Η εγγύηση της πρόσβασης σε ανεξάρτητο και διαφανές δικαστήριο είναι θεμελιώδης αρχή του κράτους δικαίου και του ευρωπαϊκού δικαίου, εξασφαλίζοντας ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται χωρίς αθέμιτες παρεμβάσεις και με πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων των διαδίκων.
“Μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο”, λέει απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Η απόφαση αυτή(ΔΕφΑθ 355/2024) αναδεικνύει τη σημασία της νομοθετικής ρύθμισης και της πιστοποίησης των τίτλων σπουδών από αναγνωρισμένους διεθνείς οργανισμούς.
Η δημόσια δήλωση για ένα εξαιρετικά ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο ενός ατόμου σε μια ανοιχτή στο κοινό συζήτηση μπορεί να θεωρηθεί ως πράξη με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων «έχει προδήλως δημοσιοποιήσει» αυτές τις πληροφορίες, σύμφωνα με τον ΓΚΠΔ.
Δεν εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της ειδικής ρύθμισης της παρ. 5 του άρθρου 171 του ΚΔΔ, σύμφωνα με πρόσφατη απόφαση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της χώρας
Η υπόθεση που απασχόλησε το Ειρηνοδικείο Ιλίου καθώς κρίθηκε ότι η επίμαχη επιταγή προς πληρωμή είναι άκυρη, καθότι δεν υπήρξε προσδιορισμός του οφειλόμενου ποσού των τόκων.
Σύμφωνα με τα κριτήρια της νομολογίας του ΕΔΔΑ, στις πειθαρχικές διαφορές των δικαστικών λειτουργών εφαρμόζεται το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, αφού η εθνική νομοθεσία δεν αποκλείει την πρόσβαση των πειθαρχικώς διωκομένων σε «δικαστήριο» κατά την έννοια της παρ. 1 του ίδιου άρθρου.
Οι εταίροι μόνο μετά το πέρας της εκκαθάρισης μπορούν να ασκήσουν τις αξιώσεις τους κατά της εταιρίας ή κατά των συνεταίρων τους από την εταιρική σχέση, μεταξύ δε αυτών περιλαμβάνεται και η αξίωση καταβολής μεριδίου από τα πραγματοποιηθέντα κέρδη της εταιρίας κατά τη διάρκεια λειτουργίας της.
Στην ένδικη περίπτωση δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ταυτότητας των διατάξεων και της ομοιότητας ατομικών διοικητικών πράξεων, ώστε να υποχρεώνεται η Διοίκηση να επανεξετάσει προς το σκοπό της ανάκλησης τη νομιμότητα τους
Κατά την κρίση του δικαστηρίου, η νεότερη αυτή διάταξη ισχύει μεν από 1.6.2021, ερμηνευόμενη, όμως, ενόψει του σκοπού της, ήτοι της αποφυγής αδικαιολόγητων αποκλεισμών των οικονομικών φορέων από τις διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων, καθώς και του διαδικαστικού της χαρακτήρα, καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς διαγωνιστικές διαδικασίες που προκηρύχθηκαν πριν από την ημερομηνία αυτή (1.6.2021)
Σε υπόθεση που απασχόλησε πρόσφατα το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εναγόμενη τράπεζα, ενεργώντας ως υπεύθυνος επεξεργασίας, συνέλεξε και επεξεργάστηκε τα προσωπικά δεδομένα των εναγόντων.
Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι, η ενάγουσα διαγράφηκε μεν από τα μητρώα ασφαλισμένων του ΕΦΚΑ, δικαιούνταν, ωστόσο, σύνταξη λόγω αναπηρίας από τον ασφαλιστικό αυτό φορέα. Επομένως, η ενάγουσα δεν μπορεί να εξομοιωθεί με ανασφάλιστο άτομο.
Το δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή αναγνωρίζοντας την υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 6.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης.
Στην υπό κρίση υπόθεση, καθότι δεν αποδείχθηκε η έκδοση νέου αποσπάσματος της ένδικης κατασχετήριας έκθεσης για την κατ' άρθρο 1018 ΚΠολΔ επίσπευση νέου πλειστηριασμού, ο λόγος ανακοπής έγινε δεκτός και ακυρώθηκε η πράξη κατάθεσης δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού.
"Στη γυναίκα που κυοφορεί για λογαριασμό άλλης καταβάλλεται αποζημίωση για σωματική καταπόνηση ύψους 10.000 ευρώ για μονήρη κύηση και 15.000 ευρώ για πολύδυμη κύηση. Η αποζημίωση οφείλεται μόνο αν έχει χορηγηθεί η απαιτούμενη από το νόμο δικαστική άδεια."
Οι περιορισμοί στην άσκηση της αγωγής και οι συνέπειες που επισύρει η παράβασή τους πρέπει να αποβλέπουν στο να καταστήσουν προσεκτικό τον ενάγοντα και να περιφρουρήσουν το γενικότερο συμφέρον, που επιβάλλει ασφαλή και ταχεία εκκαθάριση τέτοιων δικών, αλλά να μην είναι υπέρμετροι σε σημείο, που να καταλύουν το δικαίωμα σε παροχή έννομης προστασίας, το οποίο καθιερώνει η πιο πάνω συνταγματική διάταξη.
Η προστασία από την καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ισχύει τόσο έναντι του εργοδότη, στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται, χωρίς να έχει προηγουμένως απασχοληθεί αλλού, πριν συμπληρώσει δεκαοκτώ (18) μήνες από τον τοκετό ή το μεγαλύτερο χρόνο που προβλέπεται στην παρούσα, όσο και έναντι του νέου εργοδότη, στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται και μέχρι τη συμπλήρωση των ανωτέρω χρόνων.
Ο ασκών τη γονική μέριμνα του ανήλικου τέκνου του (άρ. 128 και 1510 ΑΚ) έχει καταρχήν ως νόμιμος εκπρόσωπός του το δικαίωμα πρόσβασης του άρθρου 15 στα στοιχεία που αναφέρονται στο ανήλικο τέκνο του, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από δικαστική απόφαση.
Το Δικαστήριο, εφόσον η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας δεν είναι δυνατή ή προς το συμφέρον του τέκνου, μπορεί να την αναθέσει σε ένα γονέα, ή να την αναθέσει σε τρίτο ή, τέλος, να την κατανείμει μεταξύ των γονέων, πάντοτε, όμως, με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον του ανήλικου τέκνου.
Οι αποδοχές του μισθωτού που δεν παρέχει εργασία σε έμμεσο εργοδότη δεν μπορεί να είναι κατώτερες από τις προβλεπόμενες στον εκάστοτε νομοθετικώς καθορισμένο νόμιμο κατώτατο μισθό και κατώτατο ημερομίσθιο για τους εργαζόμενους ιδιωτικού δικαίου όλης της χώρας.
Υπάρχει ευθύνη του Δημοσίου, όχι μόνον όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου του παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης.
Δεν συνιστά ειλικρινή μετάνοια η απλή δήλωση συγγνώμης από τον δράση ή η καλή διαγωγή αυτού ή η δήλωση ομολογίας της πράξης κατά τη διεξαγωγή της δίκης ή η παράδοσή του στις αρμόδιες αρχές μετά την πράξη
Όπως ορίζεται και στη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, «σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης».
Οι διάδικοι - γονείς, οι οποίοι αμφότεροι αγαπούν και ενδιαφέρονται για την ευημερία του ανήλικου τέκνου τους, προς εξυπηρέτηση του αποκλειστικού συμφέροντος του τελευταίου, οφείλουν να εργασθούν προς την κατεύθυνση αμοιβαίας συνεργασίας.