Γεώργιος Βουνίδης: Το ορισμένο του κλητηρίου θεσπίσματος στο αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης

Στο κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιγράφονται οι ειδικότερες πράξεις από τις οποίες προκύπτει η συμμετοχική δράση του ηθικού αυτουργού, ιδίως δε ο τρόπος τέλεσης, τα μέσα (συνοδεία των πραγματικών περιστατικών που τα συγκροτούν), καθώς και ο «διπλός» δόλος του.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Γεώργιος Βουνίδης: Το ορισμένο του κλητηρίου θεσπίσματος στο αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης LinkedIn

Ι. Το κλητήριο θέσπισμα, ως εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, κατέχει εξέχουσα θέση μεταξύ των διαδικαστικών εγγράφων, τα οποία συντάσσονται πριν η ποινική δίκη «αλλάξει χέρια»: από αυτά του αρμοδίου εισαγγελέα σε αυτά του δικαστή. Η κρισιμότητά του είναι καίρια, καθόσον με αυτό ο κατηγορούμενος γνωρίζει επακριβώς την κατηγορία που καλείται να αντιμετωπίσει, η δε τυχόν ανατροπή επάγεται σοβαρούς δικονομικούς κινδύνους, όπως π.χ. αυτόν της παραγραφής του αξιοποίνου. Όσον αφορά στο αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης (363ΠΚ), η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος αποτελεί μία από τις πιο συχνά προβεβλημένες «ενστάσεις», ιδίως όσον αφορά στο ορισμένο αυτού κατά το στ. δ’ παρ. 1 άρ. 321 ΚΠΔ. Τα Δικαστήρια αντιμετωπίζουν κατά κανόνα απορριπτικά τέτοιες ενστάσεις, υπό την επίκληση της απουσίας πρόκλησης βλάβης σε βάρος του κατηγορουμένου και των δικαιωμάτων του.

ΙI. Συνήθης στη δικαστηριακή πράξη ήταν η ενσωμάτωση στο κλητήριο θέσπισμα ολόκληρου του φερόμενου ως συκοφαντικού εγγράφου / δημοσιεύματος, χωρίς να διακρίνονται ειδικότερα τα σημεία εκείνα που συνιστούν ψευδείς ισχυρισμούς. Η πρακτική αυτή περιορίσθηκε με την υπ’ αρ. 4/2005 ΕγκΕισΑΠ3: «Στην περίπτωσιν κατά την οποία ο κατηγορούμενος κατηγορείται διάσυκοφαντικής δυσφημήσεως που φέρεται τελεσθείσα διά τινός εγγράφου, στο κλητήριο θέσπισμα πρέπει να αναφέρονται τα καίρια και ουσιώδη σημεία αυτού (του εγγράφου) που φέρονται ως ψευδή όχι όλον το περιεχόμενόν της». Κατόπιν εξεδόθησαν αρκετές αποφάσεις (πλέον αποτελούν τη μάλλον κρατούσα νομολογιακή τάση), οι οποίες έκριναν άκυρα λόγω αοριστίας κλητήρια θεσπίσματα τα οποία περιελάμβαναν ολόκληρα έγγραφα χωρίς ξεχωριστή μνεία των αποσπασμάτων που η κατηγορούσα αρχή θεωρεί ως συκοφαντικά.

Με την παράθεση του πλήρους σώματος ενός κειμένου και του γενικού του χαρακτηρισμού ως «συκοφαντικού», δεν προκαλείται μόνο η σχετική ακυρότητα του άρ. 175 παρ. 2 ΚΠΔ σε συνδ. με το άρ. 321 ΚΠΔ. Πολύ περισσότερο, προκαλείται απόλυτη ακυρότητα κατ’ άρ. 171 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ σε συνδυασμό με το άρ. 6 παρ. 3 περ. α’ ΕΣΔΑ, λόγω παραβίασης του υπερασπιστικού δικαιώματος του κατηγορουμένου, δυνάμει του οποίου ο τελευταίος οφείλει να γνωρίζει επακριβώς την κατηγορία ώστε να μπορέσει να την αντικρούσει. Ακόμη το άρ. 6 παρ. 1 Οδηγίας 2012/13/ΕΕ, επιτάσσει «ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος να ενημερώνεται για την αξιόποινη πράξη την οποία φέρεται, ή κατηγορείται, ότι διέπραξε». Η ενημέρωση αυτή είναι άμεση και δεόντως λεπτομερής προκειμένου να διασφαλισθούν ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας και η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης του κατηγορουμένου5. Η απαίτηση για πλήρη και λεπτομερή πληροφόρηση γίνεται εξάλλου ορατή και στη νομολογία του ΕΔΔΑ. Εξαίρεση στον ως άνω κανόνα μπορεί να αποτελέσει η περίπτωση κατά την οποία από το μικρό μέγεθος του κειμένου προκύπτει σαφώς το ψευδές. ΙII. Η υποχρεωτική αναγραφή των ψευδών ισχυρισμών αποτέλεσε δικλείδα ασφαλείας στην ανεξέλεγκτη παραπομπή κατηγορουμένων στο ακροατήριο για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ζήτημα προκύπτει περαιτέρω για το αν θα πρέπει να αναγράφονται στο κλητήριο θέσπισμα και εκείνα τα γεγονότα που ισχύουν πραγματικά, ενάντια δηλαδή στις συκοφαντίες του κατηγορουμένου. Η άποψη αυτή έτυχε κάποιαςαποδοχής από την νομολογία, χωρίς όμως να καταστεί ποτέ κρατούσα. Αντιθέτως, η κρατούσα άποψη στη νομολογία θεωρεί ότι η επαρκής και σαφής αναφορά των ψευδών αποτελεί όρο αρκετό για να καταφαθεί το ορισμένο του κλητηρίου θεσπίσματος, ενώ η ανάδειξη των αληθών γεγονότων αποτελεί ζήτημα ουσίας.

Η ως άνω άποψη δεν είναι απόλυτα πειστική, στον βαθμό που το ψεύδος αποτελεί έννοια σε σχέση εξάρτησης με την αλήθεια, από την οποία και αντλεί (σε αντιδιαστολή) το νοηματικό της περιεχόμενο. Οι δύο έννοιες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους10. Η απλή αναφορά στο κλητήριο θέσπισμα ενός ισχυρισμού ως ψευδούς δεν αρκεί, όταν δεν είναι αυτονόητο ποιο είναι το αληθές. Τούτο, διότι η αθωότητα του κατηγορουμένου τεκμαίρεται δικονομικά, και επομένως είναι η κατηγορούσα αρχή που πρέπει να υποδείξει ποια είναι η πραγματικότητα, την οποία και παραμόρφωσε ο πρώτος. Σε διαφορετική περίπτωση, ζητείται επί της ουσίας από τον κατηγορούμενο να αποδείξει την αθωότητά του, κάτι που θέτει ζήτημα ανεπίτρεπτης αντιστροφής του «βάρους απόδειξης» της ποινικής δίκης. Το υπερασπιστικό δικαίωμα βάλλεται, εξάλλου, και από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να αντικρούσει το κατά την κατηγορούσα αρχή «αληθές», ακριβώς διότι δεν αναγράφεται και δεν το γνωρίζει, πράγμα που τον εξαναγκάζει να το «μαντεύει», ώστε να προετοιμαστεί υπερασπιστικά! Εάν π.χ. ο κατηγορούμενος ισχυρισθεί ότι «το ΔΣ του Συνεταιρισμού Χ δανείζει στα μέλη του τοκογλυφικά με επιτόκιο 30%», τότε η απλή αναφορά στο «τοκογλυφικά» ως συκοφαντία δεν αρκεί κατά τη γνώμη μας. Πολύ περισσότερο, θα πρέπει να προκύπτει το αληθές, δηλαδή πώς υπολόγισε η κατηγορούσα αρχή το επιτόκιο, ώστε αυτό να μην εμπίπτει στα όρια του αδικήματος της τοκογλυφίας. Αντιθέτως, (μόνο) όταν το αληθές προκύπτει αυταπόδεικτα μέσα από τον ψευδή ισχυρισμό (π.χ. «ο Α έδειρε κι έβρισε τον Β»), τότε προφανώς η ξεχωριστή αναγραφή του δεν απαιτείται. ΙV. Μία έτερη προβληματική έχει να κάνει με το ορισμένο του κλητηρίου θεσπίσματος, όσον αφορά στον συμμέτοχο και ιδίως τον ηθικό αυτουργό. Κατ’ άρ. 6 παρ. Οδηγίας 2012/13/ΕΕ, «Λεπτομερή στοιχεία για την κατηγορία, συμπεριλαμβανομένου του νομικού χαρακτηρισμού της αξιόποινης πράξης και του είδους της συμμετοχής του κατηγορουμένου, παρέχονται στον τελευταίο το αργότερο έως ότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο». Επομένως, στο κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιγράφονται οι ειδικότερες πράξεις από τις οποίες προκύπτει η συμμετοχική δράση του ηθικού αυτουργού, ιδίως δε ο τρόπος τέλεσης, τα μέσα (συνοδεία των πραγματικών περιστατικών που τα συγκροτούν), καθώς και ο «διπλός» δόλος του.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα προκύπτει ως προς την επαρκή περιγραφή των μέσων τα οποία μετήλθε ο ηθικός αυτουργός.

Η νομολογία δέχεται ότι οι φράσεις «με πειθώ, φορτικότητα και παραινέσεις», με τις οποίες περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στον φυσικό αυτουργό την απόφαση να διαπράξει ψευδορκία, περιγράφουν την πράξη επαρκώς. Η άποψη αυτή κατά την γνώμη μας δεν είναι ορθή, διότι όλοι οι ως άνω όροι είναι αξιολογικοί και όχι πραγματικοί. Εξαναγκάζεται επομένως ο κατηγορούμενος πάλι να «μαντεύει» ποια είναι τα πραγματικά μέσα που μετήλθε για να καταπείσει τον φυσικό αυτουργό, προετοιμάζοντας με υποθετικά σενάρια την υπεράσπισή του.

Συν τοις άλλοις, ο δικαιοκρατικός χαρακτήρας της ποινικής δίκης αμφισβητείται, όταν στην ουσία η μείζονα σκέψη του νομικού συλλογισμού (τι συνιστά ηθική αυτουργία) χρησιμοποιείται και ως ελάσσονα (ως οντολογική βάση της αξιόποινης συμπεριφοράς του δράστη). Ως εκ τούτου, ασφαλώς ορθή κρίνεται εκείνη η μειοψηφική μερίδα της νομολογίας, η οποία επιτάσσει την ειδικότερη αναγραφή των πράξεων του ηθικού αυτουργού. Τυχόν μη αναγραφή των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την πράξη του ηθικού αυτουργού συνιστά προφανή αοριστία, κατά τρόπο που επάγεται ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος.

*Γεώργιος Βουνίδης, Δικηγόρος Αθηνών

*Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νοva Criminalia της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων (τεύχος 18)

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ