2024

Μαρίνα Σκούμπου: Όταν νομοθετεί ο ποινικός λαϊκισμός και “τιμωρεί” ο λαός

Μαθήματα εφαρμοσμένης εργαλειοποίησης του ποινικού κώδικα από τον Υπουργό Δικαιοσύνης Γ. Φλωρίδη.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Μαρίνα Σκούμπου: Όταν νομοθετεί ο ποινικός λαϊκισμός και “τιμωρεί” ο λαός unsplash

«Μ΄ όλο που τα χαρακτηριστικά του μένουν σκόπιμα ακαθόριστα, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο λαϊκισμός είναι ένα ‘‘κίνημα’’ ή ‘‘σύστημα’’ που, κλιμακωτά και σωρευτικά, λιβανίζει τον λαό, τον αποπροσανατολίζει , τον ψευτο-ψωμίζει, τον ευτελίζει, τον εξανδραποδίζει, τον ροκανίζει και, τελικά, τον αφανίζει» παρατηρούσε ο Μ. Πλωρίτης την 14.05.1989. Τριανταπέντε χρόνια μετά τη συγγραφή της εν λόγω επιφυλλίδας είμαστε στη δυσάρεστη θέση να  διαπιστώνουμε ότι παραμένουμε στο ίδιο έργο, καταπώς φαίνεται, «ανήμποροι» θεατές: οι στύλοι και στυλοβάτες του λαϊκισμού όχι μόνον αυξάνονται αλλά και απροκάλυπτα έχουν «απλώσει τα δίχτυα τους» στο χώρο της Ποινικής Δικαιοσύνης, νομιμοποιώντας την ευθεία καταστρατήγηση της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας δια  της κατάστρωσης νομοσχεδίων εν μία νυκτί για το «κοινό καλό». Επενδύουν, μάλιστα, σε αυτή την προσφιλή στην εξουσία τακτική που καυτηρίαζε ο Πλωρίτης της «λατρείας για το λαό που είναι ‘‘πάνσοφος’’ […] και ‘‘παγ-κυρίαρχος’’» και από «‘‘αποπαίδι’’ που ήταν, νιώθει μεμιάς ‘’αφέντης’’ – καθώς μάλιστα μετέχει σε ‘‘φορείς’’ που χαλκεύει για χάρη του ο λαϊκισμός», εν προκειμένω καθιστάμενος ισότιμος συνομιλητής του ποινικού πλην αόρατου νομοθέτη.

Γιατί, δυστυχώς, μόνο «δυσοσμία» ποινικού λαϊκισμού αναδίδει το από 17.02.2024 άρθρο του Υπουργού Δικαιοσύνης Γ. Φλωρίδη δημοσιευθέν στην Athens Voice με τίτλο: «Νέος Ποινικός Κώδικας: Τι κάνουμε (και όχι τι κάναμε)», τόσο εξ επόψεως υφολογικής όσο και εξ επόψεως περιεχομένου. Όσον αφορά στο ύφος, αναγιγνώσκοντας κανείς το εν λόγω άρθρο μπορεί να διακρίνει:

α) την πρόδηλη πλην επιτηδευμένη επίδειξη ψυχοσυναισθηματικής εγγύτητας της εξουσίας, εν προκειμένω του Υπουργείου Δικαιοσύνης δια στόματος Γ. Φλωρίδη, με τον εξουσιαζόμενο, εν προκειμένω τον «νομοταγή και ανυποψίαστο, αθώο και φιλήσυχο» Έλληνα πολίτη, εκφερόμενη, μάλιστα, με τρόπο που αρμόζει σε συζήτηση καφενείου μεταξύ κομπολογιού και ζαριού με κύριο χαρακτηριστικό την γενικευτική υπεραπλούστευση και όχι σε επίσημη τοποθέτηση Υπουργού Δικαιοσύνης,

β) την υφέρπουσα ειρωνεία προς τους «κυρίους Ποινικολόγους», η οποία εμπεριέχει «κεφαλαιο-ποιημένη» απαξίωση προς τους ασκούντες την ποινική δικηγορία και υπηρετούντες την ποινική επιστήμη. Με αυτόν τον τρόπο αποδεικνύεται ότι, περιέργως, ο σεβασμός στην επιστήμη ποικίλλει αναλόγως του ποιο Υπουργείο την επικαλείται κάθε φορά: «ενθρονισμένη» στο Υπουργείο Υγείας την περίοδο του κορωνοϊού, «εξορισμένη» στο Υπουργείο Δικαιοσύνης σήμερα. Σαν να λέμε «αλήθεια εδώθε, σφάλμα εκείθε των Πυρηναίων», μόνο που εν προκειμένω η απόσταση που διανύεται εξαιτίας της διφορούμενης εμβέλειας της επιστήμης ορίζεται σε μόλις πέντε-έξι χιλιόμετρα εντός του κέντρου της πρωτεύουσας και δεν απαιτείται ανάβαση σε οροσειρά…

Από πλευράς περιεχομένου, μεταξύ άλλων ευφάνταστων, παρατηρούμε ότι η επικρότηση των προτεινόμενων από τον αόρατο νομοθέτη νέων (νέες να’ ναι κι ό, τι να’ ναι….) αλλαγών του νέου Ποινικού Κώδικα από την πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών εμφανίζεται όχι μόνον ως αυτοτελές επιχείρημα υπέρ της ορθότητας και αναγκαιότητας της συγκεκριμένης νομοθετικής επέμβασης αλλά, κυρίως, ως μόνη ικανή συνθήκη αυτής! Οδηγείται κανείς, έτσι, εύκολα στο συμπέρασμα ότι στο περί ου λόγος άρθρο η προσέγγιση των αρχών της καλής νομοθέτησης που επιτάσσουν, εκτός των άλλων, την τήρηση της διαφάνειας τόσο κατά την κατάρτιση και αξιολόγηση νόμων όσο και κατά την κατάρτιση προτάσεων νόμων εμφανίζεται διαφοροποιημένη εξαιτίας μίας προτεραιότητας «λαϊκής νομοθέτησης» που θα επιτρέψει στους Έλληνες πολίτες «να ζουν ειρηνικά και με ασφάλεια». Για να κατανοήσει κανείς τη στόχευση του άρθρου θα πρέπει να κατανοήσει την επικινδυνότητα του φαινομένου του ποινικού λαϊκισμού και να την τοποθετήσει εντός του πλαισίου αυτού. Προς το σκοπό αυτό θα αναφέρουμε περιληπτικώς ορισμένες μόνο κρίσιμες διαπιστώσεις της θεωρίας περί τούτου.

  1. Περί της πολιτικής φύσεως του ποινικού λαϊκισμού 

O καθηγητής Νομικής και Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ν. Υόρκης (NYU) David Garlandστη μελέτη του με τίτλο «What’s Wrong with Penal Populism? Politics, the Public, and Criminological Expertise» θέτει υπό εξέταση το φαινόμενο του ποινικού λαϊκισμού και, κυρίως, την παγιωμένη περί του αρνητικού του φορτίου αντίληψη, επανεξετάζοντας τον ρόλο των ειδικών στη δημιουργία του φαινομένου. Εκκινεί ορίζοντας τον ποινικό λαϊκισμό ως «πρώτα και κύρια, μια μορφή πολιτικού λόγου που, άμεσα ή έμμεσα, υποτιμά τις απόψεις των ειδικών του επαγγέλματος και των φιλελεύθερων ελίτ και αντ’ αυτού διεκδικεί την αυθεντία του “λαού”», επαγγελλόμενος τον εκφραστή των λαϊκών απόψεων για την ποινή. Ακολούθως, εστιάζει στην ιδιότητα των δυσαρεστημένων πολιτών, των «πολύπαθων, […]  και, πάνω από όλα, των θυμάτων» ως μέσου χορήγησης προβαδίσματος σε λαϊκιστές πολιτικούς και νομοθέτες για την λήψη μέτρων προς την κατεύθυνση της αυστηροποίησης, σημειώνοντας πως «όπου προηγουμένως η κοινή γνώμη λειτουργούσε ως περιορισμός της πρωτοβουλίας χάραξης πολιτικής, τώρα θεωρείται ότι λειτουργεί ως προνομιακή πηγή αυτής».

Προς αυτή την κατεύθυνση της ευδοκίμησης του λαϊκισμού επί εδάφους λαϊκής δυσαρέσκειας και προσλαμβανόμενης συστημικής αδικίας έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να συναξιολογηθούν οι διαπιστώσεις του καθηγητή Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Victoria του Wellington στη Ν. Ζηλανδία John Pratt στο έργο του «Penal Populism»: «[…] Αυτό που λένε, λοιπόν, είναι ότι ο λαϊκισμός αντιπροσωπεύει σε διάφορες μορφές τις διαθέσεις, τα συναισθήματα και τις φωνές σημαντικών και διακριτών τμημάτων του κοινού: όχι την κοινή γνώμη γενικά, αλλά, αντίθετα, τα τμήματα εκείνα που αισθάνονται ότι αγνοούνται από τις κυβερνήσεις, σε αντίθεση με τα πιο ευνοημένα αλλά λιγότερο άξια αυτής της εύνοιας τμήματα· [….] Μιλάει [ενν.: ο λαϊκισμός] ειδικά γι’ αυτή την ομάδα που αισθάνεται ότι έχει μείνει “εκτός” και αποτελεί έτσι αντανάκλαση του αισθήματος αποξένωσης και δυσαρέσκειας που νιώθουν. Κατ’ επέκταση μιλάει επίσης εναντίον των άλλων τομέων της κοινωνίας που κρίνει ότι ήταν συνυπεύθυνοι στο να επιτρέψουν να επέλθει αυτή η έλλειψη εκπροσώπησης, στην κατασκευή αυτής της περιθωριοποίησης και την αφαίρεση των δικαιωμάτων των “απλών ανθρώπων”, οι οποίοι, συνήθως, δεν έχουν καμία άλλη απαίτηση από το κράτος εκτός από το να τους επιτραπεί να ζήσουν τη ζωή τους ως έχουν».  Στο στόχαστρο του λαϊκισμού ως δήθεν συνυπαίτιοι αυτής της περιθωριοποίησης δεν αποκλείεται να βρίσκονται, μεταξύ άλλων, και ακαδημαϊκοί που, μολονότι δεν αποτελούν μέρος της κυβερνητικής εξουσίας, εντούτοις συσχετίζονται με αυτήν με το να την συμβουλεύουν κατά διαστήματα.

Επεκτείνοντας την ανωτέρω σκέψη του στο πεδίο της ποινικής δικαιοσύνης ο Pratt παρατηρεί πως αυτή η σχέση ευνοημένου-αδικημένου μεταφράζεται ως εύνοια των εγκληματιών εις βάρος των νομοταγών πολιτών, οι οποίοι θεωρούν ότι το σύστημα απονομής ποινικής δικαιοσύνης, αντί να απονέμει δικαιοσύνη και να εγγυάται την ασφάλεια είναι εν τέλει υπεύθυνο για την υπονόμευση αυτών: «Σε αυτό το πλαίσιο, ο ποινικός λαϊκισμός αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο οι εγκληματίες και οι κρατούμενοι πιστεύεται ότι έχουν ευνοηθεί εις βάρος των θυμάτων του εγκλήματος ειδικότερα και των νομοταγών πολιτών εν γένει. Τρέφεται από τις εκφράσεις θυμού και απογοήτευσης από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Το θεωρεί υπεύθυνο για αυτό που φαίνεται να έχει αποτελέσει την ύπουλη αντιστροφή των κοινών προτεραιοτήτων: την προστασία της ευημερίας και της ασφάλειας των “απλών ανθρώπων”, τιμωρώντας εκείνους των οποίων τα εγκλήματα τις θέτουν σε κίνδυνο».

Τα ανωτέρω χαρακτηριστικά του ποινικού λαϊκισμού αξιοποιούνται από το κυρίαρχο ρεύμα στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία με τη σειρά τους δεν επενδύουν απλώς συγκυριακά σε αυτό το φαινόμενο αλλά είναι συνυπαίτια για τη διατήρησή του εξαιτίας της δυνατότητας που έχουν να μεταχειρίζονται την πληροφόρηση περί την απονομή της δικαιοσύνης ωσάν οποιοδήποτε άλλο εμπορικό προϊόν, στοχεύοντας στην ευθυγράμμιση με τις προτιμήσεις του κοινού και κατ’ επέκταση στην ευθυγράμμιση με τις απαιτήσεις της εξουσίας, η οποία καθοδηγεί το κοινό, χάριν επίτευξης κέρδους. Αποτυπώνεται, έτσι, ευδιάκριτα ο φαύλος κύκλος της ανατροφοδότησης και εργαλειοποίησης  προς την κατεύθυνση, βεβαίως, της άσκησης πολιτικής προς ίδιον όφελος και όχι της δήθεν διακηρυσσόμενης βελτιωτικής επέμβασης στην ποινική δικαιοσύνη.

  1. Το από 17.02.2024 άρθρο του Γ. Φλωρίδη ως υπόδειγμα εφαρμογής της θεωρίας στην πράξη 

Εφαρμόζοντας τις διαπιστώσεις της θεωρίας στο από 17.02.2024 δημοσιευθέν άρθρο του κ. Γ. Φλωρίδη εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο Υπουργός παρέδωσε μαθήματα εφαρμοσμένου ποινικού λαϊκισμού:

Α) Επικαλείται ευθύς εξαρχής  το «διάχυτο και έντονο αίσθημα της ατιμωρησίας και της ανασφάλειας στην ελληνική κοινωνία, ενώ τα ζητήματα της ασφάλειας είναι πολύ ψηλά στην ιεράρχηση των θεμάτων που απασχολούν τους Έλληνες πολίτες»: η γενικόλογη θέση της ασφάλειας πολύ ψηλά στην ιεράρχηση των πολιτών ευνοεί την αποδοχή ως κοινά αποδεκτής αυτής της διαπίστωσης και την μη αμφισβήτησή της ενώ ταυτόχρονα είναι αυτή η προερχόμενη από την εξουσία ιεράρχηση που θέτει την ατζέντα και την προκαλεί λειτουργώντας ως «αυτοεκπληρούμενη προφητεία» για λόγους προβλέψιμης άσκησης πολιτικής. Επιβεβαιώνεται, έτσι, εν τοις πράγμασιν η διαχρονικότητα της διαπίστωσης περί της φαινομενικής «αυθεντίας» του λαού, ο οποίος συντηρεί την πραγματική αυθεντία της εξουσίας: «Οι λαϊκιστές πολιτικοί πρώτα σχηματίζουν την δημόσια γνώμη και, εν συνεχεία, ανειλικρινώς τη συμβουλεύονται».

Παραλείπει, βεβαίως, ο Υπουργός που τόσο κόπτεται για την ησυχία, τάξη και ασφάλεια του λαού να εξειδικεύσει πόσο ψηλά στην ιεράρχηση των Ελλήνων πολιτών βρίσκεται η τελευταία εν συγκρίσει με τα υπόλοιπα φλέγοντα ζητήματα όπως είναι ενδεικτικώς: η τρώση του Κράτους Δικαίου με την υπόθεση του σκανδάλου των υποκλοπών δημοσιογράφων και πολιτικών της αντιπολίτευσης που ήρθε στο φως της δημοσιότητας, ο κλονισμός της εμπιστοσύνης μέρους του ελληνικού λαού στην ανεξαρτησία της ελληνικής δικαιοσύνης εξαιτίας παρεμβάσεων από κυβερνητικούς παράγοντες, όπως αυτός προκύπτει από το Ευρωβαρόμετρο FL519 αναφορικά με την αντίληψη της δικαστικής ανεξαρτησίας από το ευρύ κοινό, η υποχώρηση της Ελλάδας κατά τρεις βαθμούς και η 59η θέση με 49 βαθμούς σύμφωνα με τον Δείκτη Αντίληψης Διαφθοράς της Διεθνούς Διαφάνειας για το 2023, η θλιβερή επίδοση της χώρας μας στον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου (2023), οι ανησυχίες για την ποιότητα και διαφάνεια της Καλής Νομοθέτησης εξαιτίας συχνών αλλαγών στη νομοθεσία και ανεπαρκούς χρόνου δημόσιας διαβούλευσης σύμφωνα με την Έκθεση έτους 2023 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την κατάσταση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα. Πάντα δε τα ανωτέρω μας επιτρέπουν να διατυπώσουμε τη γνώμη ότι απέχουμε από το να αποτελούμε ευνομούμενη πολιτεία και οπωσδήποτε δεν ευθύνεται ο νέος ΠΚ για όλα αυτά.

Β) Εστιάζοντας στους «κυρίους Ποινικολόγους» με αναφορά ειδική σε αυτούς που συμμετείχαν στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή για το νέο ΠΚ το 2019 και την αδιανόητη φρασεολογία «συντάκτες του Ποινικού Κώδικα του ΣΥΡΙΖΑ», σκόπιμα καθιστά ένα νομοθέτημα μέσο κομματικής αντιπαράθεσης, παραγνωρίζοντας πως η εφαρμογή του δικαίου (οφείλει να) είναι ιδεολογικώς ουδέτερη, ο δε νέος ΠΚ παρήχθη σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διαδικασίες δημιουργίας των νόμων εν Ελλάδι εν αντιθέσει με το επίδικο ψηφισθέν νομοσχέδιο, ο εμπνευστής του οποίου παραμένει αόρατος και μας προκαλεί να αμφισβητούμε τις ευγενείς προθέσεις αυτής της ανωνυμίας. Την ίδια στιγμή ο κ. Υπουργός φαίνεται να προτάσσει την αντιπαράθεσή του με ορισμένα μέλη της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής ως δικαίωσης του «τι κάνουμε», αυτός δε ο πληθυντικός εμπεριέχει πάντα ως δήθεν ισότιμο συνομιλητή τον λαό, όπως προκύπτει από τη διατύπωση: «Η κυβέρνηση απευθύνθηκε στην ελληνική κοινωνία λέγοντας ότι είναι η ώρα […] να κοιτάξουμε και τα δικαιώματα των θυμάτων, τα δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών που θέλουν να ζουν ειρηνικά και με ασφάλεια».

Βεβαίως, όλα τα ανωτέρω αποδεικνύουν την εργαλειοποίηση του ΠΚ προς την κατεύθυνση της πολιτικής απαξίωσης του ΣΥΡΙΖΑ, επαληθεύοντας με τον πλέον απροκάλυπτο τρόπο την διαπίστωση του Garland: «[…] ο ποινικός λαϊκισμός δεν αποτελεί πολιτική, είτε τιμωρητική είτε όχι. Είναι, αντίθετα, ένας τρόπος επιχειρηματολογίας υπέρ ή ένας τρόπος εκπροσώπησης της πολιτικής, μια διακριτή μορφή πολιτικού λόγου (και πρακτικής) που ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί “το λαό” και έχει σχεδιαστεί για να προσελκύσει το λαϊκό ακροατήριο».

Γ) Δηλώνοντας ο κ. Φλωρίδης «[…] Ας έρθουμε στη θέση του γιατρού ή του νοσηλευτή  που «λιώνει» κατά την εφημερία του δημόσιου νοσοκομείου και δέχεται απρόκλητη επίθεση από τον οποιοδήποτε νομίζει ότι δεν εξυπηρετείται έγκαιρα. Στη θέση του διασώστη του ΕΚΑΒ που υφίσταται βιαιοπραγία γιατί δήθεν άργησε κι ας μην μπορούσε να κινηθεί γρήγορα το ασθενοφόρο στην κυκλοφορίας. […] στη θέση των συγγενών των θυμάτων του φοβερού δυστυχήματος των Τεμπών, που αγωνιούν για τον χρόνο που θα γίνει η δίκη. Ε, λοιπόν, ο νέος κακός Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, προβλέπει ότι η δίκη αυτή μπορεί να ξεκινήσει τον Ιούνιο, κάτι πρωτοφανές στην Ελλάδα, επειδή καταργεί την προδικασία των βουλευμάτων σε τέτοιες υποθέσεις»  επενδύει ξεκάθαρα στο συναίσθημα, στην απογοήτευση και τον θυμό των Ελλήνων πολιτών για την ομολογουμένως προβληματική καθημερινότητα που βιώνουμε, αποπροσανατολίζοντας, ωστόσο, την κοινή γνώμη από τις πραγματικές αιτίες των προβλημάτων και καθοδηγώντας την ώστε να  θεωρεί τον νέο ΠΚ ως πηγή όλων των κοινωνικών δεινών! Αυτό επιτυγχάνεται με τους εξής τρόπους:

α) με την εμφάνιση μεμονωμένων περιστατικών, όπως αυτό της βιαιοπραγίας διασώστη του ΕΚΑΒ, ως συνήθων ενώ είναι η εξαίρεση,

β) με την μετατόπιση του κέντρου βάρους από τις παθογένειες του ΕΣΥ που αναδεικνύει η εικόνα του γιατρού που «λιώνει κατά την εφημερία» στο μεμονωμένο περιστατικό της απρόκλητης επίθεσης κατ’ αυτού,

γ) με την εξοργιστική εστίαση στη δήθεν επιτάχυνση της εκδίκασης της υπόθεσης του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών, την έναρξη της οποίας ο κ. Υπουργός προσδιορίζει με «προφητικό» χάρισμα τον Ιούνιο μολονότι ακόμη είναι εν εξελίξει η κυρία ανάκριση ενώπιον του Ειδικού Εφέτη Ανακριτή Λάρισας, ενώ η μόνη επιβεβλημένη προσέγγιση εν προκειμένω (οφείλει να) είναι ότι σε ένα ευνομούμενο κράτος αυτό το δυστύχημα δεν θα είχε συμβεί ποτέ διότι θα είχαν τεθεί σε λειτουργία τα αναγκαία συστήματα αυτόματης προστασίας των συρμών, τα οποία «σκόνταψαν» στο από μακρού χρόνου «ράβε-ξήλωνε» των καθυστερήσεων και παρατάσεων υλοποίησης των επίδικων συμβάσεων! Οποία υποκρισία!

Δ) Προσδιορίζοντας με χρήση εισαγωγικών το «ιερό πρόσωπο του κατηγορουμένου» και ταυτίζοντάς το με την  «προστασία των δικαιωμάτων των εγκληματιών» ευτελίζει ολόκληρο τον νομικό μας πολιτισμό, θεμελιώδης κατάκτηση του οποίου υπήρξε το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου και ο εξοπλισμός της θέσης του με δικονομικές εγγυήσεις και δικαιώματα. Για να θυμηθούμε τον Βολταίρο στο φιλοσοφικό του μυθιστόρημα «Ζαντίγκ ή το Πεπρωμένο»: «Κάλλιο να ριψοκινδυνεύσεις για να σώσεις έναν ένοχο παρά να καταδικάσεις έναν αθώο». Ελπίζουμε ότι κι αν δεν έχει διαβάσει το συγκεκριμένο έργο ο κ. Υπουργός, τουλάχιστον το έχει ακουστά….

Δυστυχώς, με τη φιλοσοφία που αναδεικνύεται στο επίμαχο άρθρο δια της υποβάθμισης του ρόλου των ποινικολόγων και της ένταξής τους στην γκρίζα ζώνη φαινομένων αδιαφάνειας και κομματικών αντιπαραθέσεων, της νομιμοποίησης της ευθείας καταστρατήγησης της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας, της αδιαφορίας για τη βαρύτητα του θεσμικού ατοπήματος που συνιστά η δήλωση ενός Υπουργού αναφορικά με το χρονικό σημείο έναρξης μίας δίκης, σε ουδεμία εξάλειψη των κακώς κειμένων στην ελληνική δικαιοσύνη μπορεί να αποβλέπει κανείς: αντιθέτως, ο μέσος πολίτης βεβαιώνεται ότι σε αυτή τη χώρα η απαξίωση των νόμων και των θεσμικών διαδικασιών ξεκινάει από την ίδια την εξουσία και διαχέεται απενοχοποιημένα προς τα κάτω.

*Μαρίνα Θ. Σκούμπου, Δικηγόρος, Υπ. Δρ. Ποινικού Δικαίου ΕΚΠΑ

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ