Τετάρτη 15 Μαϊου 2024

Σουζάνα Κλημεντίδη: Άκυρη καταγγελία σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου και αναστολή εκτέλεσης διαταγής πληρωμής

Η πρόσφατη με αρ. 1502/2024 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Σουζάνα Κλημεντίδη: Άκυρη καταγγελία σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου και αναστολή εκτέλεσης διαταγής πληρωμής dikastiko.gr

Στο πλαίσιο πρόσφατης υπόθεσης ασφαλιστικών μέτρων που ήχθη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών,οι αιτούντες ζήτησαν την αναστολή εκτελεστότητας διαταγής πληρωμής και την αναστολή επισπευδόμενης εκτέλεσης βάσει επιδοθείσας επιταγής προς εκτέλεση.Υπενθυμίζεται ότι, για τη χορήγηση της αναστολής της εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 3 ΚΠολΔ, απαιτείται η σωρευτική συνδρομή των εξής προϋποθέσεων: α) η νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση ανακοπής του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, β) η πιθανολόγηση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας ενός τουλάχιστον λόγου της ανακοπής και γ) η πιθανολόγηση ότι η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης με βάση την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής θα επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα.

Ειδικότερα, όπως σημείωσε το δικαστήριο, τοκοχρεωλυτικό δάνειο είναι εκείνο του οποίου η απόδοση συμφωνήθηκε να γίνει σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις, δηλαδή, σε δόσεις που να περιλαμβάνουν τμήμα του κεφαλαίου και μέρος των τόκων, με την προϋπόθεση ότι και τα δύο μέρη ορίζονται για όλες τις δόσεις κατ’ ενιαίο τρόπο, αλλά όχι αναγκαίως και κατ’ ίσα ποσοστά. Όταν, όμως, ο δανειστής έχει το δικαίωμα σύμφωνα με τους όρους του τοκοχρεωλυτικού δανείου να καταγγείλει τη σχετική σύμβαση πρόωρα, αν δεν πληρωθούν οι δόσεις, τότε όλες οι οφειλόμενες δόσεις του δανείου γίνονται ληξιπρόθεσμες και απαιτητές. Με την καταγγελία, επομένως, η σύμβαση του δανείου ως τοκοχρεωλυτικού λύεται και ενεργοποιείται ο συμβατικός όρος, που παρέχει στον δανειστή το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τον οφειλέτη ολόκληρου του οφειλόμενου κεφαλαίου, καθώς και των τόκων υπερημερίας από την καταγγελία. Επομένως, το δάνειο είναι τοκοχρεωλυτικό, υπό την αίρεση της εμπρόθεσμης και προσήκουσας καταβολής των τοκοχρεωλυτικών δόσεων. Όταν, όμως, η αίρεση πληρωθεί και καταγγελθεί το δάνειο, τότε δεν οφείλονται πλέον δόσεις, αλλά ολόκληρο το μέχρι τότε ανεξόφλητο κεφάλαιο. Περαιτέρω, η καταγγελία, η οποία είναι μονομερής δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως, η οποία απευθύνεται σε ορισμένο πρόσωπο (άρθρο 167 ΑΚ), μπορεί να γίνει και από πληρεξούσιο, οπότε έχει εφαρμογή και η διάταξη του άρθρου 226 ΑΚ, κατά το οποίο μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου είναι άκυρη αν αυτός προς τον οποίο γίνεται την αποκρούσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Από την τελευταία αυτή διάταξη, προκύπτει ότι εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση δια της οποίας συντελείται μονομερής δικαιοπραξία ή οιονεί δικαιοπραξία εκ μέρους προσώπου που φέρεται ως αντιπρόσωπος άλλου, μπορεί, εφόσον δεν του επιδεικνύεται πληρεξούσιο έγγραφο, να την αποκρούσει, για τον λόγο αυτό, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή της απόκρουσης της δήλωσης χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, η επιχειρούμενη πράξη είναι άκυρη. Η ακυρότητα είναι απόλυτη, δεν θεραπεύεται με μεταγενέστερη έγκριση και επέρχεται ανεξάρτητα από το αν ο φερόμενος ως πληρεξούσιος είχε ή όχι την πληρεξουσιότητα, για να επέλθουν δε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα της πράξεως και μάλιστα ex nunc πρέπει αυτή να επιχειρηθεί εκ νέου εγκύρως. Το πρόσωπο, εξάλλου, προς το οποίο απευθύνεται η δήλωση την αποκρούει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση αν ενεργήσει εντός των χρονικών ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τις περιστάσεις. Σε περίπτωση που το ως άνω πρόσωπο δεν πράξει τούτο, δηλαδή δεν ενεργήσει εντός των ως άνω χρονικών ορίων, η μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλο χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου είναι ισχυρή, αν υπάρχει πληρεξουσιότητα ή επακολούθησε έγκριση. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 216 και 217 ΑΚ, η εξουσία για αντιπροσώπευση δίνεται με πληρεξουσιότητα προς τον εξουσιοδοτούμενο, που υποβάλλεται στον τύπο τον απαιτούμενο για τη δικαιοπραξία στην οποία αφορά. Επί νομικών προσώπων την πληρεξουσιότητα δίνει εκείνος που για κάθε συγκεκριμένη δικαιοπραξία έχει το δικαίωμα εκπροσωπήσεώς του. Από τις ανωτέρω δε σκέψεις συνάγεται ότι, όταν η καταγγελία από τον πληρεξούσιο έγινε εγγράφως, πρέπει αυτός να επιδείξει το πληρεξούσιο έγγραφο, γιατί διαφορετικά έχει το δικαίωμα αυτός προς τον οποίο γίνεται να την αποκρούσει χωρίς υπαίτια βραδύτητα, οπότε επέρχεται ακυρότητα, και μάλιστα ανεξάρτητα αν υπήρχε πράγματι πληρεξουσιότητα ή αν εγκρίθηκε η καταγγελία. Αντίθετα, αν δεν εναντιωθεί αυτός προς τον οποίο γίνεται, το κύρος της καταγγελίας, που βαρύνεται να αποδείξει ο καταγγέλλων ότι έγινε από αντιπρόσωπό του, θα εξαρτηθεί από την ύπαρξη ή μη του πληρεξουσίου εγγράφου ή της έγκρισης εκ μέρους του (καταγγέλλοντος), η οποία πρέπει να γίνει μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, είτε με την προσκόμιση συμβολαιογραφικού ή άλλου εγγράφου είτε με δήλωση του παριστάμενου διαδίκου που καταχωρίζεται στα πρακτικά, διαφορετικά η καταγγελία είναι άκυρη.

Εν προκειμένω, πιθανολογήθηκε ότι η εξώδικη δήλωση-καταγγελία της αρχικής δανείστριας και δικαιοπαρόχου της ως αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού δεν υπεγράφη από τα αρμόδια κατά νόμο εκπροσωπευτικά όργανά της, αλλά από τις ανωτέρω υπαλλήλους της, ως προς τη νομιμοποίηση των οποίων να προβούν στην καταγγελία αυτή δεν επιδείχθηκε στους αιτούντες το πληρεξούσιο έγγραφο, βάσει του οποίου εξουσιοδοτούνταν οι τελευταίες να προβούν για λογαριασμό της δανείστριας στην ως άνω ενέργεια, μολονότι αμφισβητήθηκε από τους ήδη αιτούντες η πληρεξουσιότητα αυτή με την επιδοθείσα εξώδικη δήλωσή τους.

Μάλιστα, όπως τόνισε το Δικαστήριο, η απόκρουση της ανωτέρω καταγγελίας από τους αιτούντες έλαβε χώρα χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, δεδομένου ότι δεν είχε εκδοθεί σε βάρος τους η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ούτε και είχε υποβληθεί η σχετική αίτηση της δανείστριας και επιπλέον το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την επίδοση της καταγγελίας έως την απόκρουση αυτής, κρίθηκε απολύτως αναγκαίο, προκειμένου ο στερούμενος, κατά κανόνα, νομικών γνώσεων συναλλασσόμενος να προσφύγει σε νομικό παραστάτη και να οργανώσει την άμυνά του κατά της επιθετικής, οπωσδήποτε, πράξης της καταγγελίας.Τούτων δοθέντων, η ανωτέρω καταγγελία της επίδικης δανειακής σύμβασης ήταν άκυρη και δεν παρήχθησαν αποτελέσματα από αυτή, ήτοι δεν ενεργοποιήθηκε ο σχετικός συμβατικός όρος που παρείχε στη δανείστρια το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τους ανακόπτοντες ολόκληρου του οφειλόμενου κεφαλαίου και των τόκων. Ως εκ τούτου, καθόσον η ένδικη απαίτηση δεν είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά την υποβολή της αίτησης για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, δεν υφίσταντο οι νόμιμες προϋποθέσεις της έκδοσής της.

* Της Σουζάνας Κλημεντίδη, Δικηγόρου

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ