Παναγιώτης Σταμάτης: Nullum crimen, nulla poena sine lege

Ο νόµος πρέπει να είναι συγκεκριµένος αφού έγκληµα δεν υπάρχει και ποινή δεν επιβάλλεται αν η πράξη δεν προκαθορίζεται ειδικά στον νόµο

NEWSROOM
Παναγιώτης Σταμάτης: Nullum crimen, nulla poena sine lege

Η τραγωδία με τους εκατοντάδες νεκρούς μετανάστες, ανοιχτά της Πύλου, σε διεθνή ύδατα, με την επακόλουθη σύλληψη εννέα διακινητών, μας φέρνει αντιμέτωπους με βασικές αρχές του Συντάγματος και του ποινικού δικαίου. 

Η πλήρης φράσης της επικεφαλίδας, είναι «nullum crimen, nulla poena sine praevia lege poenali», που σημαίνει στην ελληνική «κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς υφιστάμενο νόμο», αποτελεί τη βασική αρχή, αξίωμα που διέπει σήμερα το Ποινικό Δίκαιο, στην ευρωπαϊκή νομική επιστήμη και κατ’ επέκταση παγκόσμια. Η ιδιαίτερη και σπουδαία σημασία της αρχής αυτής είναι ότι δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί έγκλημα ή ποινή επ’ αυτού χωρίς προηγουμένως να υφίσταται νόμος που να προσδιορίζει τόσο τη συγκεκριμένη πράξη ως έγκλημα όσο και την επαπειλούμενη σ΄ αυτό ποινή.  

Δυστυχώς πολλές φορές έχει παρατηρηθεί η Αρχή αυτή να παραβιάζεται επανειλημμένα, προκειμένου να εξυπηρετηθούν κάποιες σκοπιμότητες ακόμα και πολιτικές ώστε αφ’ ενός μεν να καταρρακώνεται η έννοια της απόδοσης δικαιοσύνης από τους ίδιους τους δικαστές που ενεργούν τοιουτοτρόπως αποβάλλοντας έτσι την έννοια του «λειτουργού», αφετέρου η ίδια η δικαιοσύνη να χάνει την κατά το σύνταγμα κατοχυρωμένη και επικαλούμενη ανεξαρτησία της.

Τέτοιες περιπτώσεις είναι βέβαια συνήθεις σε ολοκληρωτικά και δικτατορικά καθεστώτα, αλλά και σε κατ΄ ευφημισμό Δημοκρατίες που εφαρμόζουν κρατική τρομοκρατία.

Σημειώνεται ότι η αρχή Nullum crimen nulla poena sine lege στο Ελληνικό δίκαιο περιέχεται ως έννοια στο άρθ. 7 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος (όπως και στο Σύνταγμα του 1952), όπου ορίζεται:

  • «Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της»

Επίσης φέρεται και στο άρθρο 1 του Ποινικού Κώδικα όπου

  • «Ποινή δεν επιβάλλεται παρά μόνο για τις πράξεις εκείνες για τις οποίες ο νόμος την είχε ορίσει πριν από την τέλεσή τους». 

Αν και ως γενική και αφηρημένη έννοια διαφαίνεται στις αρχαίες νομοθεσίες Ασσυρίων, Βαβυλωνίων, Αιγυπτίων, Ελλήνων όπου στην προς Ρωμαίους επιστολή του Παύλου αναφέρεται: «οὗ γάρ οὐκ ἒστι νόμος, οὐδέ παράβασις», όπου δεν υφίσταται νόμος, δεν υπάρχει και παράβαση- [κεφ. δ΄, στ. 15], πρώτη εγγραφή αυτής της αρχής θεωρείται αυτή στη Magna Charta Libertatum του Βασιλέως Ιωάννη της Αγγλίας το 1215, όχι όμως με την απόλυτη σημασία που έχει ο όρος σήμερα.

Με την σημερινή περίπου έννοια συμπεριελήφθη στα Συντάγματα των Ηνωμένων Πολιτειών, από το 1776 και μεταγενέστερα. Στη συνέχεια το υιοθέτησε η Γαλλική Επανάσταση όπου και φέρεται στο άρθρο 8 της “Declaration des droits de l’ homme et du citoyen“.

Εξελικτική συνέπεια αυτών ήταν ο τελικός γραπτός προσδιορισμός ως αρχή δικαίου στο βαυαρικό νόμο του 1813. Βαυαρό ποινικολόγο Γιόχαν Άνσελμ Φόιερμπαχ (Paul Anselm Johann von Ritter Feuerbach 1775-1833).

Στην Ελλάδα πρώτος ο Ρήγας Φερραίος µε την συνταγµατική προκήρυξη του 1797 διακήρυξε στο άρθρο 10 εδ.1 την σηµασία της αρχής υπό την διατύπωση: «Κανένας ἄνθρωπος νά µήν εγκαλῆται εἰς κριτήριον [δικαστήριον], νά µήν φυλακώνεται κατ’ ἄλλον τρόπον, παρά καθώς διορίζει ὁ νόµος , ἢγουν ὅταν πταίσῃ ὁ ἄνθρωπος, καί ὅχι κατά τήν φαντασίαν καί θέλησιν τοῦ κριτοῦ». 

Σήµερα η αρχή nullum crimen nulla poena sine lege αποτυπώνεται στο άρθρο 7§1 του Συντάγµατος µε τον τίτλο « [Ουδεµία ποινή χωρίς νόµο κλπ] » υπό τη µορφή: «Έγκληµα δεν υπάρχει και ποινή δεν επιβάλλεται χωρίς νόµο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της.

Η έννοια του εγκλήµατος τυποποιείται στο άρθρο 14§1 ΠΚ µε την διατύπωση: «Έγκληµα είναι πράξη, άδικη και καταλογιστή στο δράστη της, η οποία τιµωρείται από τον νόµο». 

Lex certa: Με τον όρο «νόµος» ο συντακτικός νοµοθέτης δεν αρκείται στην απλή αναφορά της πράξης και τον χαρακτηρισµό της ως αξιόποινης. Είναι απαραίτητος ο ακριβής προσδιορισµός των στοιχείων που την αποτελούν ώστε να είναι ξεκάθαρο το περιεχόµενο τόσο της παράνοµης πράξης όσο και της ποινής που επαπειλείται. 

Με άλλα λόγια ο νόµος πρέπει να είναι συγκεκριµένος αφού έγκληµα δεν υπάρχει και ποινή δεν επιβάλλεται αν η πράξη δεν προκαθορίζεται ειδικά στον νόµο. Η αρχή αυτή (nullum crimen nulla poena sine lege certa) αποτελεί προαπαιτούµενο του ποινικού κολασµού µε σκοπό να αποφευχθεί η ανεπίτρεπτη στο Ποινικό ∆ίκαιο αναλογική εφαρµογή του νόµου. 

Κατ’ αυτό τον τρόπο, θεµελιώνεται στο άρθρο 7§1 η απαίτηση αυστηρής τυποποίησης του ποινικού φαινοµένου αποκλείοντας όχι µόνο την αναλογική ερµηνεία της δικαστικής εξουσίας αλλά και κατ’ επέκταση την διασταλτική ερµηνεία όταν αυτές γίνονται in mallam partem (εις βάρος του κατηγορουµένου). 

Η αναλογική ερµηνεία αν και γίνεται δεκτή in bonam partem απαγορεύεται κατά τρόπο απόλυτο να χρησιµοποιηθεί in mallam partem. Συγκεκριµένα, η αρχή αυτή αποτελεί περιορισµό του δικαστή ώστε να µην µπορεί να χαρακτηρίσει πράξη ως αξιόποινη ενώ δεν υπάρχει ρητή τυποποίησή της στο νόµο και κατ’επέκταση να επιβάλλει ποινή που προβλέπεται από το νόµο για πράξεις που παρουσιάζουν οµοιότητα ή αναλογία προς αυτήν

Βασικό πόρισμα όσων ακολουθούν συνιστά η παραδοχή ότι η «αρχή» δεν αποτελεί κατ΄ ακριβολογία «αρχή» αλλά έναν αυξημένου κύρους λόγω της κατοχύρωσής του στο άρ. 7 1 Συντ. κανόνα δικαίου. Πρόκειται για την αναγνώριση μιας αδιαπραγμάτευτης ισχύος, η οποία δεν υπόκειται σε σταθμίσεις εφαρμογής και δεν ανέχεται υποχωρήσεις ανάλογα με τα εκάστοτε δεδομένα, τις σκοπιμότητες, τα συμφέροντα και τις περιστάσεις. Αλλά αξιώνει με κατηγορηματικό τρόπο την επέλευση των εννόμων συνεπειών του συγκεκριμένου κανόνα (δηλ. την άρνηση επιβολής ποινής: «Nulla poena!»), κάθε φορά που διαπιστώνεται ότι πληρούνται και συντρέχουν οι (αρνητικές) προϋποθέσεις αυτού του κανόνα (δηλ. έλλειψη νόμου, με ορισμένα χαρακτηριστικά: Lex scripta, stricta, praevia, certa). 

Η αρχή «nullum crimen nulla poena sine lege» ως συνταγματικός κανόνας δικαίου λόγω απαγόρευση έχει ως εκφραστή της τον συντακτικό νομοθέτη, οι αποδέκτες της όμως είναι δύο, δηλ. ο κοινός νομοθέτης και ο εφαρμοστής του δικαίου. 

Οι δύο αυτές ερμηνείες της φράσης nullum crimen. ότι το ∆ικαστήριο δεν επιτρέπεται να επινοεί εγκλήµατα τα οποία δεν υφίσταντο κατά το φερόµενο ως χρόνο τέλεσής τους διότι διαφορετικά θα έπαυε ν’ αποτελεί δικαιοδοτικό όργανο, µετατρεπόµενο σε απλό εργαλείο για την επίδειξη ισχύος. 

Η  διάταξη του άρθ. 30 του Ν. 4251/2014 [που με το άρθ. του 139 κατήργησε (και) το άρθ. 88 παρ. 1 περ. α και β του Ν. 3386/2005, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθ. 48 παρ. 4 Ν. 3772/10-07-2009] αναφέρει: «Πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου, πλωτού μέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου που μεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα υπηκόους τρίτων χωρών, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και αυτοί που τους προωθούν από τα σημεία εισόδου, τα εξωτερικά ή εσωτερικά σύνορα, στην Ελληνική Επικράτεια και αντίστροφα προς το έδαφος κράτους-μέλους της Ε.Ε. ή τρίτης χώρας ή διευκολύνουν τη μεταφορά ή προώθησή τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη, τιμωρούνται: α) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή δέκα έως τριάντα χιλιάδων (10.000,00 – 30.000,00) ευρώ, για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, β) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή τριάντα έως εξήντα χιλιάδων (30.000,00 – 60.000,00) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, αν ο υπαίτιος ενεργεί εκ κερδοσκοπίας, κατ` επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή είναι υπότροπος ή έχει την ιδιότητα του δημόσιου υπάλληλου ή ναυτιλιακού ή ταξιδιωτικού πράκτορος ή αν δυο ή περισσότεροι ενεργούν από κοινού». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι θεσμοθετείται αδίκημα, υπαλλακτικώς μικτό τελούμενο με οποιονδήποτε από τους προβλεπόμενους τρόπους από τα πρόσωπα τα οποία αποδέχονται να μεταφέρουν στην Ελλάδα αλλοδαπούς που δεν έχουν δικαίωμα να εισέλθουν στο έδαφος της, ή τους προωθούν στο εσωτερικό της χώρας ή διευκολύνουν τη μεταφορά ή την προώθησή τους, γνωρίζοντας την αυθαίρετη είσοδο τούτων ως λαθρομεταναστών και για την τέλεση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται υποκειμενικά δόλος, είτε άμεσος είτε ενδεχόμενος, ενώ συνιστά επιβαρυντική περίσταση όταν από τον τρόπο και τις συνθήκες μεταφοράς μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για τους μεταφερόμενους ανθρώπους. 

Το δε άρθρο 8 ΠΚ αναφέρει: «Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς, ανεξάρτητα από τους νόμους του τόπου τέλεσης, για τις εξής πράξεις που τελέστηκαν στην αλλοδαπή: α) εσχάτη προδοσία ή προσβολές της διεθνούς υπόστασης της Χώρας σε βάρος του ελληνικού κράτους, β) εγκλήματα που αφορούν τη στρατιωτική υπηρεσία και την υποχρέωση στράτευσης στην Ελλάδα, γ) αξιόποινη πράξη που τέλεσαν ως υπάλληλοι του ελληνικού κράτους, ή οργάνου ή οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει την έδρα του στην Ελλάδα, δ) πράξη που στρέφεται εναντίον υπαλλήλου του ελληνικού κράτους ή Έλληνα υπαλλήλου οργάνου ή οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή απευθύνεται προς αυτούς, εφόσον τελείται κατά την άσκηση της υπηρεσίας τους ή σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων τους, ε) ψευδή κατάθεση σε διαδικασία που εκκρεμεί στις ελληνικές αρχές, στ) τρομοκρατικές πράξεις, ζ) πειρατεία, η) εγκλήματα σχετικά με το νόμισμα και τα μέσα πληρωμής πλην των μετρητών, θ) παράνομη εμπορία ναρκωτικών, ι) εμπορία ανθρώπων, ια) κάθε άλλο έγκλημα, για το οποίο ειδικές διατάξεις ή διεθνείς συμβάσεις υπογραμμένες και επικυρωμένες από το ελληνικό κράτος προβλέπουν την εφαρμογή των ελληνικών ποινικών νόμων.»

Γεννάται λοιπόν εύλογα το ερώτημα κατά πόσο τα Ελληνικά Δικαστήρια έχουν αρμοδιότητα για τα ποινικά αδικήματα όπως: της παράνομης λαθρομετανάστευσης, της εγκληματικής οργάνωσης, της έκθεσης κ.α., που τελέστηκαν στα διεθνή ύδατα ανοιχτά της Πύλου, όταν ο Άρειος Πάγος με προηγούμενες αποφάσεις του ΑΠ 1354/2013 και ΑΠ 2070/2017 έκρινε ότι ποινικά αδικήματα που τελέστηκαν εκτός Ελληνικών Χωρικών Υδάτων δεν υπάγονται στην Ελληνική Ποινική δικαιοδοσία.

Επομένως τι ακριβώς πράττει η εισαγγελική αρχή στην συγκεκριμένη υπόθεση, στα διεθνή ύδατα ανοιχτά της Πύλου, με δεδομένο την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Την μοναδική φορά που παραβιάστηκε η «αρχή» ήταν στη Νυρεμβέργη.

Έτσι λοιπόν είναι επιβεβλημένη η πάσης φύσεως αποφυγή διαδικασιών, µμεθοδεύσεων και ερμηνειών που δημιουργούν την αίσθηση εκφυλισµού της ανάγκης σεβασµού των θεσµών του ποινικού δικαίου αλλά και των θεμελιωδών εγγυήσεων που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα.

*Παναγιώτης Δ. Σταμάτης, Αξιωματικός ΠΝ και συγγραφέας

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr