Αντώνης Ν. Πεπελάσης: Σταθερή η νομολογία Αρείου Πάγου ως προς τη συταγματικότητα της διάταξης του άρθρου 401 εδ. β ΠΚ

Η διάταξη του άρθρ. 405 παρ. 1 εδαφ. β ́ ΠΚ δεν καθιερώνει γενικώς το ποινικώς ανεύθυνο των στελεχών των πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα κατά τη λήψη των διαχειριστικών αποφάσεων, αλλά απλώς θέτει πρόσθετο όρο, δηλαδή την υποβολή έγκλησης, για τη δίωξη της αξιόποινης πράξης της κακουργηματικής απιστίας.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Αντώνης Ν. Πεπελάσης: Σταθερή η νομολογία Αρείου Πάγου ως προς τη συταγματικότητα της διάταξης του άρθρου 401 εδ. β ΠΚ Facebook

Το ζήτημα της συνταγματικότητας της διάταξης του άρθρ. 405 παρ. 1 εδ. β’ ΠΚ και δη της συμβατότητας αυτής με τα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1,25 παρ. 1 και 47 παρ.3, 4 Σ, έχει ήδη επανειλημμένως απασχολήσει θεωρία και νομολογία, καθώς η διαφορετική αντιμετώπιση των στελεχών του χρηματοπιστωτικού τομέα, με τη μετατροπή του εγκλήματος της απιστίας αυτών σε βάρος των ανωτέρω νομικών προσώπων σε κατ ́ έγκληση διωκόμενο, είχε εγείρει προβληματισμό σχετικά με την τυχόν, με τον τρόπο αυτό, παραβίαση της αρχής της ισότητας ή και παροχή υποκρυπτόμενης αμνηστίας.

  1. Τελευταία σχετική εξέλιξη είναι το υπ’ αριθμ. 343/2023 Βού- λευμα του Ε’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου*, με το οποίο το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο ακολουθώντας τη θέση που είχε λάβει, με τις υπ’ αριθμ. (σε συμβούλιο) 309/2021, 265/2021 και 158/2021 προηγηθείσες αποφάσεις του (παγία Νομολογία-ιστοσελίδα Ανόμοιες οι περι- Αρείου Πάγου) απέρριψε την ασκη- πτώσεις των τραπε- θείσα από τον Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου αίτηση αναίρεσης του υπ ́αριθμ. 675/2022 Βουλεύμα- τος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο είχε παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά στελεχών τραπεζών [δικογραφία ssm (διαχείριση πιστω- τικού κινδύνου)], λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου, εξαιτίας της μη υποβολής έγκλησης, όπως αυτή απαιτείται πλέον, σύμφωνα με το άρθρο 405 παρ.1 εδ. β’ ΠΚ (όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 12 Ν. 4637/2019), κάνοντας δεκτούς τους σχετικούς υπερασπιστικούς ισχυρισμούς των κατηγορουμένων.
  2. Στην ανωτέρω υπόθεση, με την υπ. αριθμ. 19/2022 Αναί- ρεση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αιτείτο αυτός την αναίρεση του προαναφερόμενου Βουλεύματος, κυρίως επικα- λούμενος αφενός την εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποι- νικής διάταξης και δη αυτής του άρθρ. 405 παρ. 1 εδ. β’ ΠΚ, με τη σκέψη ότι η διάταξη αυτή αντίκειται στις ανωτέρω συν- ταγματικές διατάξεις και λόγω υπέρβασης εξουσίας, με τη σκέψη ότι το Συμβούλιο έπρεπε να αποφανθεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητα της υπό κρίση κατηγορίας. Ειδικό- τερα επικαλέστηκε:

(α) ότι παραβιάζεται η αρχή της ισότητας, βάσει των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ.1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, αφενός επειδή με την υπό κρίση διάταξη καθίσταται στην πράξη αδύ- νατη η δίωξη ή η συνέχιση της ποινικής διαδικασίας μόνο για ορισμένη κατηγορία πολιτών, εισάγοντας έτσι αδικαιολόγητη (προνομιακή) διάκριση υπέρ των διαχειριστών πιστωτικών ιδρυμάτων, χωρίς να συντρέχει κάποιος ευκρινής λόγος δημοσίου συμφέροντος και αφετέρου επειδή η ρύθμιση αυτή καθιστά δυσχερή (σχεδόν ανέ- φικτη) τη δικαστική προστασία των παθόντων, λόγω του ενδεχομένου καταχρηστικής μη υποβολής εγκλήσεως για την πράξη αυτή ιδίως σε επιχειρηματικούς φορείς μεγάλου μεγέθους εκ μέρους των οργα νων της διοίκησης των ιδίων.

(β) ότι παραβιάζεται το άρθρ. 47 παρ. 3 και 4 του Συντάγμα- τος περί παροχής αμνηστίας, καθώς διά της συγκεκριμένης διατάξεως ο νομοθέτης προέβη σε ρύθμιση εκκρεμών ποινι- κών υποθέσεων απιστίας σε βάρος πιστωτικών ιδρυμάτων κατά τρόπο που οδηγεί σε εξάλειψη του αξιοποίνου και άρση της ποινικής ευθύνης τραπεζικών στελεχών για σοβαρές κακουργηματικές πράξεις σε υποθέσεις εκ- κρεμείς ενώπιον της δικαιοσύνης παρέχοντας με αυτόν τον τρόπο συγκεκα- λυμμένη αμνηστία.

(γ) ότι, τέλος, έλαβε χώρα η προβλε- πόμενη στη διάταξη του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β ΚΠΔ αρνητική υπέρβαση εξουσίας, καθότι το αρμόδιο Συμβούλιο δια της έκδοσης του ένδικου Βουλεύματος παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, ήτοι την ουσιαστική βασιμότητα της υπό κρίσης κατηγορίας επί της οποίας δεν απεφάνθη περαιτέρω.

  1. Με τα υπομνήματά τους, οι κατηγορούμενοι αντέκρουσαν τους ανωτέρω λόγους, επικαλούμενοι ανάμεσα στα άλλα :

α) επί της παραβίασης της αρχής της ισότητας, ότι αφενός οι διαχειριστές των πιστωτικών ιδρυμάτων δεν ταυτίζονται με τους λοιπούς κοινούς ιδιώτες διαχειριστές, με αποτέλεσμα την ανυπαρξία όμοιας κατάστασης, επισημαίνοντας τις διαφορές στη λειτουργία των συγκεκριμένων ιδρυμάτων, αφετέρου ότι ενυπάρχουν ειδικότεροι κοινωνικοοικονομικοί λόγοι συνδεό- μενοι με τους σκοπούς που εξυπηρετούνται μέσω των πιστω- τικών ιδρυμάτων, με αποτέλεσμα τη συνδρομή ειδικότερων λόγων δημοσίου συμφέροντος, δυνάμει των οποίων να δικαιο- λογείται η, στα πλαίσια της σχετικής νομοθετικής ρύθμισης, απόκλιση από την αρχή της ισότητας, σκέψη που είχε περιλη- φθεί και στην οικεία Αιτιολογική Έκθεση. Επιπλέον δε, ότι η επίμαχη διάταξη δεν δημιουργεί προσκόμματα στην υποβολή έγκλησης από τον αμέσως παθόντα σε περίπτωση τέλεσης του αδικήματος της κακουργηματικής απιστίας, ο οποίος εν προ- κειμένω θεωρείται το πιστωτικό ίδρυμα, και με δεδομένο ότι τα όργανα που διοικούν το πιστωτικό ίδρυμα, και συνακόλουθα νομιμοποιούνται να υποβάλουν τη σχετική έγκληση για λογα- ριασμό του, υπόκεινται σε αυστηρούς κανόνες, ελέγχους και εποπτεία ώστε να ελαχιστοποιείται το περιθώριο αυθαίρετων, και ουχί προς το συμφέρον του νομικού προσώπου, αποφά- σεων. Παράλληλα έχουν υπάρξει και κατά το παρελθόν αντί- στοιχες περιπτώσεις αδικημάτων, σε σχέση με τα οποία η άσκηση της προβλεπόμενης ποινικής δίωξης διχοτομήθηκε, και προβλέφθηκε η κατ ́ έγκληση δίωξη έναντι ορισμένης κατηγορίας παθόντων (πχ υφαίρεση).

β) Επί της παραβίασης του άρθρ. 47 παρ. 3 & 4 Συντ. περί «Παροχής συγκεκαλυμμένης αμνήστευσης», ότι η εν λόγω διάταξη διαφέρει ουσιωδώς από την αμνηστία, καθώς σε αντίθεση με αυτήν δεν αφορά μόνο ήδη τετελεσμένες πράξεις αλλά εκκρε- μείς και μελλοντικές, ρυθμίζοντας το πλαίσιο δίωξής τους, εισάγοντας τη δικονομική προϋπόθεση της υποβολής έγκλη- σης και επιπλέον επισημαίνοντας ότι η τυχόν εξάλειψη του αξιοποίνου της εν λόγω αξιόποινης πράξης είναι άμεση συνέ- πεια όχι της διάταξης του άρθρου 12 παρ. 3 του Ν. 4637/ 2019, αλλά της μη υποβολής σχετικής έγκλησης από το δικαιούμενο προς τούτο νομικό πρόσωπο.

  1. Ο Άρειος Πάγος απέρριψε τελικώς ως ουσία αβάσιμους όλους τους αναιρετικούς λόγους, κρίνοντας ότι μετά την απόρ- ριψη των ισχυρισμών περί αντισυνταγματικότητας, δεν τίθεται ζήτημα εσφαλμένης εφαρμογής της συγκεκριμένης διάταξης ούτε φυσικά αρνητικής υπέρβασης εξουσίας από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, που έπαυσε την ένδικη ποινική δίωξη, ελλείψει και της απαιτούμενης έγκλησης. Συγκεκριμένα δέχτηκε ότι :

Η διάταξη του άρθρ. 405 παρ. 1 εδαφ. β ́ ΠΚ δεν καθιερώνει γενικώς το ποινικώς ανεύθυνο των στελεχών των πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα κατά τη λήψη των διαχειριστικών αποφάσεων, αλλά απλώς θέτει πρόσθετο όρο, δηλαδή την υποβολή έγκλησης, για τη δίωξη της αξιόποινης πράξης της κακουργηματικής απιστίας, που στρέφεται άμεσα κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα. Συνεπώς η τυχόν εξάλειψη του αξιό- ποινου της εν λόγω αξιόποινης πράξης είναι άμεση συνέπεια όχι της διάταξης του άρθρου 12 παρ. 3 του Ν4637/2019 αλλά της μη υποβολής, από το δικαιούμενο προς τούτο νομικό πρόσωπο, σχετικής έγκλησης (θεσμού τόσο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, καθώς η μη υποβολή της οδηγεί στην εξάλειψη του αξιοποίνου, όσο και του δικονομικού, διότι αποτελεί δικαστική προϋπόθεση για την έγκαιρη γένεση της ποινικής δίκης).

Η διάταξη για τη δίωξη της συγκεκριμένης κακουργηματικής απιστίας μόνο κατ ́ έγκληση δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας, καθώς με αυτήν ρυθμίζεται η περίπτωση δίωξης μίας συγκεκριμένης κατηγορίας προσώπων όπως στελεχών των πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, η οποία είναι ουσιωδώς ανόμοια σε σχέση με την ίδια αξιόποινη πράξη τελούμενη από στελέχη λοιπών ανώνυμων εταιρειών. Έτσι, εφόσον δεν πρόκειται για ρύθμιση όμοιων περιπτώσεων δεν εφαρμόζεται η αρχή της ισότητας εν προκειμένω, αλλά ακόμα και αν επρόκειτο για όμοιας κατηγορίας πρόσωπα, το άρθρο 4 του Συντάγματος θα επέβαλε να αρθεί η ανισότητα αυτή μέσω της επέκτασης της ρύθμισης της κατ’ έγκλησης δίωξης σε όλον τον ιδιωτικό τομέα σύμφωνα με την αρχή της επεκτατικής ισότητας και όχι με την αναβίωση του αξιοποίνου μέσω αυτής. Επισημαίνονται, μάλιστα, στο Βούλευμα τόσο οι βασικές διαφορές των υποθέσεων αυτών από τις φερόμενες ως όμοιες, όσο και το ότι το πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής επεκτείνεται και σε άλλα πρόσωπα, όπως στους δανειολήπτες που συμμετέχουν ως ηθικοί αυτουργοί στην εν λόγω πράξη.

Ως προς το δικαίωμα των μικρομετόχων σε υποβολή έγκλησης και την προστασία του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας αυτών, αναφέρεται ότι με την υπό κρίση διάταξη, δεν περιήλθαν αυτοί σε δυσμενέστερη δικονομική θέση, αφού ούτε υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς δικαιούνταν να υποβάλουν έγκληση ή να δηλώσουν παράσταση πολιτικής αγωγής, παραμένει δε, για αυτούς το δικαίωμά τους, κατ ́ άρθρο 69 ΑΚ και με τους όρους αυτού, να ζητήσουν το διορισμό προ- σωρινής διοίκησης ή ειδικού εκπροσώπου για την υποβολής έγκλησης. Τέλος, η επιφύλαξη περί τυχόν καταχρηστικής μη υποβολής έγκλησης από τα αρμόδια όργανα της διοίκησης, δεν δικαιολογείται, αφού οι διοικήσεις των τραπεζικών ιδρυμάτων λειτουργούν εντός ενός αυστηρού ελεγκτικού και εποπτικού θεσμικού πλαισίου, ελαχιστοποιώντας έτσι τα περιθώρια αυθαιρεσίας και αυτοϋπόθαλψης.

*Αντώνης Ν. Πεπελάσης, Δικηγόρος Αθηνών

*Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νοva Criminalia της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων (τεύχος 18)

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ