Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024

Δημήτρης Γκαβέλας: Νομοσχέδιο για τους Ποινικούς Κώδικες – Ωφελέειν ή βλάπτειν;

Δεν αμφισβητούνται οι προθέσεις. Η διαδικασία αμφισβητείται και η αποτελεσματικότητα των διατάξεων

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Δημήτρης Γκαβέλας: Νομοσχέδιο για τους Ποινικούς Κώδικες – Ωφελέειν ή βλάπτειν; dikastiko.gr

Το Υπουργείο Δικαιοσύνης «παρεμβαίνει» στον Ποινικό Κώδικα και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προκειμένου, όπως ευαγγελίζεται, να επιτύχει την ουσιαστικότερη, αποτελεσματικότερη και αμεσότερη διεξαγωγή της ποινικής δίκης, την ενίσχυση της εγκληματοπροληπτικής λειτουργίας της ποινής μέσω των αρχών της γενικής και ειδικής πρόληψης και την οικονομία της ποινικής διαδικασίας. Οι «παρεμβάσεις» είναι σαρωτικές. Εξετάζεται, εάν ωφελούν ή βλάπτουν μέσα από το πρίσμα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε αλλά και της ουσίας των ίδιων των «παρεμβάσεων».

Η πρώτη διαπίστωση αφορά στον άγνωστο παράγοντα – συντάκτη των «παρεμβάσεων». Η διαφάνεια της κρατικής δράσης είναι διαχρονικά το ζητούμενο. Εν προκειμένω η διαδικασία της σύνταξης του σχεδίου νόμου παραμένει «αδιαφανής», διότι δεν ανακοινώνονται τα φυσικά πρόσωπα που επεξεργάστηκαν το νομοθέτημα, ώστε να αξιολογηθεί η επαγγελματική τους ιδιότητα και η πρότερη εμπειρία τους.

Η δεύτερη διαπίστωση αφορά στο ότι «παρεμβαίνει» ο ίδιος νομοθέτης με πρωτοβουλία της ίδιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας για πολλοστή φορά στο δικό του έργο… Οδηγούμαστε αναντίρρητα σε συμπέρασμα περί την προχειρότητα του νομοθετείν.

Η τρίτη διαπίστωση αφορά στην σκοπιμότητα που πράγματι υπηρετείται (και όχι αυτή που ευαγγελίζεται το νομοθέτημα ότι εξυπηρετεί). Η αυστηροποίηση των ποινών καταδεικνύει την τιμωρητική πρόθεση της Πολιτείας. Αυτό συνεπάγεται άμεσα ομολογία αποτυχίας της Πολιτείας στο μείζον ζήτημα της αύξησης της εγκληματικότητας. Φαίνεται ότι η Πολιτεία έτεινε ευήκοον ους στο «αίτημα» μειοψηφιών (που αγνοούν βασικές αρχές που διέπουν το κράτος δικαίου και τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της Δημοκρατίας) για εκδίκηση και αυτοδικία. Η εκ νέου πρόβλεψη της εξαγοράς της ποινής επαναφέρει στο προσκήνιο την άποψη που είχε εμπεδωθεί στον πολίτη: εάν μπορώ να πληρώσω, μπορώ και να παραβιάζω τον ποινικό νόμο…Το πρόκριμα έπρεπε να δοθεί στην παροχή κοινωφελούς εργασίας που προβλέφθηκε ως κύρια ποινή, αλλά από τότε που προβλέφθηκε δεν εφαρμόζεται…

Η τέταρτη διαπίστωση αφορά στην επιδίωξη συρρίκνωσης της προδικασίας. Εάν η Πολιτεία δεν αγωνιά για την ενάσκηση και εξασφάλιση των δικαιωμάτων, δεν επιδεικνύει η ίδια σεβασμό στον χαρακτήρα μιας δίκαιης δίκης. Με τον τρόπο αυτό διαπαιδαγωγούνται οι πολίτες στην ισοπεδωτική αντίληψη, στον τιμωρητικό ακτιβισμό, στην αμφισβήτηση της ίδιας της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Εάν σπείρει ανέμους φοβούμαι ότι θα θερίσει θύελλες…

Η πέμπτη διαπίστωση αφορά στην εμπιστοσύνη που φαίνεται να μην έχει ο νομοθέτης στον Δικαστή. Η προβληματική επικάλυψη της δικαστικής από την νομοθετική λειτουργία καθίσταται φανερή από την πρόβλεψη περί μη δυνατότητας χορήγησης αναστολής, μετατροπής ή χορήγησης αναστέλλουσας δύναμης στην ασκηθησόμενη έφεση σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Στο κράτος δικαίου και κατά την σχετική συνταγματική επιταγή ο Δικαστής αποφασίζει ελεύθερα με βάση τον νόμο και το πλαίσιο που του παρέχει ο νόμος. Εν προκειμένω, η ελευθερία του Δικαστή περιορίζεται, διότι ο νομοθέτης «αποφασίζει» για λογαριασμό του δικαστή.

Η έκτη διαπίστωση αφορά στην επαναφορά του «προτέρου εντίμου βίου» (πρόβλεψη με ηθικολογικό χαρακτήρα) αντί του ορθολογικότερου και αντικειμενικά διαγνώσιμου κριτηρίου του «συννόμου βίου». Εν προκειμένω ο νομοθέτης επαναφέρει αδιαφανές και δυσχερώς διαγνώσιμο κριτήριο με αποτέλεσμα να προκαλεί αίσθημα ανασφάλειας, καθόσον πλέον θα αναγνωρίζεται η εν λόγω ελαφρυντική περίσταση με βάση τον βαθμό αυστηρότητας ή επιείκειας του δικαστή (που αλλάζει από πρόσωπο σε πρόσωπο), από την στιγμιαία του διάθεση και την (ανθρώπινη) ιδιομορφία του (όπως χαρακτηριστικώς είχε επισημάνει ο Αλέξανδρος Κατσαντώνης). Με αυτό τον τρόπο υποχωρεί το αίσθημα εμπιστοσύνης στην Δικαιοσύνη. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου συγκροτήθηκε και ερμήνευσε τον «σύννομο βίο» (έστω και εάν εμφιλοχώρησαν στην σχετική απόφαση και σκέψεις κατακριτέες). Ο άγνωστος συντάκτης «γνωρίζει καλύτερα» από τον Δικαστή.

Η έβδομη διαπίστωση αφορά στην «παρέμβαση» του νομοθέτη αναφορικά με το ποιος μπορεί να θεωρηθεί «τρίτος» στο έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Και πάλι συγκροτήθηκε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου και επέλυσε το σχετικό ζήτημα. Όμως ο «άγνωστος» συντάκτης του νομοσχεδίου «γνωρίζει καλύτερα» από τον Δικαστή και αποφασίζει αντίθετα από τον Δικαστή εισερχόμενος ανεπιτρέπτως στον σκληρό πυρήνα της αρμοδιότητας της επιστήμης και της νομολογίας. Επισημαίνεται, ενδεικτικό της προχειρότητας του νομοθετείν, ότι, ενώ καταργεί την απλή δυσφήμηση, διατηρεί στον Κώδικα τους λόγους άρσης της…καταργούμενης διάταξης.

Η όγδοη διαπίστωση αφορά στην εξαγγελλόμενη κατάργηση της διαδικασίας των Δικαστικών Συμβουλίων. Όταν πράγματι απασχολείται το Δικαστικό Συμβούλιο και βασανίζει μια υπόθεση επιλύει κατά κανόνα τα νομικά ζητήματα που τίθενται ανά περίπτωση, διυλίζει την ουσία των επιχειρημάτων και καθορίζει το αντικείμενο της ποινικής δίκης. Αυτό συνεπάγεται επιτάχυνση, διότι ο αρμόδιος δικαιοδοτικός σχηματισμός επιλαμβάνεται μιας ποινικής υποθέσεως και καλείται να αποφανθεί με βάση την ηθική απόδειξη, εάν απεδείχθη η ενοχή του κατηγορουμένου. Η κατάργηση της ενδιάμεσης διαδικασίας θα οδηγήσει σωρεία υποθέσεων απευθείας στο ακροατήριο με συνέπεια να παρατηρηθεί αύξηση της δικαστικής ύλης. Η στατιστική προσφέρει επιχείρημα, καθόσον περίπου το 30% των ποινικών υποθέσεων μέσω της ενδιάμεσης διαδικασίας κατέληγε είτε σε απαλλαγή είτε σε διαπίστωση παραγραφής.

Η ένατη διαπίστωση αφορά στην μεταφορά της δικαστηριακής ύλης του πλημμελειοδικείου και του εφετείου από πολυμελή σε ολιγομελή δικαστήρια, προκειμένου ο ίδιος αριθμός δικαστών να δύναται να συγκροτήσει περισσότερα δικαστήρια και έτσι να εκδικάζεται πολλαπλάσιος αριθμός υποθέσεων. Αυτή θα μπορούσε να είναι μια λύση στο πρόβλημα, εάν δεν προσέκρουε στην λογική αντίρρηση της συνευθύνης της δικανικής κρίσης. Το πολυμελές της συνθέσεως επικυρώνει την δυναμική της πειθούς και επιβεβαιώνει ότι το εξαγόμενο της Δίκης παραμένει αποτέλεσμα ψηφοφορίας. Τίθεται επίσης (αναφορικά με τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας) το μείζον ζήτημα της συνταγματικής επιταγής αλλά και κειμένων με υπερνομοθετική ισχύ περί εκδίκασης της υποθέσεως από «ανώτερο» Δικαστήριο. Δεν θα περιποιήσει τιμή στον νομοθέτη και στην ελληνική δικαιοσύνη η ενδεχόμενη καταδίκη της χώρας μας από το ΕΔΔΑ…

 Η δέκατη διαπίστωση αφορά στην ευθεία παραβίαση της αρχής της αμεσότητας και της προφορικότητας της ποινικής διαδικασίας μέσω της προωθούμενης διάταξης περί μη κλήτευσης και εξέτασης ως μαρτύρων των προανακριτικών υπαλλήλων. Η παραβίαση αυτή συνεφέλκεται αναγκαστικώς και διάβρωση των θεμελίων της αρχής αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας. Σε τελική ανάλυση, και με την επιφύλαξη των διατάξεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και την διαμορφωθείσα νομολογία του ΕΔΔΑ (που απαιτεί έστω σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής δίκης να μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα της εξέτασης μάρτυρα ο κατηγορούμενος) η «επιτάχυνση» προκαλεί ποιοτική υποβάθμιση, εφόσον παραβιάζεται η επιταγή περί Δίκαιης διεξαγωγής της Δίκης. Εκτός και εάν συνυπογράψουμε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που δεν θα αναγνωρίζει την Δίκαιη Δίκη για τον κατηγορούμενο (που σε αρκετές περιπτώσεις μπορεί και να είναι αθώος).

Η ενδέκατη διαπίστωση αφορά στην παραβίαση της αρχής της προφορικότητας και της αμεσότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο μέσω της  προωθούμενης διάταξης περί δυνατότητας περιορισμού των εξεταστέων μαρτύρων στην δευτεροβάθμια δίκη. Παρέχεται η ευχέρεια στον Εισαγγελέα να κλητεύει «τους πιο σημαντικούς μάρτυρες, εκτός εάν κρίνει ότι η υπόθεση μπορεί να εκδικαστεί με μόνη την ανάγνωση των καταθέσεών τους». Από την άλλη πλευρά το Δικαστήριο «μπορεί σε κάθε περίπτωση να παραγγείλει την κλήτευση των μαρτύρων που εξετάστηκαν στην πρωτόδικη δίκη και δεν κλητεύθηκαν από τον Εισαγγελέα στην κατ’ έφεσιν δίκη, αν η εξέτασή τους στο ακροατήριο είναι αναγκαία για την ασφαλή διάγνωση της κατηγορίας». Με αυτό τον τρόπο οδηγούμαστε νομοτελειακά είτε σε αναβολή για κρείσσονες αποδείξεις είτε και σε διακοπή της Δίκης και κατά λογική αναγκαιότητα σε καθυστέρηση διεξαγωγής της Δίκης.

Η δωδέκατη διαπίστωση αφορά στην πρόβλεψη της εξέτασης με τεχνικά μέσα, όπου προβλέπεται ότι «…οποιαδήποτε κατάθεση κάθε προσώπου, μάρτυρα, πραγματογνώμονα, τενχικού συμβούλου, διερμηνέα ή διαδίκου, ανωμοτί εξηγήσεις ή απολογία κατηγορουμένου μπορεί να διεξαχθεί με την χρήση τεχνολογικών μέσων χωρίς την φυσική παρουσία του προσώπου αυτού, όταν υπάρχει σοβαρό κώλυμα εμφάνισης ή κίνδυνος από την αναβολή ή για την ασφαλή διεξαγωγή της διαδικασίας». Αλήθεια διερωτώμαι από συστάσεως του ελληνικού κράτους μέχρι και σήμερα ετέθη ποτέ ζήτημα μη ασφαλούς διεξαγωγής της διαδικασίας; Ομολογεί συνεπώς η Πολιτεία ότι δεν μπορεί να περιφρουρήσει την διαδικασία;

Ο Νικόλαος Χωραφάς ανέφερε ότι «η αξία των κανόνων Δικαίου συνίσταται αφενός στην προστασία των εννόμων αγαθών από την αυθαιρεσία των πολιτών – ιδιωτών, αφετέρου στην εξασφάλιση του ορθού χειρισμού της δημόσιας εξουσίας από ενδεχόμενη αυθαιρεσία των κρατικών οργάνων».

Δεν αμφισβητούνται οι προθέσεις. Η διαδικασία αμφισβητείται και η αποτελεσματικότητα των διατάξεων. Ο διάλογος του Υπουργείου με την επιστήμη και την πράξη μπορεί να οδηγήσει σε ορθές λύσεις με μακροπρόθεσμη προοπτική που θα ωφελήσουν την διαδικασία και δεν θα βλάψουν τα δικαιώματα και τον δικονομικό τύπο.

*Δημήτρης Γκαβέλας, Δικηγόρος

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ