Κυριακή 05 Μαϊου 2024

“Φρένο” σε αναδρομική ισχύ νομοθετικών διατάξεων σε εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις – Παραβίαση πρόσβασης σε δικαστήριο η (εκ των υστέρων) συντομότερη προθεσμία άσκησης προσφυγής

Τι κατήγγειλαν οι προσφεύγοντες για την απόρριψη των αιτήσεων τους ως εκπρόθεσμες, μετά τις νέες ρυθμίσεις. Η δικαίωση και η καταβολή αποζημίωσης.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
“Φρένο” σε αναδρομική ισχύ νομοθετικών διατάξεων σε εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις – Παραβίαση πρόσβασης σε δικαστήριο η (εκ των υστέρων) συντομότερη προθεσμία άσκησης προσφυγής Freepik

Η αναδρομική εφαρμογή νέας συντομότερης προθεσμίας άσκησης προσφυγής σε εκκρεμή δικαστική υπόθεση συνιστά παραβίαση των δικαιωμάτων των προσφευγόντων επισημαίνει δικαστική απόφαση που βάζει «φρένο» σε νομοθετικές διατάξεις.

Αυτή είναι η διαπίστωση του Δικαστηρίου σχετικά με απόφαση των εθνικών αρχών να προχωρήσουν στη θεσμοθέτηση νέων διατάξεων, βάσει των οποίων εισήγαγαν νέα προθεσμία για την υποβολή προσφυγών στα διοικητικά δικαστήρια, η οποία εφαρμόστηκε και στις εκκρεμείς διαδικασίες όσων είχαν ήδη ασκήσει προσφυγές και εκκρεμούσαν οι υποθέσεις τους.

Πρόκειται για κρίση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), όπου οι προσφεύγοντες σε αυτό δικαιώθηκαν και μάλιστα ορίστηκε και αποζημίωση για ηθική βλάβη από τις γαλλικές αρχές.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι «η άμεση εφαρμογή σε εν εξελίξει διαδικασίες αυτού του νέου κανόνα σχετικά με την προθεσμία προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια, ο οποίος, για τους προσφεύγοντες, ήταν τόσο απρόβλεπτος κατ ‘αρχήν όσο και απρόσβλητος στην πράξη, είχε περιορίσει την πρόσβασή τους σε δικαστήριο σε τέτοιο βαθμό ώστε να θίγεται η ίδια η ουσία του δικαιώματος».

«Φρένο» σε νομοθετικές διατάξεις: «Δεν μπορούσε να καταλογιστεί διαδικαστικό σφάλμα στους προσφεύγοντες κατά τον χρόνο κατάθεσης των προσφυγών τους πρωτοδίκως»

Όπως αναφέρει η απόφαση του ΕΔΔΑ «κατά τον χρόνο κατά τον οποίο οι προσφεύγοντες είχαν καταθέσει τις αντίστοιχες προσφυγές τους ενώπιον των πρωτοβάθμιων διοικητικών δικαστηρίων, οι κανόνες σχετικά με την προθεσμία παραγραφής και τη δυνατότητα εφαρμογής της διέπονταν από τις διατάξεις των άρθρων …του Κώδικα για τις σχέσεις μεταξύ του κοινού και της διοίκησης. Επιπλέον, υπήρχε πάγια διοικητική νομολογία η οποία αποσαφήνιζε τα κριτήρια εφαρμογής της σχετικής προθεσμίας και επέτρεπε την επ’ αόριστον άσκηση προσφυγών κατά ατομικών διοικητικών αποφάσεων».

«Φρένο» σε νομοθετικές διατάξεις

Unsplash

Στην κρίση του, παρατήρησε επίσης ότι «ο νέος λόγος απαραδέκτου που προέκυψε από την απόκλιση από το προηγούμενο είχε αποδειχθεί μετά την ημερομηνία κατάθεσης της πρωτοβάθμιας προσφυγής κάθε προσφεύγοντος. Επομένως, η άμεση εφαρμογή στην εν εξελίξει διαδικασία του νέου κανόνα σχετικά με την προθεσμία προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια σήμαινε ότι ο λόγος απαραδέκτου είχε εφαρμοστεί αναδρομικά σε όλους τους προσφεύγοντες».

Για το λόγο αυτό το ΕΔΔΑ σημειώνει πως «διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να καταλογιστεί διαδικαστικό σφάλμα στους προσφεύγοντες όσον αφορά την κρίσιμη προθεσμία κατά τον χρόνο κατάθεσης των προσφυγών τους πρωτοδίκως».

ΕΔΔΑ: «Δεν μπορούσαν να προβλέψουν τις αλλαγές»

Το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «δεν μπορούσε να προβλεφθεί ότι οι προσφυγές των προσφευγόντων στα διοικητικά δικαστήρια, οι οποίες είχαν υποβληθεί πριν από την απόκλιση της απόφασης Czabaj από το προηγούμενο, θα απορρίπτονταν ως εκπρόθεσμες λόγω της αναδρομικής εφαρμογής της νέας προθεσμίας που προέκυψε από την απόφαση αυτή».

Επιπλέον, επισήμανε ότι οι ενδεχόμενες παρατηρήσεις τους δεν ήταν ικανές να παρατείνουν την «εύλογη προθεσμία» που είχε ορίσει, κατά κανόνα, η νέα αυτή απόφαση σε ένα έτος. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εφαρμογή στις εν εξελίξει διαδικασίες του νέου κανόνα σχετικά με την προθεσμία προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια, ο οποίος, για τους προσφεύγοντες, ήταν τόσο απρόβλεπτος κατ’ αρχήν όσο και απρόσβλητος στην πράξη, είχε περιορίσει την πρόσβασή τους σε δικαστήριο σε τέτοιο βαθμό ώστε να θιγεί η ίδια η ουσία του δικαιώματος αυτού».

Το ιστορικό της υπόθεσης: Η υπόθεση που άλλαξε τις προθεσμίες προσφυγών

Οι προσφεύγοντες είναι 16 Γάλλοι και δύο Αλγερινοί υπήκοοι. Στις 13 Ιουλίου 2016, η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας  στην υπόθεση Czabai εισήγαγε νέα προθεσμία για την υποβολή προσφυγών στα διοικητικά δικαστήρια, η οποία εφαρμόστηκε και στις εκκρεμείς διαδικασίες των προσφευγόντων ενώπιον των δικαστηρίων αυτών. Τρεις προσφυγές κηρύχθηκαν απαράδεκτες βάσει της απόφασης Czabai.

Ο Meynier είχε ζητήσει από το διοικητικό δικαστήριο της Rennes να ακυρώσει διοικητική απόφαση περί καθορισμού μορίων από την άδεια οδήγησής του. Η προσφυγή υποβλήθηκε στις 24 Ιουλίου 2014, τέσσερα έτη μετά την κοινοποίηση της απόφασης.

Ο R. Trani είχε προσφύγει στο διοικητικό δικαστήριο της Bastia ζητώντας την επανεξέταση των διοικητικών αποφάσεων που είχαν ως αποτέλεσμα την απαλλοτρίωση οικοπέδων που του ανήκαν. Η προσφυγή αυτή υποβλήθηκε στις 22 Ιουνίου 2013, ήτοι 26 έτη μετά την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης διάταξης.

Τέλος, ο M. Maillard είχε ζητήσει από το διοικητικό δικαστήριο της Lilleνα επανεξετάσει τις αποφάσεις σχετικά με τον διορισμό του στον βαθμό του φορολογικού επιθεωρητή και την ανακατάταξη της θέσης του σε εκείνη του επιθεωρητή δημοσίων οικονομικών. Η προσφυγή κατατέθηκε στις 18 Ιουνίου 2014, σχεδόν τρία έτη αφότου ο προσφεύγων ενημερώθηκε για τις αποφάσεις.

Τα διοικητικά δικαστήρια της Rennes, της Bastia και της Lille είχαν απορρίψει τις αντίστοιχες προσφυγές των προσφευγόντων με την αιτιολογία ότι δεν είχαν υποβληθεί εντός της εύλογης προθεσμίας που είχε ταχθεί για την προσφυγή στα δικαστήρια αυτά. Οι αποφάσεις αυτές επικυρώθηκαν κατ’ έφεση από το Διοικητικό Εφετείο και από το Conseil d’ État.

Από τους υπόλοιπους 15 προσφεύγοντες, 3 προσφυγές κηρύχθηκαν απαράδεκτες στο εφετείο, βάσει της απόφασης Czabai. Μετά την παρέλευση 14 ετών, ο L. Legros είχε ζητήσει το δικαστικό έλεγχο απόφασης με την οποία ένας δήμος είχε ασκήσει το δικαίωμά του κυριότητας επί ακινήτου που του ανήκε. Το διοικητικό δικαστήριο του Cergy-Pontoise, ενώπιον του οποίου είχε προσφύγει στις 11 Δεκεμβρίου 2013, έκανε δεκτό το αίτημά του. Εντούτοις, η απόφαση αυτή ακυρώθηκε από το διοικητικό εφετείο των Βερσαλλιών, με το σκεπτικό ότι η προσφυγή δεν είχε κατατεθεί πρωτοδίκως εντός της εύλογης προθεσμίας που είχε ταχθεί προς τούτο.

Μετά την παρέλευση σχεδόν δύο ετών, η M. Baclet ζήτησε δικαστικό έλεγχο της απόφασης με την οποία ο πρόεδρος του συμβουλίου του νομού Alpes-Maritimes κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της. Το διοικητικό δικαστήριο της Νίκαιας, ενώπιον του οποίου είχε προσφύγει στις 24 Ιουνίου 2016, απέρριψε την προσφυγή της επί της ουσίας, χωρίς να αποφανθεί επί του παραδεκτού της. Στη συνέχεια, το διοικητικό εφετείο της Μασσαλίας απέρριψε την προσφυγή του προσφεύγοντος με το σκεπτικό ότι η προσφυγή που είχε κατατεθεί στο διοικητικό δικαστήριο της Νίκαιας είχε υπερβεί κατά περίπου 10 μήνες τον εύλογο χρόνο που είχε διαταχθεί για τον σκοπό αυτό.

«Φρένο» σε νομοθετικές διατάξεις

freepik

Μετά την παρέλευση τριετίας, η Koulla ζήτησε από το διοικητικό δικαστήριο της Lille να επανεξετάσει τις αποφάσεις με τις οποίες ο  δήμος αρνήθηκε να αναγνωρίσει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ασθένειας της και των συνθηκών εργασίας. Μολονότι το δικαστήριο αυτό, ενώπιον του οποίου είχε προσφύγει στις 4 Νοεμβρίου 2013, είχε κρίνει την προσφυγή της παραδεκτή, το διοικητικό εφετείο του Douai δεν κύρωσε την απόφαση αυτή με το σκεπτικό ότι δεν είχε κατατεθεί εντός εύλογης προθεσμίας. Στη συνέχεια, και οι τρεις εφετειακές αποφάσεις επικυρώθηκαν από το Conseil d’ État.

Τέλος, οι αιτήσεις Αναίρεσης των υπόλοιπων 12 προσφευγόντων κρίθηκαν απαράδεκτες βάσει της αποφάσεως Czabai. Όλοι αυτοί οι προσφεύγοντες είχαν απολυθεί από τους εκκαθαριστές της εταιρείας της οποίας ήταν υπάλληλοι. Ο επιθεωρητής εργασίας είχε εγκρίνει την απόλυσή τους και η απόφαση αυτή είχε επικυρωθεί από τον Υπουργό Κοινωνικών Υποθέσεων, Απασχόλησης και Αλληλεγγύης. Έξι έτη μετά την κοινοποίηση των δύο αυτών αποφάσεων, οι προσφεύγουσες ζήτησαν από το διοικητικό δικαστήριο της Lille να τις ακυρώσει, με προσφυγές που κατέθεσαν στις 24 Απριλίου 2012 και στις 6 Δεκεμβρίου 2012. Τα αιτήματα αυτά έγιναν δεκτά από το δικαστήριο αυτό και, στη συνέχεια, από το διοικητικό εφετείο του Douai. Εντούτοις, κατόπιν αιτήσεως αναίρεσης, το Conseil d’ État  έκρινε ότι οι προσφυγές που άσκησαν οι προσφεύγοντες ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου ήταν εκπρόθεσμες. Το Conseil d’ État είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι αιτήσεις αυτές ήταν απαράδεκτες λόγω εκπρόθεσμης υποβολής τους.

Πηγή: www.echrcaselaw.com

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ