Σάββατο 04 Μαϊου 2024

Σουζάνα Κλημεντίδη: Ιατρική αμέλεια και ευθύνες

Συμπερασματικά, το δικαστήριο σε υποθέσεις ιατρικής αμέλειας, έχοντας διαμορφώσει την απαιτούμενη δικανική πεποίθηση, θα ακολουθήσει το παραπάνω σκεπτικό, ώστε να θεμελιωθεί η αστική ή ποινική ευθύνη του ιατρού, ακόμη μάλιστα και η αστική ευθύνη του δημοσίου, εάν πρόκειται για γιατρό δημόσιου θεραπευτηρίου, ο οποίος συνδέεται λειτουργικά με τον κρατικό μηχανισμό.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Σουζάνα Κλημεντίδη: Ιατρική αμέλεια και ευθύνες dikastiko.gr

Η ιατρική αμέλεια αποτελεί ένα σύνθετο πεδίο στο πλαίσιο της νομικής επιστήμης και η κατάφαση της ευθύνης για ιατρικό σφάλμα δεν είναι μια υπόθεση με ευχερή χαρακτηριστικά. Παρόλα αυτά, ένα αχαρτογράφητο μέχρι πριν από λίγα χρόνια πεδίο, έχει γνωρίσει σημαντική θεωρητική και νομολογιακή άνθηση, με αποτέλεσμα να έχουν αχθεί ενώπιον της δικαιοσύνης αρκετές (αστικές, ποινικές και διοικητικού δικαίου) υποθέσεις εξαιτίας ιατρικής αμέλειας. Πώς όμως αντιμετωπίζονται στην πράξη οι συγκεκριμένες υποθέσεις;

Εν πρώτοις, από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β’, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ήκαι ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και της θεμελιώδους δικαιικής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς – απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλλε, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επέλευσής του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η συνδρομή των πιο πάνω προϋποθέσεων θεμελιώνει και την αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία που προκαλείται από αυτόν κατά την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών του.

Ειδικότερα, απότις διατάξεις του άρθρο 24 του α.ν. 1565/1939 «περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος», σε συνδυασμό με τα άρθρα 330,652 και 914 ΑΚ, προκύπτει ότι ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημίαπου έπαθεο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλειά του, ακόμη και ελαφριά, αν κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων παρέβη την υποχρέωσή του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και δεν επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια, δηλαδή αυτή που αναμένεται από το μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του. Αντίθετα, ουδεμία ευθύνη υπέχει εάν ενήργησε σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης (lege artis) και ειδικότερα όπως θα ενεργούσε, κάτω από τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και τα μέσα που θα είχε στη διάθεση του κάθε συνετός και επιμελής ιατρός. Σύμφωνα με τούτη τη θεώρηση, ο ιατρός που προκαλεί με πράξη του βλάβη στον ασθενή παρανομεί, δεν ευθύνεται σε αποζημίωση εφόσον δεν έχει διαπράξει σφάλμα, επειδή δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα. Ειδικότερα, στην περιοχή της ιατρικής αμέλειας αυτή μπορεί να εμφανίζεται υπό τις εξής μορφές: α) είτε ως εσφαλμένη διάγνωση ή μη διάγνωση μιας νόσου που οφείλεται στη μη συμμόρφωση προς τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και έχει ως συνέπεια τη μη αντίληψη και μη κοινοποίηση του κινδύνου που αποτελεί το έννομο αγαθό της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας και υγείας, β) είτε ως εσφαλμένη πλημμελής θεραπευτική αγωγή, διαδικασία δηλαδή που αποσκοπεί στην ίαση του ασθενούς κατά τρόπο παρακάμπτοντας τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, δηλαδή συγκεκριμένα η αμέλεια του ιατρού μπορεί να θεμελιωθεί σε σφάλμα περί την εκλογή της θεραπείας, λόγω της οποίας και επέρχεται κακό στον ασθενή, είτε αυτό οφείλεται σε άγνοια της προσήκουσας για την περίπτωση θεραπείας ή γενικά ενεργείας, είτε γιατί επέλεξε μέθοδο και θεραπεία η οποία, κατά τις γενικά κρατούσες αρχές της ιατρικής επιστήμης, δεν ήταν για την περίπτωση, γ) είτε ως μη παραπομπή του ασθενούς σε ειδικό θάλαμο και την ανάληψη της διεξαγωγής ενός διαγνωστικού ή θεραπευτικού ελέγχου, χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητες ειδικές γνώσεις και ικανότητες ήτα κατάλληλα διαγνωστικά μέσα και δ) είτε ως μη εκπλήρωση καθήκοντος ιατρικής μέριμνας και επιμέλειας. Μάλιστα, η αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για τη ζημία που προκάλεσε σε ασθενή κατά την παροχή σ’ αυτόν των ιατρικών υπηρεσιών του εμπίπτει και στη ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρο 8 του ν. 2251/1994 «για την προστασία των καταναλωτών», που καθιερώνει νόθο αντικειμενική ευθύνη για τον υπαίτιο ιατρό, αφού και αυτός παρέχει τις ιατρικέςυπηρεσίες του κατά τρόπο ανεξάρτητο, δηλαδή δεν υπόκειται σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του ασθενούς, αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει ο ίδιος τον τρόπο της παροχής των υπηρεσιών του. Για τη θεμελίωση της ιατρικής ευθύνης απαιτείται παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρόνως, με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας. Έτσι, αν, στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξης, παραβιαστούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης και οι απορρέουσες από το γενικό καθήκον πρόνοιας και ασφάλειας υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και, συγχρόνως, υπαίτια.

Συμπερασματικά, το δικαστήριο σε υποθέσεις ιατρικής αμέλειας, έχοντας διαμορφώσει την απαιτούμενη δικανική πεποίθηση, θα ακολουθήσει το παραπάνω σκεπτικό, ώστε να θεμελιωθεί η αστική ή ποινική ευθύνη του ιατρού, ακόμη μάλιστα και η αστική ευθύνη του δημοσίου, εάν πρόκειται για γιατρό δημόσιου θεραπευτηρίου, ο οποίος συνδέεται λειτουργικά με τον κρατικό μηχανισμό.

*Της Σουζάνας Κλημεντίδη, Δικηγόρου

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr